Πράγματι o φίλος του Τ. υπάκουσε στην παράκλησή του να τον πάρει τηλέφωνο, δίχως κάποια ιδιαίτερη δυσανασχέτηση. Εν πάση περιπτώσει αυτό επέτρεψε να φανεί. Διότι αν ο Τ. είχε στη διάθεση του κάποιο υπερσύγχρονο μικρόφωνο εμπνευσμένο από ρετρό ταινία επιστημονικής φαντασίας ή με άλλα λόγια την καθημερινή φαντασίωση ενός δυσβάχτατα εσωστρεφή ανθρώπου, θα άκουγε με κρυστάλλινη διαύγεια τον νοητό ψίθυρο του φίλου του:
Πάλι τα ίδια; Πάλι κάτι έχασε ο μαλάκας;
Επειδή τούτη τη φορά το στοιχείο προς αναζήτηση είναι κινητό κι όχι πορτοφόλι, κλειδιά αμαξιού ή ο Γκοντό θεός φυλάξοι, η εύρεσή του είναι σχετικά εύκολη. Αρκεί να υπάρχει ένας φουκαράς στην παρέα με τις ελάχιστες μονάδες για την απαραίτητη αναπάντητη.
Κι επειδή η συγκεκριμένη παρέα τριαντάρηδων δεν είναι σαν τις συνηθισμένες φτωχοπαρέες των εικοσάρηδων φοιτητών που γεμίζουν και βρωμίζουν με την διόλου διακριτική τους παρουσία το ένα και μοναδικό οργανωμένο κάμπινγκ της Σαμοθράκης, οι κώλοι όλων στο αμάξι τρεμούλιασαν σαν σεισμόπληκτοι ζελέδες από τη δόνηση του κινητού, προστάζοντας το υπόλοιπο σώμα και πρωτύτερα τον εγκέφαλο ν’ ανακουφιστεί· πράγμα παράξενο και πρωτάκουστο καθότι συνήθως, η συγκεκριμένη εντολή δίνεται αντίστροφα.
Τέλος καλό, όλα καλά. Η κομπανία μπορεί να ξεκινήσει ανέμελη το πολυπόθητο ταξίδι για την Παχιά Άμμο, την παραλία στην οποία φιλοδοξούν να εξορκίσουν το πυρακτωμένο πέπλο του Αυγουστιάτικου καύσωνα που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια τους.
Γι’ αυτό μάλιστα κανενός τ’ αυτάκι δεν ίδρωσε, ψάχνοντας περαιτέρω για την αναθεματισμένη συσκευή, αρκεί μόνο που βρίσκεται κάπου στο αμάξι καταχωνιασμένη. Ας είναι σφηνωμένη ανάμεσα στα καθίσματα να κρατά συντροφιά στα ρινίσματα από φύλλο χωριάτικης τυρόπιτας, στα λησμονημένα κέρματα των πέντε σέντς, και σ’ ένα αχρησιμοποίητο προφυλακτικό με τάσεις φυγής από εκείνο το πρώτο ραντεβού. Που πήδηξε πάνω από κάμποσα σκαλιά γνωριμίας, μεταφορικά και κυριολεκτικά, γιατί μετά το αμάξι, το γλέντι συνεχίστηκε σε κάτι σκοτεινά σκαλάκια στο δάσος του Λυκαβητού. Αξιοσημείωτη μνεία να δοθεί και στις καφετιές τρίχες του Μπέκετ, του σκύλου του Τ., οι οποίες πλέον καλύπτουν σαν μάλλινο χιόνι τα πάντα στο αμάξι, πέρα από τα προαναφερθέντα κενά της Πανδώρας.
Η παραλία βρίσκεται στην άλλη άκρη του νησιού, κοντά μία ώρα με το αμάξι από το κάμπινγκ. Η πεντάδα, μετρώντας μαζί και τον σκύλο, φόρτωσε και τα τελευταία πράγματα, μεριμνώντας λόγω του ενός πιο σχολαστικού μέλους της παρέας, δηλαδή του φίλου που έκανε την αναπάντητη, να μην ξεχαστούν οι υπνόσακοι και τα φιδάκια, γιατί σκοπεύουν – καιρού επιτρέποντος – να διανυκτερεύσουν στην παραλία.
Ρε μάγκες το ψυγείο με τα μπυράκια το πήρατε; Φρόντισε να σιγουρευτεί ο κατά την εύστοχη διανομή των ψευδώνυμων Παραλίας ή απλά Σκουπίδι ή Κάδος. Εξίσου σημαντική υπενθύμιση με τους υπνόσακους, θα έλεγε κανείς.
Το αμάξι μούγκρισε παραπονεμένα και η παρέα ξεκίνησε χωρίς κανένα άγχος την ώρα άφιξης – τι διάολο διακοπές κάνουν στο κάτω κάτω – ακούγοντας μουσική απολύτως ταιριαστή για το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής.
Δρόμοι ίσιοι και καλοδιατηρημένοι, εκατέρωθεν στολισμένοι με υπέργηρα πλατάνια τόσο ψηλά που οι χοντρές τους κλάρες λύγιζαν υπό το βάρος τους στη μέση του δρόμου, δημιουργώντας έτσι μία δένδρινη σκιερή στοά.
Όπου πετύχαιναν διασταυρούμενο ρυάκι, άρα και γέφυρα, η Καλλιτέχνις της παρέας εκλιπαρούσε τον Τ. να σταματήσει ή έστω να χαμηλώσει ταχύτητα ώστε να απαθανατίσει την σχεδόν αερική κίνηση του νερού ανάμεσα στις πέτρες και ν’ αφουγκραστεί τον ήχο του. Σ’ εκείνες τις μοναδικές στιγμές κατά τις οποίες ο Τ. έκανε όντως αυτό που του ζητούσαν χωρίς να ειρωνευτεί την έκκληση για διακοπή και παρατήρηση του καλαίσθητου, η Καλλιτέχνις ευχαριστούσε τον Θεό μολονότι δεν πίστευε σε κάτι άλλο πέρα από τον Γκροτόφσκι και τον Στανισλάφσκι. Η απιστία και η αφέλειά της – μάλλον εγγενής ‘’αδυναμία’’ σ’ έναν άνθρωπο μ’ ευαισθησίες – τιμωρήθηκε με κατέβασμα σε πρώτη ταχύτητα, φρένο, και κοπάνημα του μετώπου της στο προσκέφαλο του μπροστινού.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο τσούλησε το μονόωρο ταξίδι έως την Παχιά Άμμο. Ακούγοντας για τα πρώτα λεπτά τα γαλλικά μπινελίκια της Καλλιτέχνιδας κι ύστερα lofi hip hop, θαυμάζοντας το κατάφυτο τοπίο του νησιού, και σχολιάζοντας μέχρις εξαντλήσεως τις ενοχλητικές συνήθειες των ασέβαστων γειτόνων τους πίσω στο κάμπινγκ. Με τα πολλά έφτασαν στην παραλία κοντά στο δειλινό.
Ήταν όλοι ζαλισμένοι. Κυρίως γιατί κατηφόρισαν τον φιδίσιο δρόμο που κατέληγε στην παραλία όσο είχαν τον ήλιο καταμέτωπο και όχι τόσο λόγω της βιαστικής οδήγησης του Τ. όπως έσπευσε να παραπονεθεί η Καλλιτέχνις.
Η παρέα βρέθηκε μονομιάς έξω από το αμάξι πρώτα τεντώνοντας κάθε αγκυλωμένο άκρο κι ύστερα ατενίζοντας το ανάκατο βαθύ μπλε και πορτοκαλί πελάγους κι ουρανού, μήπως το μάτι χαθεί στο αχανές και ξεχαστεί από τη θολούρα της ζάλης. Μέχρι κι ο Μπέκετ έκανε να τρέξει προς τη θάλασσα μα η αυστηρή διαταγή του Τ., τον γύρισε άρον άρον πίσω σαν αόρατο λάσο στον λαιμό του.
«Ρε πάρτε άλλη μία, γιατί δεν το βρίσκω», είπε ο Τ. ψαχουλεύοντας το σακίδιό του.
«Έλα μπρο μου σε παίρνω εγώ», ανταποκρίθηκε ο Παραλίας, καθώς οι υπόλοιποι καταπιάνονταν με το ξεφόρτωμα των πραγμάτων.
«Μπρο, χτυπάει».
«Τι σκατά; Δεν ακούγεται. Σωπάστε μία στιγμή. Το ακούτε πουθενά;». Όλοι πάγωσαν στο σημείο όπου βρίσκονταν, και τέντωσαν τ’ αυτιά τους. Όσο το τηλέφωνο συνέχιζε να καλεί σε ανοιχτή ακρόαση πια, η παρέα διέγραφε την περίμετρο του αμαξιού μπας και ακούσουν τον βόμβο της δόνησης.
Τίποτα.
Ο Παραλίας τίναξε το κεφάλι του πίσω, λες και τον χτύπησε ρεύμα προερχόμενο απ’ το ακουστικό.
«Μπρος. ‘Σπέρα σας. Μαύρο κινητό, Samsung; Μάλιστα… Α ευτυχώς που… Όχι του φίλου μου είναι. Ναι δίπλα μου είναι. Μισό να σας τον δώσω».
Έδωσε βιαστικά το κινητό στον Τ. νεύοντας του να μιλήσει αμέσως.
«Γεια σας. Σας ευχαριστώ πολύ. Ναι εγώ είμαι ο κάτοχος, λέγομαι…».
Ο Τ. στάθηκε παράμερα για να μιλήσει σάμπως εκεί είχε λιγότερο αέρα και θα ακουγόταν καθαρότερα στον συνομιλητή. Μια πιο καχύποπτη ψυχή θα έλεγε πως απομονώθηκε γιατι δεν ήθελε να ακούσουν οι φίλοι του τυχόν δηκτικά σχόλια από την άλλη πλευρά για τον αστείο τρόπο με τον οποίο χάθηκε το κινητό. Κάλυψε το ακουστικό με την παλάμη· αυτό ίσως να βοηθούσε περισσότερο. Βλέποντας τον Τ. νευρικό αλλά κάπως καθησυχασμένο, οι υπόλοιποι ξεχνώντας τη φρενίτιδα των τελευταίων λεπτών, αν μη τι άλλο είχαν μια τεράστια παραλία για πάρτη τους κι έναν ουρανό για να τον πιεις, ξανάπιασαν το ξεφόρτωμα.
«Έχω καλά και κακά νέα».
«Το βρήκαν το κινητό;», ρώτησε σχεδόν καταφατικά ο Σχολαστικός αφού ήξερε ήδη την απάντηση ακόμη και στο πως χάθηκε, κι απλά περίμενε την επιβεβαίωση.
«Ναι. Και είναι σε καλή κατάσταση ευτυχώς. Τα κακά νέα είναι ότι βρίσκεται στο αστυνομικό τμήμα της Καμαριώτισσας. Στο λιμάνι δηλαδή».
Ο Παραλίας, ακουμπώντας πολύ προσεκτικά το ψυγειάκι στο έδαφος, μη τυχόν και σπάσουν τα μπουκάλια παρότι είχε κουτάκια μέσα, κοίταξε γεμάτος απορία τον Τ.
«Αφού το ακούσαμε πριν ξεκινήσουμε. Αυτό σημαίνει πως ήταν μέσα στο αμάξι».
«Πάνω από το αμάξι», τον διέκοψε ο Σχολαστικός με ύφος γεμάτο υπερηφάνεια. «Ήσουν τυχερός, θα έπεσε σε τίποτα χόρτα. Πρέπει επειγόντως να του βάλεις θήκη και τζαμάκι», πρόσθεσε. Η Καλλιτέχνις ξεφύσηξε παρατεταμένα.
«Θα πρέπει να το άφησα την ώρα που μπαίναμε στο αμάξι. Την ρώτησα αν έχει σπάσει καθόλου. Μου είπε ούτε γρατσουνιά».
«Παράξενο».
«Καθόλου. Για να έπεσε μετά από είκοσι λεπτά διαδρομή, και να μην έπαθε και τίποτα, φαντάζεστε τι οδηγάρα είμαι».
Η Καλλιτέχνις εκσφενδόνισε τον υπνόσακο πάνω του. Ο Τ. έκατσε ακίνητος να το δεχτεί ενώ μπορούσε κάλλιστα να τον αποφύγει. Τον πέτυχε στο κεφάλι.
«Ωραία ακούστε πως έχει. Εσείς βρείτε ένα καλό σημείο ν’ αράξουμε κι εγώ θα πάω με τ’ αμάξι απ’ την Καμαριώτισσα. Η κυρία μπατσίνα που κρατάει το κινητό μου, προφανώς θέλει εμένα να το παραλάβω, κι επίσης σχολάει σε μία ώρα. Μην την αναγκάσουμε να γράψει υπερωρία ε;».
«Εγώ λέω να την αφήσεις να περιμένει. Δεν κατάλαβα, εκείνοι γιατί να μην έρχονται ποτέ στην ώρα τους;».
Ο Τ. έκλεισε επιδοκιμαστικά το μάτι στον Σχολαστικό και μπήκε στο αμάξι.
«Να τα έχετε όλα έτοιμα μέχρι να φτάσω».
«Καμιά πιπούλα;», απάντησαν σχεδόν όλοι συντονισμένα. Σχεδόν όλοι, γιατί ο Παραλίας είχε ξεκινήσει ήδη για την παραλία με το ψυγείο αγκαλιά. Αντ’ αυτού πέταξε:
«Έχε το νου σου στο κινητό μήπως χρειαστούμε τίποτα έξτρα».
«Αφού δεν έχω κινητό βρε ηλίθιε», απάντησε ο Τ..
«Ε, όταν το πάρεις. Μαλάκα…».
Ο Τ. όμως δεν τον άκουσε. Είχε ήδη κλείσει τα παράθυρα και ανάψει το κλιματιστικό.
«Και την επόμενη φορά πρόσεχε περισσότερο ε; Συνέχεια μας έρχονται από το κάμπινγκ με χαμένα αντικείμενα. Κάτι αντράκια γάλακτος, τάχα κουλ τυπάκια με βουτυράτα μάγουλα και καλοξυρισμένα μούσια. Γραμμωμένα μπράτσα για την πόζα, αλλά στο καφάσι κότα. Ήσουν πολύ τυχερός που το βρήκε ο κυρ Αντώνης κι όχι κάποιος γκρούβαλος από ‘κει κάτω. Θα το ‘κλαιγες τώρα. Θα το ‘παιρνε στις βάθρες, να το προσφέρει σε κάποιο Θεό της βάθρας μαζί με τα χειροποίητα κοσμήματά του από ‘’πολύτιμους λίθους’’, δηλαδή κοινές γαμώπετρες που τις γυάλισε στον κώλο του. Γαμώτι μου, έχω πολλή πλάκα!
»Χρυσός άνθρωπος ο κυρ Αντώνης, τον ξέρω δεκαπέντε χρόνια, από τότε που ήρθα σ’ αυτό το κωλόνησο με τον άντρα μου. Μ’ έσυρε εδώ απ’ την Αθήνα για ν’ αποχαυνώνομαι πίσω από έναν υπολογιστή. Ενεργειακές βάθρες και τ’ αρχίδια μου. Ίδια σκατά – και χειρότερα! Τουλάχιστον πίσω στη πόλη έκανα και καμιά περιπολία με το αμάξι, περίμενα τον γέρο να περάσει τη διάβαση κι ας τον σιχτίριζα, τραμπούκιζα κανά μαυροφορεμένο παιδαρέλι που το ‘παιζε ιστορία, με καταλαβαίνεις; Τέλοσπάντο’, ‘σύ φαίνεσαι καλό παιδί, όχι σαν τους μπαφιάρηδες που έρχονται εδώ για τα χαμένα χειροποίητα πορτοφόλια τους. Τα μυαλά τους έχασαν λέω εγώ, οι τζίβες τους μολύναν τον εγκέφαλο ναούμε. Αν δεν έζεχναν χόρτο, μπορεί και ν’ ασχολούμουν λιγάκι με την πάρτη τους. Και για να λέμε την αλήθεια, εντάξει, εσύ ένα κινητό έχασες. Θα μπορούσε είναι και χειρότερα».
«Να φορούσα μαύρα, να είχα τζίβες και μπάφο πάνω μου;».
«Να έχανες το καράβι γι’ Αλεξανδρούπολη ή κανάν έρωτα απ’ τα χέρια σου, δεν συμφωνείς;».
«Μάλιστα».
Ο Τ. την κοίταζε αποσβολωμένος. Αν καθόταν έστω κι ένα λεπτό παραπάνω θα του ρουφούσε και το τελευταίο απολοιφάδι ζωής που χρειαζόταν για να οδηγήσει στον γυρισμό. Βγαίνοντας, κοπάνησε την πόρτα με δύναμη, ενώ πίσω του αντηχούσε το κακαριστό γέλιο της μπατσίνας σαν φρικτός αντίλαλος εφιάλτη με μάγισσες – τις κακές, στερεοτυπικές με μεγάλες μύτες και ακόμη μεγαλύτερες ελιές.
Στην παλάμη του κρατούσε το ανακτημένο του κινητό. Με το άλλο χέρι έβγαλε το πακέτο απ’ την κωλότσεπη. Ένας Θεός δεν ξέρει όσο ο Θεός της βάθρας, πόσο λαχταρά να καπνίσει. Πώς είναι δυνατόν στις διακοπές του, στο νησί του ζεν και του διαλογισμού, να τον συγχύσει μία άξεστη μπατσίνα.
Με την πρώτη τζούρα τρέκλισε. Με την δεύτερη τον έπιασε πονοκέφαλος. Το πέταξε όπως όπως, δίχως να το σβήσει, σε κάτι λεκιασμένες ζαρντινέριες με ξεραμένα αγριόχορτα.
Ας πιάσει φωτιά το μπουρδέλο.
Έψαξε το φεγγάρι. Ακόμη και λειψό, δεν θα ήθελε να το χάσει. Σε δύο μέρες από τώρα έχει πανσέληνο. Περιεργάστηκε το κινητό του. Κανένα εμφανές ψεγάδι. Πάτησε το κουμπάκι για να εκτιμήσει πόση ώρα έχασε από τη ζωή του σ’ αυτή την απαίσια στιχομυθία.
Εννιά και τέτ… Περίμενε. Τι είναι αυτό; Ποιος είναι αυτός; ΤΙ ΣΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;
Παρέμεινε ολοκληρωτικά μαρμαρωμένος για ακριβώς τριάντα δευτερόλεπτα μπροστά στην οθόνη. Στο τριακοστό πρώτο, το κινητό τινάχτηκε με βία στο πεζοδρόμιο. Μα δεν απόκτησε ούτε μία νέα γρατσουνιά. Παρέμεινε άθικτο σαν καινούργιο.
Χωρίς να το γνωρίζουν, ούτε συνεννοηθεί με οποιοδήποτε τρόπο εκ των προτέρων, υπήρξαν και οι τρεις τους, ταυτόχρονα τυφλοί για τριάντα ολόκληρα δευτερόλεπτα.
«Μάγκες μου, αν κλείσω τα μάτια βλέπω καλύτερα».
Η Καλλιτέχνις έκλεινε διαδοχικά τα μάτια της, κι ύστερα τ’ άνοιγε διάπλατα σαν τυφλή, κοιτώντας μακριά απ’ την φωτιά, προς τον ορίζοντα.
«Το λέω αρνητικό της λάμψης. Αν εστιάσεις πάνω του, κινείται. Βλέπετε, είναι ντροπαλό όταν υποδύεται, χρειάζεται να έχεις κλειστά τα μάτια για ν’ αρχίσει την παράστασή του. Όταν όμως κρατήσεις την υπόσχεσή σου ως θεατής κι αφεθείς, σου δίνεται αποκλειστικά κι ολοκληρωτικά».
«Όπως όταν κοιτάς επίμονα τον ήλιο, και μετά σ’ ακολουθεί για λίγη ώρα όπου κι αν κοιτάξεις», πέταξε ο Σχολαστικός.
«Ακριβώς».
Παρέμειναν ξανά σιωπηλοί.
Οι κορδέλες της φλόγας χόρευαν άναρχα αλλά με απίστευτο ζήλο, σαν πορτοκαλί μαριονέτες κάποιας αθεάτης θεότητας με ακόρεστες ορέξεις, που εδρεύει στη βάση της φωτιάς. Εκεί όπου κοίταζαν αφηρημένοι για κάμποση ώρα, έχοντας τα κεφάλια τους αδειανά από σκέψεις, και τα στομάχια τους γεμάτα από μπύρα αλλά όχι από φαγητό.
«Μάγκες μ’ έχει κόψει. Που είναι ο άλλος;», είπε ο Παραλίας, κι άρχισε να χαϊδεύει στοργικά την κοιλιά του.
«Κι εγώ πεινάω. Να βάλουμε μπρος το μαγείρεμα; Εξάλλου το κριθαράκι δεν θέλει πολλή ώρα. Έχω πάρει και χωριάτικο λουκάνικο να βάλουμε μέσα», συμπλήρωσε ο Σχολαστικός.
«Θα κλαίγεται πάλι, γιατί δεν τον περιμέναμε. Γουστάρει, λέει, τη μυρωδιά των τσιγαριστών λαχανικών στη φύση. Ο παλιοχίπης».
«Ισχυρίζεται πως διαφέρει από τη μυρωδιά που έχουν όταν μαγειρεύεις στο σπίτι», είπε η Καλλιτέχνις μ’ ένα ύφος συγκατάνευσης.
«Δεν φτάνει που θα βρει έτοιμο φαγητό… Βγάλτο έξω να το δω, ρε μπρο. Ω να σου γαμήσω. Κουκλί είναι, αν και το χωριάτικο χάνει».
Ο Μπέκετ γούρλωσε τα μάτια στη θέα του.
«Τι λες ρε μπαγλαμά…».
«Μπρο, το βρώμικο είναι καλύτερο. Το χωριάτικο έχει κάτι χοντράδια μέσα που δεν μασιούνται. Το βρώμικο γλιστράει με ευκολία. Κατεβαίνει και αμάσητο».
«Χωριάτης είσαι».
«Η μάνα σου έτσι με θέλει».
«Καλά, αφήστε τα λόγια κι άνοιξτε εκεί καμιά κονσέρβα να τσιμπάμε όσο γίνεται το φαγητό», είπε η Καλλιτέχνις.
«Σωστή. Μπρο, πιάστα ντολμαδάκια».
Η κονσέρβα είχε ανοίξει μόλις δύο χιλιοστά κι ο Μπέκετ γλειφόταν ήδη. Η γιαλατζί απογοήτευση τον κρατά απ’ το να ορμήσει στο μέταλλο. Όμως η καφετιά του μουσούδα στράφηκε προς την άλλη μεριά, προς το σκοτάδι.
«Α, νάτος κι ο Τ. Τον ακούω, έρχεται. Εκτός αν είναι κάποιος άλλος που μας πλησιάζει…».
«Μωρή μη λες τέτοια», απάντησε ο Παραλίας.
«Μαλάκα πάρτο πίσω αυτό, τώρα!»
«Εντάξει δεν είναι κάποιος άλλος. Ο Τ. είναι».
«Όχι αυτό ηλίθιε! Αφού σου έχω πει απεχθάνομαι να με αποκαλούν μωρή. Το βρίσκω τέρμα σεξιστικό κι ανάρμοστο».
«Σουτ και οι δυο ρε. Τον βλέπετε; Γιατί μου φαίνεται πως επιταχύνει».
Ο Μπέκετ γυρνούσε τη μουσούδα μία αριστερά μία δεξιά. Κάτι μύριζε σίγουρα, κουνούσε διστακτικά την ουρά, αλλά φαινόταν μπερδεμένος. Μπορεί η φαντασίωση μιας διαφορετικής κονσέρβας, πιο πολύ στα μέτρα του, να του αποσπούσε τη προσοχή.
«Λέτε να είναι η πυροσβεστική; Μάγκες σβήστε τη φωτιά! Σβήστε τη φωτιά!», φώναξε ο Παραλίας.
«Τι λες βρε ζώο; Βλέπεις κανά φάρο;».
«Φαρρώ πως όχι».
«Καλό».
Καμία και κανένας, δεν τολμούσε να πει με σιγουριά ότι αυτό που έβλεπαν συγχρονισμένα και αδυνατούσαν να ξεστομίσουν, ήταν αποκύημα της φαντασίας τους ή πραγματικότητα επειδή το μάτι τους συνήθισε στο σκοτάδι. Και οι δύο υποθέσεις όμως είναι – παρότι εκ πρώτης όψεως σωστές – λανθασμένες. Ούτε θα μπορούσαν να φανταστούν και οι τρεις, ταυτόχρονα και πανομοιότυπα την ίδια ακριβώς σιλούετα που ολοένα και πλησίαζε διασχίζοντας την παραλία, με όλη της την σκιερή ασάφεια φυσικά.
Ούτε προφανώς, το μάτι τους συνήθισε στο σκοτάδι, τοποθετημένοι σαν πλανήτες γύρω από έναν πανίσχυρο πόλο θέρμης και φωτός.
Βέβαια, κανένας και καμία δεν τολμούσε να σταθεί έστω και στα όρια της μπάλας φωτός της φωτιάς, μπας και μπορέσει να δει καλύτερα. Αν και λογικοί άνθρωποι μ’ εξαίρεση ίσως τον έναν, τέτοια είναι η φαντασία και τέτοια είναι η διανυκτέρευση στην άγρια εξοχή, που ξεριζώνουν στο άψε σβήσε, πεποιθήσεις ορθολογικά τοποθετημένες και πεισματικά παγιωμένες από την εποχή που η μαμά και ο μπαμπάς τόνιζαν στο ανήλικο παιδί τους ότι δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούν στο σκοτάδι. Αφήνοντάς του όμως την πόρτα του δωματίου, σχεδόν αλλά όχι τελείως κλειστή ώσπου να κοιμηθεί.
«T. εσύ είσαι ρε;». Ο Σχολαστικός πήγε να φωνάξει, μα η φωνή του βράχνιασε κάπου στη μέση της διαδρομής, σαν να ξεροκατάπιε πριν τελειώσει τη πρόταση.
Καμία απάντηση.
«Μίλα ρε, μας τρομάζεις! Παιδιά πλησιάζει…». Η Καλλιτέχνις, ούσα από την μεριά του αγνώστου, σύρθηκε οκλαδόν όπως καθόταν, στην άλλη μεριά της φωτιάς, πλάι στους δύο φίλους.
Όντως πλησίαζε. Και γρήγορα.
Εν τω μεταξύ η σκιά έπαιρνε μορφή, κάπως αλλά όχι ακριβώς ανθρώπινη. Το φεγγάρι δεν άντεχε να τους αφήσει για περισσότερο χρόνο, έρμαια μιας επικίνδυνης φαντασίας που τους καθιστούσε απραγείς, δυνητικά μπρος σ’ έναν αληθινό κίνδυνο. Ποιον, και γιατί κίνδυνο;
Γιατί περπατούσε, αδιαμφισβήτητα. Ο κροταλιστός πάταγος του ποδιού στο βότσαλο το αποδείκνυε περίτρανα, άλλωστε. Ωστόσο τα πόδια της σκιάς δεν πάταγαν στο έδαφος. Μα περισσότερο απ’ όλα μήτε αυτό ήταν· γιατί δεν προκάλεσε τούτο, το σμίξιμο των χεριών μεταξύ τους και την αντανακλαστική κίνηση ν’ αδράξουν κάτι στιβαρό γι’ αυτοπροστασία.
Πλησιάζοντας, η φιγούρα αποκάλυπτε σπιθαμή προς σπιθαμή, ένα πρόσωπο τόσο παραμορφωμένο, που η παρέα ευχόταν, πάλι συγχρονισμένα δίχως να το είχαν συνεννοηθεί, να τυφλωνόταν ξανά για τριάντα δευτερόλεπτα.
Ο φίλος τους ο Τ. με το ασυγχώρητα κυνικό χιούμορ, όπως δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ κανένας τους. Κι ας τον γνωρίζουν κάμποσα χρονάκια, αρκετά ώστε να είχαν δει τουλάχιστον από μία φορά έκαστος κι έκαστη, το βλέμμα του να αδειάζεται στο πουθενά, προμηνύοντας αβάσταχτο βραχνά στις πλάτες του.
Το βαδισμά του βιαστικό αλλά χωρίς σιγουριά, σαν να τρέχει να ξεφύγει από κάτι το οποίο δεν γνωρίζει επακριβώς αν βρίσκεται δίπλα του ή στα εκατό μέτρα πίσω. Κάθε λίγα βήματα σταματούσε για να πάρει μια κοφτή ανάσα, κι ύστερα συνέχιζε. Λαχάνιαζε, τρέχοντας από τι;. Έφτασε ξέπνοος στην λαμπρή σφαίρα που περίκλειε την παρέα. Τα αποκαλυπτήρια της εμφάνισής του στο φως, προκάλεσαν αναφωνητά έκπληξης και λιγότερης αποστροφής· εκτός από τον Μπέκετ, που τον καλωσόρισε με ξεβιδωμένη ουρά και ατέλειωτα σάλια. Ο Τ. δεν του έδωσε καν σημασία.
«Ρε μπρο, τι σου συνέβη; Φαίνεσαι σκατά. Βρήκες το κινητό;».
«Βρήκα το κινητό. Βρήκα και κάτι άλλο μέσα». Αν η φωνή του είχε χρώμα, θα ήταν κρεμ τείχου νοσοκομείου μπολιασμένο με γκρι ψυχιατρείου.
«Τι εννοείς; Μας τρομάζεις», ρώτησε η Καλλιτέχνις.
«Δεν κάνω πλάκα ρε παιδιά. Θέλω να κάτσω τόσο πολύ. Απλά να κάτσω…».
Η Καλλιτέχνις και ο Παραλίας αμέσως έκαναν χώρο δημιουργώντας ένα θερμό κυκλάκι στην άμμο για να κάτσει ο φίλος τους. Ο Τ. σωριάστηκε σύγκορμος ανάμεσά τους και τους τράβηξε απ’ τα πατζάκια να έρθουν πιο κοντά του. Εκείνοι υπάκουσαν δίχως διαμαρτυρία.
«Φοβάμαι παιδιά. Είδα κάτι που ούτε στον εχθρό μου δεν θα το ευχόμουν».
«ΤΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ; Μίλα, μην μας κρατάς σε αγωνία!».
«Ε! Χαλάρωσε κι εσύ. Δεν τον βλέπεις πως είναι;», αντέτεινε η Καλλιτέχνις στον Σχολαστικό. Παρά το κρεσέντο του διαλόγου, το βλέμμα του Τ., παρέμεινε σταθερά καρφωμένο στο κενό, προς την κατεύθυνση του αμαξιού του.
«Βρήκα ένα βίντεο…», σ’ αυτό το σημείο έκλεισε ερμητικά τα μάτια και συνέχισε. «Όταν παρέλαβα το κινητό από την αστυφύλακα βγηκα αμέσως έξω. Η συνομιλία μου μαζί της, αν και σύντομη, μου προκάλεσε κατάθλιψη. Τι σκατάνθρωπος – ακόμη απορώ. Τελος πάντων δεν θα μιλήσω καθόλου γι’ αυτήν, δεν της αξίζει. Βγαίνοντας έξω τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να ανάψω ένα τσιγάρο και να τσεκάρω το κινητό μου αν είναι όντως όπως μου το περιέγραψε στο τηλέφωνο, δηλαδή άθικτο· και απαραβίαστο, γιατί όλα τα περιμένεις απ’ τους μπάτσους.
»Το κινητό εξωτερικά ήταν πένα, ουτε μία γρατζουνιά. Παράξενο ε; Πού ν’ ακούσετε και τη συνέχεια».
Παρακολουθούσαν όπως δεν έκαναν ούτε μία φορά στα αμφιθέατρα των φοιτητικών τους χρόνων: δηλαδή με ακλόνητη προσήλωση. Κρεμιόντουσαν από την καθεμία του λέξη, κι ας πίστευαν μερικώς πως έκανε πλάκα. Διότι η ιστορία είναι ιστορία και μέχρι στιγμής είχε ζουμί, αληθινή ή ψεύτικη. Κι όπου υπάρχει ζουμί, υπάρχει κότα – ενίοτε και γριά.
Ο δε Τ. έκανε, σαφώς άθελά του, τούτη τους τη δουλειά δυσκολότερη· ταχυλογούσε ασυστόλως σάμπως οι λέξεις τσουρούφλιζαν τη γλώσσα του και μόνο αν τις προσπερνούσε εν τάχει θα έφτανε στο τέλος αλώβητη.
«Βρήκα–»,
«Βρήκες ένα βίντεο».
Ο Τ., παρότι φωτιζόταν έντονα από το κυματιστό πορφυρό της λαύρας, άλλαξε εκατό αποχρώσεις του χλωμού, και λίγες παραπάνω.
«Πως το ξέρεις αυτό γαμώτι σου; Μήπως… Σσσου ήρθε… Σσσου ήρθε και σένα το ίδιο – το ίδιο γαμημένο βίντεο;», απάντησε εμφανώς συνταραγμένος στη Καλλιτέχνιδα φίλη του. Εκείνη ξαφνιάστηκε, τον κοίταξε απορημένη πριν απαντήσει.
«Όχι δεν μου ήρθε κάτι… Εξάλλου εδώ δεν έχει κανένας μας σήμα. Το ξέρω, γιατί ανέφερες προηγουμένως ότι βρήκες ένα βίντεο… Τι σου συμβαίνει; Αλήθεια τώρα, με τρομάζεις», ψιθύρισε, θαρρείς πως προστάτευε τον εαυτό της και τους άλλους από το επικείμενο ξέσπασμα του Τ., χρησιμοποιώντας την ήρεμη φωνή.
Ο Σχολαστικός τινάχτηκε σαν να είχε μία φευγαλέα αναλαμπή και φοβούμενος μήπως εξανεμιστεί όπως οι τολύπες του καπνού πάνω από το κεφάλι του, εκμεταλεύτηκε την ελαχίστων δευτερολέπτων σιωπή για να φτύσει τις σκέψεις του.
«Μην μιλήσεις άλλο, θα σου πω εγώ τι συνέβη. Η μπατσίνα σου έκανε τη δουλειά. Όπως όλοι ξέρουμε και εκμεταλευόμαστε από καιρό σε καιρό, έχεις το κινητό σου ξεκλείδωτο. Κακό του κεφαλιού σου, στο έχω ξαναπεί. Μια μέρα θα σε κλέψουν. Τότε θα δεις εσένα και καβάλα την γκόμενά σου φάτσα κάρτα στο youporn· άλλο όμως το θέμα. Βρήκε το κινητό σου, έβγαλε βίντεο το βρώμικο και μίζερο μουνί της. Εσύ όταν το πρωτοείδες, κόντεψες να πάθεις ανακοπή, αλλά αντί γι’ αυτό, ξέρασες. Ξαναγύρισες πίσω απαιτώντας εξηγήσεις, και σαν μην έφτανε αυτό που σου έκανε, σε απειλεί ότι θα το στείλει στο αμόρε σου αν δεν της κάτσεις, γιατί, ας μην ξεχνιόμαστε, έχεις το κινητό ξεκλείδωτο και την γκόμενά σου ‘’Αμόρε μίου’’ στις επαφές».
«ΣΚΑΣΤΕ! Μην μιλάτε άλλο! Δεν ήταν η γαμημένη μπατσίνα στο βίντεο!». Ο Τ. ξέσπασε, η φωνή του σκαρφάλωσε τα βράχια, αντήχησε, και ξανακατέβηκε με την ίδια ορμή. Μέχρι και ο Μπέκετ δεν τον αναγνώριζε. Κρύφτηκε στα πόδια του Παραλία.
Ο Τ. δεν άκουσε ούτε μία λέξη απ’ τον μονόλογο του φίλου του. Είχε το κεφάλι του χωμένο ανάμεσα στα γόνατα, εστιάζοντας με το ζόρι σε οτιδήποτε αλλότριο, στον κατακερματισμό της άμμου σε κόκκους και στην ικανότητά τους να αντέχουν το ισοπεδωτικό πέρασμα των πάντων με μοναδικό αντίτιμο λιγοστά χιλιοστά σμίκρυνση κάθε δέκα και κάτι εκατομμύρια χρόνια. Σιγά το πράμα.
Και τι δεν θα ‘δινε για ψίχουλα αυτής της άψυχης στωικότητας.
Ωστόσο οι υπόλοιποι το βούλωσαν για τα καλά.
«Ένα πρόσωπο… Μέσα στο βίντεο υπήρχε ένα πρόσωπο».
«Το αναγνώρισες;», ρώτησε επιφυλακτικά ο Σχολαστικός, ο οποίος μ’ αυτά που άκουγε, και λόγω της παγιωμένης συνήθειάς του να μην ξεστρατίζει ποτέ σε εδάφη που δεν εδρεύει η λογική εξήγηση των πραγμάτων, φλέρταρε με το ψευδώνυμο του Επιφυλακτικού.
Ο Τ., γούρλωσε τα μάτια, σαν να εμφανίστηκε ακριβώς μπροστά του.
«Όχι, δεν θα μπορούσα σε καμία περίπτωση. Κρατούσε το κινητό μου με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε το μισό το πρόσωπο, από το στόμα και πάνω να βρίσκεται στη σκιά. Αν και δεν μπορούσα να διακρίνω με ευκολία, είμαι σχεδόν σίγουρος πως δεν είχε μύτη…».
«Δεν είχε μύτη; Και τι είχε αντί για μύτη; Προβοσκίδα;», ρώτησε εμβρόντητος ο Παραλίας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ελαφρύνει κάπως το κλίμα.
«Τίποτα γαμώτο, τίποτα δεν είχε. Ένα βαθούλωμα με δύο τρύπες».
Ο Σχολαστικός έμεινε με το στόμα του να χάσκει.
«Σαν τον κακό καράφλα από το Χάρι Πότερ, τον πως τον λένε…».
«Κάπως έτσι. Χριστέ μου…».
«Και τι έκανε στο βίντεο αυτός ο τυπάς; Απλά σε κοιτούσε; Γιατί δεν το γύρισες πίσω στην μπατσίνα;», πετάχτηκε η Καλλιτέχνις, μάλλον προβάλλοντας με ανυπομονησία την δική της λογική σειρά των πράξεων σε μία μάλλον παράλογη ιστορία. Πάντως ο Σχολαστικός κατένευσε αβίαστα.
Ο Τ. τους αγνοούσε παντελώς. Τα μάτια του ταξίδευαν βουρκωμένα στο απύθμενο βάθος της θάλασσας και τ’ ουρανού. Αν οι φίλοι του δεν ήταν τόσο συνεπαρμένοι από τα αινιγματικά λόγια, και κυρίως από την πεισματική τους άρνηση να τον πιστέψουν έστω και λίγο, θα έπρεπε να ανησυχήσουν γι’ αυτά τα μάτια που έδειχναν έτοιμα να χυμήξουν στο έρεβος.
«Δεξιά κι αριστερά του προσώπου του, είχε… είχε δύο σπειροειδείς πληγές. Έδειχναν ή ήταν φρέσκες, κατακόκκινες. Οι ουλές κουνιόντουσαν γύρω από το κέντρο τους. Να, έτσι…».
Ο Τ., ανέμισε τον δείκτη του, διαγράφοντας στον αέρα το σχήμα της σπείρας. Οι υπόλοιποι κουνούσαν τα κεφάλια τους σαν υπνωτισμένοι σκύλοι όταν τους κρεμάς το μεζεδάκι κοντά στη μουσούδα.
«Κι αν θελήσουμε να μας δείξεις αυτό το βίντεο, φαντάζομαι θα είχε διαγραφτεί από μόνο του με κάποιο μαγικό τρόπο…», είπε η Καλλιτέχνις.
«Ναι… Διαγράφτηκε μόνο του. Δεν υπάρχει πλέον στο κινητό».
«Κόψε τη πλάκα επιτέλους. Έχει παρατραβήξει το αστείο!», σχεδόν ούρλιαξε φουρκισμένος ο Σχολαστικός.
«Ναι ρε φίλε μας έχεις κατατρομάξει εδώ που βρισκόμαστε!», σιγόνταρε με τη σειρά της η Καλλιτέχνις, διατηρώντας βέβαια πιο ήπιο τόνο. Το μούτρο του Τ. παραμορφώθηκε. Ξεκίνησε να κλαίει πνιχτά, κρύβοντας με ντροπή το πρόσωπό του.
«Χαλαρώστε ρε μάγκες! Μάλλον λέει την αλήθεια», αντέτεινε ο Παραλίας, ακουμπώντας τον απαλά στον ώμο.
Ο Σχολαστικός δεν σχολίασε· σώπασε. Σηκώθηκε όρθιος και γυρόφερνε τη φωτιά αμήχανος.
«Δεν θ΄ανεχτώ άλλο αυτή τη παράνοια. Τι αλήθεια; Μας δουλεύεις κι εσύ; Δεν έχει μύτη; Σβούρες για μάγουλα; Φυσικά και κάνει πλάκα, όπως κάνει πάντα. Ποτέ δεν πήρε τη ζωή του στα σοβαρά. Γι’ αυτό δεν ξέρει τι του γίνεται. Γι’ αυτό αφήνει το κινητό πάνω στο αμάξι, και γι’ αυτό άφησε μια άξεστη μπατσίνα να τον επηρεάσει. Εμένα πάντως μου χάλασε τη βραδιά· ξενέρωσα. Πάω στη σκηνή ν’ αράξω».
«Μου φαίνεται, θα κάνω κι εγώ το ίδιο», συμπλήρωσε διστακτικά η Καλλιτέχνις.
«Πιστεύω, θα αισθάνομαι πιο άνετα στη σκηνή παρά εδώ έξω».
Ο Τ. τράβηξε το βλέμμα του προς την απόκρημνη και θεοσκότεινη πλαγιά πίσω τους. Το ορχηστρικό θρόισμα των πουρναριών δεν έμοιαζε με αυτό που έως τώρα είχε μάθει ν’ αναγνωρίζει. Εμπεριείχε μέσα του, επιμελώς κρυμμένους ψιθύρους. Λέξεις ανήκουστες που τη μία στιγμή ταυτοποιούσε και την άλλη χανόντουσαν στο σούσουρο. Στο άκουσμα μιας τρομακτικής ιστορίας, ολονών η φαντασία εισχωρεί ωσμοτικά κι απρόσκλητα στην πραγματικότητα, φαινόμενο το οποίο ενισχύεται σημαντικά σε μία απομονωμένη παραλία καταμεσής της απόλυτης μαυρίλας.
«Θα κοιμηθώ μαζί σου απόψε», συμπλήρωσε η Καλλιτέχνις.
«Καληνύχτα. Προσπάθησε να κοιμηθείς λιγάκι. Το χρειάζεσαι μπας και καταλάβεις ότι το ξεχείλωσες αρκετά το αστείο. Έπρεπε να σταματήσεις πολύ νωρίτερα. Όλο αυτό το δράμα σου μας αναστάτωσε. Χωρίς λόγο κιόλας».
Έφυγε με τον Σχολαστικό σε σφιχτό αγκαζέ, βαδίζοντας γοργά. Πιθανότατα, δεν θα κλείσει μάτι απ’ το ροχαλητό, αλλά το προτιμά απ΄το να κάτσει μόνη της στη σκηνή. Το φεγγάρι προβλέπεται να ψηλώσει κι άλλο μέσα στη νύχτα.
Μαζί του και οι σκιές.
To be continued…
Φωτογραφία: Κωσταντίνος Κυριαζόπουλος