***Περίληψη πρώτου μέρους: Τέσσερις φίλοι κι ένας σκύλος, κάνουν διακοπές στη Σαμοθράκη. Αποφασίζουν να διανυκτερεύσουν σε μια παραλία του νησιού. Κατά την άφιξή τους, διαπιστώνουν πως ο Τ., ένας εκ της παρέας, είχε ξεχάσει το κινητό στην οροφή του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να πέσει στη διαδρομή. Ένας ντόπιος το βρίσκει και το πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα. Ο Τ., φεύγει με το αμάξι ενώ οι φίλοι τον περιμένουν στην παραλία με αναμμένη φωτιά. Ύστερα από μια ψυχοκτόνο αλληλεπίδραση με την αστυνομικό του τμήματος, βρίσκει το κινητό σώο κι αβλαβές. Μόνο που βρίσκει και κάτι άλλο. Ένα βίντεο που δεν είναι δικό του. Ένα πρόσωπο κρυμμένο στις σκιές, δίχως χαρακτηριστικά και δύο κινούμενες δίνες στα μάγουλά του. Γυρνώντας στους φίλους, βουτηγμένος μέχρι τ’ αυτιά στον τρόμο, έχει ν’ αντιμετωπίσει και τη δυσπιστία τους για το μυστήριο βίντεο.
Η στοίβα των κούτσουρων, στημένη άρτια, γκρεμίστηκε παράγοντας έναν όχι και τόσο δυνατό πάταγο. Ο Τ. πετάχτηκε απάνω φωνάζοντας. Θα έπρεπε να είναι ευγνώμων που ξύπνησε, ευγνώμων για τη φθίνουσα στατικότητα του ξύλου όσο προχωρά η καύση του.
Ήταν μόνος στο υπόγειο πάρκινγκ της πολυκατοικίας όπου μένει με τους γονείς του, κι έψαχνε το αμάξι της μάνας του. Το μοναδικό φως έμπαινε μυστηριωδώς, από κάπου στον ταβάνι και παράλληλα ήταν σαν να μην υπήρχε καθόλου. Κοινώς δεν έβλεπε τη μύτη του. Δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί, αλλά έπρεπε να πάρει το αμάξι για να συναντήσει κάποιον Χ. άνθρωπο. Θα ήταν ανέλπιδο να θυμηθεί ποιον. Σε διάφορα σημεία γύρω του – τα οποία άλλαζαν τοποθεσία όταν έστρεφε εκεί την προσοχή του – άκουγε το κλικ που κάνει ο διακόπτης φωτός. Θα μπορούσε να είναι και ο ήχος μιας χοντρής σταγόνας όταν πέφτει σ’ ένα γυάλινο δοχείο. Θα μπορούσε να είναι και ο δείκτης των δευτερολέπτων ενός παλιού αναλογικού ρολογιού τοίχου. Κλικ. Κλικ, Κλικ… Κλικ. Το ίδιο κλικ που κάνει και κάποιος χρησιμοποιώντας τη γλώσσα και τον ουρανίσκο του. Τη στιγμή που το κλικ ακούστηκε δίπλα στο αυτί του, αισθάνθηκε ένα ζεστό χνότο να του χαϊδεύει το σβέρκο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή αντίκρυσε το κατάπληκτο πρόσωπο του Παραλία. Τον είχε πάρει ο ύπνος στα πόδια του, με τον Μπέκετ παράμερα να περιμένει με μισοκλεισμένα μάτια το ξύπνημα του αφεντικού.
«Κακό όνειρο;».
Ο Τ., ένευσε θετικά.
«Τι είδες;».
«Άστο καλύτερα. Σ’ ευχαριστώ για το σκέπασμα».
«Τίποτα μπρο μου, έχει ψύχρα».
«Εσύ πως την έβγαλες;».
«Φόρεσα το φούτερ μου, είχα και τον σκύλο».
«Όχι άλλο εννοώ. Τι έκανες όσο κοιμόμουν;».
«Βάραγα σκοπέτο. Μήπως έβλεπα το τέρας σου».
Ο Τ. αναθάρρεψε. «Άρα με πιστεύεις;».
«Προσπαθώ».
«Δεν φαντάζεσαι πόση σημασία έχει για μένα αυτό. Ένιωθα μουρλός».
«Όπως όλοι οι μουρλοί δηλαδή».
Ο Τ. χαμογέλασε. Γύρισε στο πλάι και έκλεισε τα μάτια του. Δεν ένιωθε τόσο μόνος πια, ούτε μουρλός. Δεν είναι μουρλός αν υπάρχει τουλάχιστον άλλος ένας μουρλός που συμμερίζεται την ίδια ακριβώς μούρλα. Οι φλοίσβοι της θάλασσας αραίωναν σιγά-σιγά, χαμήλωναν σ’ ένταση. Ένδειξη πως ο άνεμος κοπάζει, ή ότι αρχίζει να τον ξαναπαίρνει γλυκά ο ύπνος.
Και τότε το κινητό του χτύπησε.
Τινάχτηκαν όρθιοι, κοιτώντας έντρομοι το σακίδιο από το οποίο προήλθε το κουδούνισμα. Ο Μπέκετ μάλλον συναισθάνθηκε την τρομάρα τους· κινούνταν πέρα δώθε ανήσυχος.
Ήταν μήνυμα. Ο ήχος που κάνει μια γινομένη μπανανόφλουδα όταν πέφτει στο πλακάκι. Δεν θα μπορούσε να μπερδέψει αυτόν τον ήχο.
«Όσο κοιμόσουν, τσέκαρα το κινητό σου. Μήπως το έβρισκα σε κανά φάκελο διαγραμμένων ξέρω ‘γω».
«Το είχα ξεκλείδωτο ε;».
«Όπως πάντα. Δεν είχες ούτε μισή μπάρα σήμα».
«Το βρήκες;».
«Τσου».
Οι δύο φίλοι, σιωπηλοί και κατάχλομοι, πλησίαζαν ασυναίσθητα ο ένας τον άλλο. Όταν ακούμπησαν οι ώμοι τους, ο Παραλίας τίναξε τον αγκώνα του πετυχαίνοντας τον Τ. στα πλευρά. «Σόρρυ μπρο. Χέστηκα πάνω μου».
Ο Τ. έκανε μια κίνηση να πιάσει το σακίδιο μπροστά στα πόδια του, αλλά τελευταία στιγμή μαζεύτηκε. «Εσύ ή εγώ;», είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Κανείς μας;».
Το κινητό ξαναχτύπησε. Άλλη μία μπανανόφλουδα στόλισε το πλακάκι. Αν και τα κινητά δεν διαθέτουν ακόμη συναισθηματικό δείκτη, ακούστηκε πιο ανυπόμονο απ’ ότι προηγουμένως.
«Να πάει να γαμηθεί. Αφού εμένα θέλει!». Ο Τ., έκανε τα δύο πιο αποφασιστικά και συνάμα δυσκολότερα βήματα στη ζωή του – αν εξαιρέσεις τα δύο πρώτα του βήματα τέλος πάντων. Άρπαξε το σακίδιο σαν να είναι – καλή ώρα – πεσμένη μπανανόφλουδα σ’ ένα πολυσύχναστο πεζοδρόμιο κι άνοιξε το φερμουάρ κοντεύοντας να το ξεριζώσει από τα δόντια του.
Γαμημένε… γαμημένε… τίποτα… δεν… είσαι… για μένα… φοβάμαι… εγώ… όχι… δεν… όχι… εγώ ποτέ.
Ο Παραλίας παρατηρούσε αποσβολωμένος τον Τ. να μουρμουρίζει άγνωστα πράγματα μην έχοντας ιδέα τι να κάνει, πώς να συνδράμει. Απλά περίμενε υπομονετικά να βρει το κινητό τρίβοντας τις ιδρωμένες του παλάμες, σφίγγοντας τα δόντια του μέχρι να τον σταματήσει ο πόνος στη γνάθο, εκλιπαρώντας να είναι μονάχα ειδοποίηση χαμένων κλήσεων.
Ο Τ. μαρμάρωσε. Είχε το κινητό ανάμεσα στις παλάμες του.
«Τι είναι ρε; Είναι ο τυπάς από το βίντεο;».
Ο Τ. δεν μιλούσε. Κοιτούσε αποχαυνωμένος την οθόνη.
«Μίλα ρε μαλάκα! Μην κρατάς σε αγωνία τον μπρο σου!».
«Χειρότερα… Δύο βίντεο…», μουρμούρισε ο Τ. με φωνή που ο Παραλίας δεν είχε ξανακούσει ποτέ, κι ας τον ξέρει κοντά δέκα χρόνια τώρα.
«Δώστο μου, θα τα δω εγώ».
Του άρπαξε το κινητό απ’ τα χέρια, μιας και δεν έδειχνε να αντιδρά στη παράκλησή του. Ο Τ., τον κοιτούσε με μάτια ικετευτικά, θαρρείς ότι τον ευχαριστούσε που τον έβγαλε από τη δύσκολη τη θέση, να δει όχι ένα – αλλά δύο από δαύτα.
Ο Παραλίας δίχως κανένα εμπόδιο, όπως ήδη γνωρίζουμε, εισήλθε στο αρχικό μενού το κινητού. Δεν χρειάστηκε να τα ψάξει. Το λογισμικό του υπενθύμισε πως υπήρχαν δύο νέα αρχεία στο κινητό. Με απορία και πολύ περισσότερο δέος συνειδητοποίησε πως τα βίντεο χωρίς τίτλους δεν στάλθηκαν μέσω κάποιας εφαρμογής ή έστω mms, αλλά έδειχνε να υπήρχαν εκ των προτέρων αποθηκευμένα στη μνήμη του κινητού· δηλαδή σαν να τα έχει τραβήξει ο ίδιος ο Τ.!
Πέρα για πέρα έκθαμβος με το οξύμωρο αυτό, και με το ότι ο φίλος του τελικά έλεγε την απόλυτη αλήθεια, ακροβατούσε μεταξύ του να ανοίξει το πρώτο βίντεο ή να το εκσφενδονίσει με όλη του τη δύναμη προς τη θάλασσα.
Το δάχτυλό του πάτησε το play.
Κάποιος υποχόνδριος του είχε πει κάποτε να μην πνίγει το φτέρνισμά του, γιατί λέει, σταματά στιγμιαία η καρδιά. Μπούρδες… Ποτέ δεν πείστηκε γι’ αυτό, αστικό θρύλο το έλεγε. Εξάλλου αδυνατούσε να φανταστεί πώς γίνεται να σταματήσει η καρδιά χωρίς να πεθάνεις. Πλέον καταλάβαινε…
…Γιατί στιγμιαία σταμάτησε. Ή σωστότερα: δεν λειτούργησε καθόλου για τα λιγοστά δευτερόλεπτα που διήρκεσε το βίντεο. Δεκατρία δευτερόλεπτα αβάσταχτης ροής.
Εν τω μεταξύ όσο τα βίντεο άρχιζαν και οι καρδιές σταματούσαν, ο Τ., βρισκόταν διπλωμένος στην άμμο με τα γόνατα στο στήθος και ταλαντευόταν σαν μετρονόμος για αργή κιθάρα σε adagio, μονολογώντας δεήσεις στον ψηφιακό Θεό:
Σε παρακαλώ… δεν έχω κάνει κάτι… μην με ρουφήξεις εκεί μέσα… θέλω να ζήσω… δεν θέλω να πεθάνω… είμαι πολύ νέος… φοβάμαι τις δίνες… τις τρέμω… μην με ρουφήξουν.
Αθροιστικά, οι εκατομμύρια ψηφίδες της οθόνης απεικόνιζαν δύο νεαρούς κι έναν σκύλο στην παραλία να ηρεμούν υπό τη θερμή αγκάλη μίας φλόγας. Ο ένας καθισμένος οκλαδόν στην αμμουδιά, ρέμβαζε χαζεύοντας τα ελαφρά κύματα στην ακτή, φωτισμένα αχνά από το ασημένιο φως του χασοφέγγαρου, γυρνώντας πού και πού το κεφάλι προς τη μεριά της κάμερας. Βέβαια, έτσι όπως ξέγνοιαστα ξαναγυρνούσε στην αρχική του θέση, ο φουκαριάρης δεν έδειχνε να έχει συναίσθηση ότι τον τραβούν βίντεο.
Για τον Παραλία που έβλεπε το πρώτο αυτό βίντεο, οι δύο τύποι θα μπορούσαν να είναι οποιοιδήποτε δεδομένου ότι τα πρόσωπα δεν φαίνονταν λόγω απόστασης. Ακόμη κι ο σκύλος δεν σημαίνει κάτι απαραίτητα· πολλοί τους φέρνουν στις διακοπές και δη στο κάμπινγκ. Τούτα από μόνα τους εξομάλυναν ελάχιστα αλλά αισθητά, το αρχικό σοκ που υπέστη ανοίγοντας το αρχείο, και βλέποντας, ότι ο δεύτερος υπήρξε ξαπλωμένος στα πόδια του πρώτου.
Η τελεσίδικη επικύρωση, το τέλος κάθε αμφιβολίας επήλθε στα τελευταία δευτερόλεπτα του βίντεο, κατά τα οποία, το πορτοκαλί στίγμα της φλόγας στην οθόνη σάλεψε, παράγοντας έναν αδύναμο ήχο – σαν παράσιτο, από το ηχείο του κινητού. Σχεδόν αμέσως, ο ξαπλωμένος υψώθηκε απότομα και μαζί του, μία απόμακρη κραυγή.
Το κινητό γλιστρούσε στα καταϊδρωμένα δάχτυλα του Παραλία, και μετά το πέρας του βίντεο, όταν εμφανίστηκε η μαύρη οθόνη, κατάλαβε πως δεν ήταν τα χέρια του χειριστή που έτρεμαν, αλλά τα δικά του. Διότι όποιος και να ήταν, κρατούσε τη συσκευή τόσο σταθερή, σαν να την είχε στημένη σε τρίποδο.
Ωστόσο, παρά τα αψεγάδιαστα στοιχεία υπέρ του παραλόγου και της φρίκης, και παρά τον καλπάζοντα σφυγμό του, ο Παραλίας παρέμενε ψύχραιμος και πραγματιστής.
Πράγμα παράξενο για έναν άνθρωπο που το ίδιο βράδυ, φαντασιωνόταν ιπτάμενους δίσκους αντί για πεφταστέρια. Έτσι αποφάσισε να ξαναδεί τουλάχιστον άλλη μία φορά το βίντεο προτού προβεί σε βιαστικά συμπεράσματα.
Όταν ξανάνοιξε τον φάκελο, το πρώτο βίντεο είχε εξαφανιστεί. Καμία ειδοποίηση ότι διαγράφτηκε. Τίποτα. Σαν να μην υπήρχε ποτέ. Ο Παραλίας άρχισε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Σχεδόν ψιθυρίζοντας, είπε στον Τ.:
«Μπρο, δεν είμαστε μόνοι στην παραλία. Κάποιος μας τραβούσε βίντεο την ώρα που κοιμόσουν».
«Σας τα ‘λεγα εγώ, δεν σας τα ‘λεγα; Νομίζατε πως σας έκανα πλάκα…».
«Σόρρυ… ήθελα, αλλα ήταν δύσκολο να το πιστέψω χωρίς να το δω».
«Άνοιξε και το επόμενο βίντεο!», του ούρλιαξε αγνοώντας παντελώς τη συγνώμη.
«Όχι, φτάνει μ’ αυτή την ιστορία! Θα πάμε να ξυπνήσουμε τους άλλους, και θα καλέσουμε την αστυνομία».
«Ποια αστυνομία; Αφού σας περιέγραψα την παρουσία της αστυνομίας στο νησί. Και πως θα καλέσεις την αστυνομία, όταν δεν έχει σήμα».
«Αν υπάρχει τρόπος να μας έρχονται μηνύματα, υπάρχει τρόπος και να στέλνουμε!».
«Φέρτο εδώ! Δικό μου το κινητό, δικό μου και το μπλέξιμο!». Ο Τ., με μία δρασκελιά κάνει ν’ αρπάξει το κινητό από τα χέρια του φίλου του, αλλά εκείνος τελευταία στιγμή το αποφεύγει.
«Να πάει να γαμηθεί το κινητό σου!». Ο Παραλίας τεντώνει το χέρι ψηλά και το εκτοξεύει με όλη τη δύναμη που μπορεί να έχει ένας γυμνασμένος τριαντάχρονος άνδρας με αίμα υπέρκορο σε αδρεναλίνη. Η συσκευή βρίσκει το στόχο της. Προσγειώνεται με ορμή σε μια λευκή κοτρόνα, ίσως τη μοναδική γύρω τους, κι αποστρακίζεται στο πλάι παράγοντας τον πανταχού γνώριμο και στενάχωρο γδούπο που κάνει το κινητό όταν πέφτει στο πάτωμα.
«Δεν μπορείς να το σπάσεις! Νομίζεις πως δεν το δοκίμασα τόσες φορές;», φωνάζει μοιρολογώντας ο Τ.
Ο Παραλίας πλησιάζει βιαστικά το πλαστικό θύμα της βιαιοπραγίας. Στέκει ασάλευτο περιμένοντας καρτερικά κάποιον να το σηκώσει. Η οθόνη του, κοιτώντας τ’ άστρα, αντικατόπτριζε τις πρώτες φλόγες να λικνίζονται ντροπαλά, γιορτάζοντας την αναζωπύρωση της μητέρας τους. Για λίγο αναθάρρεψε. Νόμιζε, ότι οι φλόγες έτσι όπως χόρευαν, διαχέονταν σαν ριζικό σύστημα στη γεμάτη ρωγμές οθόνη.
Ως γνωστόν στους περισσότερους, η ελπίδα πεθαίνει πάντα προτελευταία, κι όπως ακριβώς φοβόταν, το κινητό παρέμενε άθικτο. Ούτε μία γρατσουνιά στο κρύσταλλο – το πιο ευαίσθητο σε ζημιά κομμάτι των συσκευών. Δεν υπήρχε ουδεμία περίπτωση ένα κανονικό κινητό να επιβίωνε τέτοια σφοδρή πρόσκρουση σε πέτρα.
Ως γνωστόν στους λιγότερους και πεφωτισμένους, η άρνηση πεθαίνει τελευταία, και συμβαίνει συχνά πυκνά, ο αρνητής να πεθαίνει πρώτος.
Ο Παραλίας πλησιάζει το κινητό και γονατίζει μπροστά του. Το γραπώνει σφιχτά και με τα δυο του χέρια, το σηκώνει ψηλά εν είδη θείας προσφοράς στον έναστρο ουρανό, κι αρχίζει να το κοπανάει μαινόμενος στην λευκή κοτρόνα, λες και είναι φρέσκο χταπόδι.
«ΓΙΑΤΙ. ΔΕΝ. ΣΠΑΣ. ΓΑΜΩ. ΓΑΜΩ. ΤΟ. ΞΕΣΤΑΥΡΙ!».
Χρειάστηκε ν’ ακουστούν γύρω στις δεκαπέντε χριστοπαναγίες για να βγει νοκ αουτ· ο Παραλίας – όχι το κινητό. Εκείνο έλαμπε σαν καινούργιο. Αποκαμωμένος, αφήνει το βάρος του να πέσει στην άμμο. Ο Τ. τον πλησιάζει ήρεμα και τον ακουμπάει μαλακά στον ώμο.
«Νομίζω είναι καλύτερα ν’ ανοίξουμε το δεύτερο βίντεο».
«Εντάξει», του απαντά κοντεύοντας να φτύσει το πνευμόνι του.
Ο Τ., βοηθά τον κολλητό του να σταθεί στα πόδια του και μαζί πλέον, ώμο με ώμο, τεντώνουν μάτια και αυτιά για το δεύτερο βίντεο.
Το δεύτερο δεν διαφέρει και πολύ από το πρώτο. Οι δύο τους είναι όρθιοι, παραπλεύρως της εστίας, κι ο σκύλος πηγαινοέρχεται. Μόνο που στο συγκεκριμένο βίντεο η λήψη είναι από τη μισή απόσταση, και, στο μεσοδιάστημα ησυχίας που δεν συνομιλούν τα τριζόνια, ακούγεται αμυδρά ένας περιοδικός ρόγχος.
«Μαλάκα τι ήταν αυτό, το άκουσες;», λέει ο Παραλίας, τρώγοντας λαίμαργα τα νύχια του.
«Κάτι άκουσα, κάτι σαν την αναπνοή κάποιου. Αλλά δεν είμαι και σίγουρος, μπορεί να ήταν και λευκός θόρυβος».
«Ούτως ή άλλως, δεν μπορούμε να το ξανακούσουμε· διαγράφτηκε».
«Είδες πόσο πιο κοντά μας ήταν;».
«Το είδα. Πρέπει να…».
Αφού ήταν τόσο κοντά, πως γίνεται να μην τον πήρε χαμπάρι ο Μπέκετ;, σκέφτεται έντρομος ο Παραλίας, αλλά προτιμά να το θάψει βαθιά και κυρίως να μην το μοιραστεί.
Ένα λαχανί φως σαν υπερτροφική πυγολαμπίδα λάμπει στο πηχτό σκοτάδι από τη μεριά των σκηνών τους. Ο φωτισμένος μουσαμάς της σκηνής πλαταγίζει βίαια παρότι δεν φυσάει.
«Ξύπνησαν; Γιατί κάνουν τόσο θόρυβο; Μωρέ, λες να…», λέει υπαινικτικά ο Παραλίας, προσπαθώντας για μία έσχατη φορά να απαλύνει την αδρότητα του κλίματος.
«Έλα, κόφτο! Δεν είναι ώρα γι’ αστεία», του απαντά απότομα ο Τ.
«Πάω να τους σηκώσω να φύγουμε. Τώρα που είμαστε δύο θ’ αναγκαστούν να μας πιστέψουν, Τον σουγιά τον έχεις πάνω σου ε;».
«Ναι μπρο μου. Ελβετικός και κοφτερός. Πήγαινε εσύ, εγώ θα κάτσω εδώ να φυλάω τσίλιες. Αν ακούσω το οτιδήποτε θα τσιρίξω, εντάξει;».
«Εντάξει. Κράτα μία τον Μπέκετ».
Ο Τ. απομακρύνεται από την προστατευτική φούσκα της φωτιάς και τ’ αβυσσαλέο σκότος καταβροχθίζει το σώμα του με ευκολία. Ο Μπέκετ κλαίει πνιχτά. Όπως κάθε σκύλος, ενδόμυχα πιστεύει ότι το αφεντικό του θα τον αφήσει για πάντα.
Το μυστήριο πλατάγισμα της σκηνής συνεχίζει δριμύ, και ο Μπέκετ αρχίζει να αλυχτά· όχι επιθετικά, αλλά σαν να φωνάζει για βοήθεια. Στ’ αυτιά του Παραλία, ο οποίος κρατά σκοπιά ως άοπλος φανταράκος με αντίπαλο τον χρόνο, φτάνει ένα υπόκωφο αγκομαχητό από τη μεριά των σκηνών. Ξέρει ότι ο Σχολαστικός ροχαλίζει αβάσταχτα ηχηρά, αλλά αυτό δεν μοιάζει με τη συνήθη ηχορύπανση τριαξονικού που βγάζει όταν κοιμάται.
Την απαρχή μιας οξείας αντρικής κραυγής διακόπτουν τρία απανωτά, χτυπήματα, σαν δυνατές γροθιές στο στομάχι. Ο θόρυβος αυτός είχε κάτι το απόκοσμο μέσα του. Έκανε τον σκύλο να τρέξει μακριά και κάθε κυβικό εκατοστό αίματος που ρέει στις φλέβες του Παραλία να παγώσει ακαριαία. Το μούδιασμα της φρίκης διαρρέει από τον εγκέφαλο σε όλο του το σώμα.
Ο εγκέφαλός του ξεκινά να επανακτά τα ηνία του ελέγχου, εκείνα που τα ένστικτα της επιβίωσης, ανέκαθεν πάσχιζαν να σφετεριστούν.
Πρέπει να πάω. Ό,τι κι αν γίνεται, όποιος κι αν είναι αυτός ο τυπάς. Δεν θα εγκαταλείψω τους μπρο και την μπρο μου.
Ψαχουλεύοντας στην κωλότσεπη της βερμούδας, βγάζει τον σουγιά. Ήταν ακόμη λερωμένος με λαδολέμονο από τα ντολμαδάκια. Στο άλλο χέρι κρατά το κινητό του Τ., με τον φακό αναμμένο. Ο θόρυβος από τις σκηνές έχει σταματήσει εντελώς.
Την στιγμή που πάει να κάνει το πρώτο βήμα, μια μπανανόφλουδα πέφτει στο πλακάκι.
Πριν πατήσει το play ήταν εντελώς σίγουρος ότι θα δει την πλάτη του να πλησιάζει στην κάμερα ή την κάμερα να πλησιάζει την πλάτη του.
Το play πατιέται και στα πρώτα πέντε δευτερόλεπτα ο Παραλίας έχει ήδη λιποθυμήσει. Το βίντεο έχει διάρκεια τριών λεπτών και πενήντα επτά ολόκληρων δευτερολέπτων. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να δει τούτο το βίντεο έως το τέλος του.
Το κινητό προσγειώθηκε δίπλα στον αναίσθητο Παραλία. Η οθόνη λάμπει στο φως του ανατέλλοντος φεγγαριού. Το κινητό θα εκτελέσει το καθήκον του ανεξάρτητα με το αν υπάρχουν μάτια να το δουν. Ακριβώς όπως τα πτώματα των τριών νεαρών στο περιεχόμενο του βίντεο. Ούτε μάτια, ούτε γλώσσα, ούτε μύτη, ούτε αυτιά, ούτε ακροδάχτυλα έχουν. Μια αιματοβαμμένη σκηνή με άψυχα σώματα δίχως κανένα αισθητήριο όργανο. Άμορφα κρέατα.
Στην τέταρτη μπανανόφλουδα, η διαδικασία επαναλαμβάνεται με το τέταρτο μέλος της παρέας να έχει ακόμη σφυγμό κι αισθήσεις όσο του αφαιρούνται τα όργανα με τη σειρά που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ένα ολόμαυρο, ζαρωμένο χέρι με γαμψά, κιτρινιασμένα νύχια καλύπτει το στόμα που βογκάει γοερά. Το άλλο χέρι ξεσκίζει με μανία. Ο ρόγχος του όντος αυτού, ξερός κι εκκωφαντικός, διακόπτεται μονάχα από τους φρικαλέους θορύβους του μασουλήματος των οργάνων που αφαιρεί. Τρώει και καταπίνει λαίμαργα, όπως κάνει και η οθόνη όταν ρουφάει σαν δίνη τους θεατές της.
Στην πέμπτη μπανανόφλουδα, έχει ξημερώσει για τα καλά. Η άμμος τσουρουφλίζει οτιδήποτε ακουμπάει στην επιφάνειά της. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη πως σε αυτό το σημείο διανυκτέρευσαν άνθρωποι το προηγούμενο βράδυ.
Μια παρέα νεαρών πλησιάζει. Κουλ τυπάκια με βουτυράτα μάγουλα, καλοξυρισμένα μούσια, και γραμμωμένα μπράτσα, σφιχτά οπίσθια, βραχιόλια και τζίβες. Κάποιοι τους λένε φασέους, κάποιοι άλλοι γκρούβαλους, ενώ άλλοι, απλά ανθρώπους. Η κοπέλα δείχνει το κινητό στη φίλη της και κραυγάζει μ’ ενθουσιασμό:
«Ρε συ κοίτα εκεί!».
«Μοιάζει με κινητό!».
Η κοπέλα πλησιάζει και το σηκώνει στα χέρια της.
«Είναι το καινούργιο iphone! Ουάου δεν θα το πιστέψετε! Είναι και ξεκλείδωτο!»
Μια μπανανόφλουδα πέφτει στο πλακάκι.
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κυριαζόπουλος