Η ζωή δεν είναι βιντεοπαιχνίδι
Είναι ο τελευταίος που έχει απομείνει από την ομάδα του ενάντια σε δύο – μέτριους κατά την άποψή του – παίκτες. Πρέπει να τους σκοτώσει. Είναι ηθική επιταγή του να το κάνει. Το καθήκον ως κομάντο σ’ αυτή την κατάφυτη ζούγκλα. Σιχαίνεται την ιδέα να απογοητεύσει τους συμπαίκτες κι ας τους γνωρίζει μονάχα ως τρομοκράτες ή Αμερικανούς στρατιώτες με ονόματα λιγότερο ή περισσότερο ευφάνταστα από xxxpussyslayerxxx και giannakos99.
«Γαμώ την πουτάνα! Ξεκωλιάρη!», ουρλιάζει, και με τρεμάμενα δάκτυλα σπεύδει να πληκτρολογήσει ευχές για καρκίνους στους αντιπάλους και τις μανάδες τους.
Τότε τα δάχτυλα τραβιούνται από το πληκτρολόγιο και πηγαίνουν στο στόμα, γιατί ακούει βήματα από το κάτω μέρος του σπιτιού. Είναι αχνά, αλλά σίγουρα κατευθύνονται στο δωμάτιό του. Το ξέρει αυτό, όπως γνωρίζει ότι ο οχετός των βρισιών που του αφήνουν οι συμπαίκτες του είναι παρόρμηση της στιγμής, και κατά βάθος, δεν τις εννοούν.
Η πόρτα είναι σχεδόν κλειστή, και πάντα έτσι μένει, μολονότι δεν του έχουν απαγορεύσει, τουλάχιστον ρητά, να την έχει ερμητικά κλειστή. Μάλιστα, τον τελευταίο καιρό, λόγω των «οραμάτων» που βλέπει καμιά φορά ύστερα από πολύωρες συνεδρίες στον υπολογιστή, αφήνει την πόρτα περισσότερο ανοιχτή απ’ ό,τι συνήθως.
Από το ανάλαφρο είδος των βημάτων μπορεί να μαντέψει το πρόσωπο που στέκεται στο κατώφλι του δωματίου. Ευτυχώς είναι η μητέρα του, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να τον ανακουφίσει. Το ότι ανέβηκε αργά τις σκάλες, και παίρνει τον χρόνο της προτού μπουκάρει σαν τυφώνας στο τελευταίο του καταφύγιο, σημαίνει ένα πράγμα: είναι ήρεμη. Αν είχε νεύρα, ή ήταν μπουχτισμένη απ’ τα τόσα πράγματα που έχει αναλάβει για τη δουλειά του μπαμπά, θα του έφτυνε λίγα γαλλικά και θα τον άφηνε στην ησυχία του.
Τώρα, θα προσπαθήσει να του κάνει την κουβέντα.
Το πορτόφυλλο τρίζει, και το μεσημεριανό ανεβαίνει στον λαιμό του σκληρό και ξινό.
«Δεν γίνεται να φωνάζεις έτσι – είναι μεσημέρι. Ο μπαμπάς κοιμάται». Δείχνει να το σκέφτεται. «Γενικά, δεν θα φωνάζεις έτσι στο σπίτι».
«Έχεις δίκιο».
«Πάντα το ίδιο μου λες». Μοιάζει πραγματικά εξουθενωμένη. Ίσως γι’ αυτό η φωνή της κινείται ακόμη στα ήρεμα ντεσιμπέλ.
«Περνάς πάρα πολλές ώρες μπροστά σ’ αυτό το κωλόπραμα».
Ο Γιάννης βλεφαρίζει και νεύει σε συγκατάβαση. Σε αυτή τη φάση, ό,τι και να πει έχει δίκιο – αυτό πρέπει να της δείξει.
«Τι μου κουνάς το κεφάλι ρε Γιάννη; Πότε θα σκεφτείς το μέλλον σου; Οι παλιοί σου συμμαθητές σπουδάζουν ή έχουν τελειώσει. Εσύ τι κάνεις, πέρα από το να ξημεροβραδιάζεσαι εδώ πέρα;».
«Έλεγα να πάω στο γραφείο σταδιοδρομίας του κολεγίου…», λέει κομπιάζοντας.
«Πάλι καλά! Τόσα λεφτά δώσαμε». Αυτό μάλλον την μαλάκωσε. «Μας βλέπεις, εμένα και τον πατέρα σου. Όλη τη μέρα στο γραφείο την περνάμε. Ζωή δεν έχουμε, τίποτα να μην σου λείπει. Υποσχέσου μου, θα πας στο γραφείο, ε καλό μου;».
Ο πατέρας του υπηρέτησε στην πολεμική αεροπορία ως μηχανικός αεροσκαφών. Παράτησε νωρίς τους καραβανάδες για ν΄ ανοίξει δικιά του εταιρεία που κατασκευάζει τζάμια για πιλοτήρια αεροπλάνων της πολιτικής αεροπορίας.
«Ναι, μαμά, θα πάω».
Φεύγει μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά. Κλείνει την πόρτα, αφήνοντας μια χαραμάδα λιγοστών εκατοστών. Άραγε τι θα συμβεί μέσα του αν την κλείσει τελείως, κι επακολούθως, ποια θα είναι η αντίδραση των γονιών του; Ο Γιάννης αναρωτιέται μήπως έχει να κάνει με εκείνο το βράδυ που ο πατέρας του τον είχε πιάσει να καπνίζει στο μπαλκόνι του. Ίσως από τότε να εδραιώθηκε η συνήθεια της οικογένειας Χριστοδούλου ν’ αφήνουν τις πόρτες μισόκλειστες.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία μπρος στη θέα του ογκώδους μασίφ γραφείου και αυτού που στηρίζει. Σήμερα το μενού έχει στρατιώτες ψιλοκομμένους σε ζούγκλα, νησιά, στέπες, και φιόρδ. Ξύπνησε με καλή διάθεση το πρωί, και έχει ένα προαίσθημα ότι σήμερα δεν θα έχει όραμα. Καθώς σπρώχνει την καρέκλα πιο κοντά στο γραφείο, αντιλαμβάνεται έναν σκιώδη όγκο πάνω από το κεφάλι του. Μπορεί να είναι το στεφάνι των ακουστικών, οι φριζαρισμένες του μπούκλες, ή κάποιο παιχνίδι των βλεφάρων.
Ό,τι και να ‘ναι, φεύγει όταν ξεκινά το παιχνίδι.
Την ίδια μέρα πέρασε οκτώ ώρες χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα. Κάποια στιγμή μούδιασε τόσο πολύ ο πισινός του, που ήταν λες και αυτό το κομμάτι είχε εξαφανιστεί, και τα πόδια του έφταναν μονοκόμματα έως τον κορμό.
Παρ’ όλα αυτά αισθάνεται απίστευτα περήφανος. Απέχει ελάχιστους πόντους από την χιλιάδα με τους καλύτερους παίκτες του κόσμου. Δεν υπήρχε συμπαίκτης που να μην τον παίνευσε για τις κινήσεις του. Σαν φίδι ελισσόταν ανάμεσα σε χόρτα, δέντρα, βράχους, ξεκάνοντας τον έναν αντίπαλο μετά το άλλο.
Πέφτει νωρίς για ύπνο, δηλαδή στις δύο, δεδομένου ότι το επόμενο πρωί έχει αυτή την υποχρέωση να συρθεί ως το γραφείο σταδιοδρομίας. Καθόλου δεν θέλει να πάει, ούτε βρίσκει λόγο, εφόσον κανένα απ’ τα επαγγέλματα που μπορεί να σκεφτεί δεν του γεμίζει το μάτι. Θα το κάνει μόνο και μόνο για να σημειωθεί στα πρακτικά η προσπάθεια.
Ξαπλωμένος στο μαλακό σαν σύννεφο κρεβάτι που κοιμάται από παιδί, αναλογίζεται την σχετικότητα του χρόνου. Τι σχέση έχει το αργόσυρτο οκτάωρο της εργασίας με εκείνο μπροστά στην οθόνη του, αυτό που κυλά εν ριπή οφθαλμού.
Το κεφάλι του είναι καζάνι, και τα βλέφαρά του βαραίνουν σαν θυρόφυλλα μεταλλικής μπουκαπόρτας. Ένα, δύο τρία, τέσσερα προβατάκια… τα φωσφοριζέ αστέρια στο ταβάνι του δωματίου ξεθωριάζουν, και γι’ αυτές τις λίγες ώρες η ύπαρξη με το παραλυτικό της βάρος προσκρούει στο αδιαπέραστο τείχος του ύπνου.
Τον ξύπνησε ένας πάταγος. Φαίνεται να προήλθε από το κάτω μέρος του σπιτιού. Το ψηφιακό ρολόι στο κομοδίνο δείχνει 3.33 π.μ. Η πρώτη του σκέψη είναι πως μπήκαν κλέφτες στο σπίτι και η αμέσως επόμενη το παλιό υπηρεσιακό πιστόλι του μπαμπά του. Το κρατάει φυλαγμένο σ’ ένα μικρό χρηματοκιβώτιο, στο δωμάτιό του.
Εν αγνοία του μπαμπά, ο Γιάννης γνωρίζει τον κωδικό. Μια μέρα η μαμά του τον είχε αγγαρέψει να τη βοηθήσει με τις δουλειές του σπιτιού. Εκεί που ξεσκόνιζε το γραφείο του μπαμπά, βρήκε μέσα σε μία από τις ατζέντες του ένα χαρτάκι μ’ ένα τετραψήφιο νούμερο. Όταν το δοκίμασε στο χρηματοκιβώτιο, αποδείχτηκε πως ήταν ο κωδικός.
Εν πάση περιπτώσει, η πραγματικότητα δεν είναι βιντεοπαιχνίδι – ο Γιάννης το γνωρίζει αυτό, παρά τον χρόνο που περνά ακροβατώντας μεταξύ των δύο κόσμων. Εξάλλου, για να πάρει το όπλο, θα πρέπει αναγκαστικά να ξυπνήσει τους γονείς του, κάτι που θα έκανε ούτως ή άλλως, αν δεν έβλεπε ακατάσχετη φωτοχυσία από την σχισμή της εσωτερικής σκάλας.
Οι κλέφτες δεν ανάβουν φώτα, σκέφτηκε.
Χαλαρότερος πια, κατεβαίνει τις σκάλες για να κλείσει τα φώτα, αποδίδοντας τον θόρυβο στην πτώση κάποιου ογκώδους βιβλίου. Πράγματι τα παλιά βιβλία του μπαμπά φέρνουν σε τούβλα, κι όποτε τα χρησιμοποιεί, μετά τα καταχωνιάζει όπως-όπως στη βιβλιοθήκη του σαλονιού.
Τα πόδια του πατούν γυμνά στο μάρμαρο των σκαλοπατιών. Από την τρομάρα του δεν σκέφτηκε να φορέσει παντόφλες ούτε να ρίξει κάτι πιο χοντρό πάνω του. Τσουτσουριάζει απ’ την κορφή ως τα νύχια, κι αυτό του προκαλεί περισσότερο χασμουρητό. Φτάνοντας στο πλατύσκαλο αντικρίζει την γνώριμη εικόνα του χολ και του προθάλαμου με τη συστοιχία φυτών εσωτερικού χώρου και τα κάδρα ΙΚΕΑ. Η εξώπορτα παραμένει κλειδωμένη μαζί με σύρτη, και ο συναγερμός φαίνεται ενεργοποιημένος.
Όλα τα φώτα είναι ανοιχτά, σαν να περιμένουν κόσμο. Ρίχνει μια προληπτική ματιά γεμάτη τσίμπλα στην κουζίνα και το σαλόνι. Σβήνει τα φώτα και ανεβαίνει πάνω. Παραξενεύτηκε όταν δεν βρήκε πεσμένο βιβλίο, αλλά επέλεξε συνειδητά να μην δώσει παραπάνω έκταση εφόσον όλα έδειχναν φυσιολογικά.
Η πόρτα του δωματίου του είναι σχεδόν κλειστή, και επικρατεί σκοτάδι ενώ θυμάται πως άφησε τα φώτα ανοιχτά. Η μνήμη του δεν τον απατά, κι όμως είναι έτοιμος να σπρώξει την πόρτα όταν αντιλαμβάνεται κίνηση. Το αίμα παγώνει στις φλέβες του. Από την σχισμή βλέπει κάτι να σαλεύει, κάτι ακόμη πιο σκούρο κι από την μαυρίλα του δωματίου. Σκυλί, γατί δεν έχει, ευτυχώς ούτε αδέρφια, άρα θα είναι κάποιο απ’ τα οράματά του. Ώρα που είναι όμως, δεν θα κάτσει να το μάθει. Τρέχει πάραυτα στο δωμάτιο των γονιών του.
Παιδί δεν είναι πια, για να πλαγιάσει ανάμεσά τους, αλλά και να ήθελε, είναι πρακτικά αδύνατο γιατί κοιμούνται σε διαφορετικά κρεβάτια. Έτσι, νυχοπατώντας, ξαπλώνει στο χαλάκι δίπλα στο μπουντουάρ της μαμάς. Δεν έχει καμία σχέση με το κρεβάτι του, φυσικά. Είναι σκληρά, κρυώνει, και οι τρίχες του χαλιού του προκαλούν φαγούρα. Η ατμόσφαιρα είναι πνιγηρή απ’ την κλεισούρα, τον ιδρώτα και την γλυκερή οσμή των χνώτων. Ο μπαμπάς ροχαλίζει σαν τρακτέρ, και η μαμά στην άλλη άκρη του δωματίου, είναι με γυρισμένη την πλάτη έχοντας το κεφάλι καλυμμένο μ’ ένα δεύτερο μαξιλάρι.
Αυτοί είναι οι γονείς του, και τούτη την αλλόκοτη νύχτα, τον κάνουν να νιώθει ασφαλής.
Κάποια στιγμή, αρκετά νωρίς το πρωί τους άκουσε να σηκώνονται, και να εκτελούν αυτό που μάλλον ήταν η καθημερινή τους ρουτίνα. Κουβέντα δεν αντάλλαξαν μεταξύ τους, ούτε καν για να σχολιάσουν τη νέα προσθήκη στο δωμάτιο. Εξάλλου δεν είναι δα και η πρώτη φορά που ο Γιάννης ξενοκοιμάται.
Ξύπνησε πιασμένος, έχοντας ξεκουραστεί ελάχιστα έως καθόλου. Πέρα από άβολο, έκανε ελαφρύ ύπνο που έβριθε από εφιάλτες και αλαφιασμένα ξυπνήματα. Σαν να μην έφταναν αυτά, κάθε φορά που ξυπνούσε, δεν θυμόταν ότι κοιμόταν στο δωμάτιο των γονιών. Απείχε ελάχιστα απ’ το να ουρλιάξει, παρεξηγώντας τα ακίνητα σώματά τους για ξένες παρουσίες.
Έχει μία ώρα μέχρι το ραντεβού του στο γραφείο σταδιοδρομίας. Το σχολείο βρίσκεται στην Κηφισιά σε απόσταση περπατήματος από το σπίτι τους, αλλά η μαμά του έδωσε το αμάξι της για την ημέρα, ως παραπάνω κίνητρο για να τηρήσει την υπόσχεσή του. Ο μόνος λόγος που τον κρατάει απ’ το να κάτσει ένα μισαωράκι στον υπολογιστή είναι πως δεν θέλει να δει πέρα από τους είκοσι πόντους που του επιτρέπει η χαραμάδα. Φτιάχνει έναν γλυκό φραπέ με ζαχαρούχο γάλα, και ξεκινά για το σχολείο.
Η συνάντηση με την ειδική για τα θέματα σταδιοδρομίας τσούλησε κρέμα, όπως λέει ο μπαμπάς. Θυμόταν τον Γιάννη Χριστοδούλου και μάλιστα, χάρηκε πολύ που τον είδε. Κι εκείνος την θυμόταν – όχι πως μπορούσε να την ξεχάσει ποτέ. Φοράει ακόμη κολλητές φούστες, ψηλοτάκουνα, κι έχει τα ξανθά μαλλιά της πιασμένα σε σφιχτό κότσο.
Η κυρία Στέλλα, ήταν μία από τις δεκάδες κυρίες που κρατούσαν τον έφηβο Γιάννη στο μπάνιο για αδικαιολόγητα μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ίσως αργότερα φρεσκάρει τις αναμνήσεις του, κάνοντας μια νοσταλγική αναδρομή στο παρελθόν.
Συμπλήρωσε ένα εκτενές ερωτηματολόγιο, έκαναν μαζί το τεστ επαγγελματικού προσανατολισμού κατά το οποίο πάσχιζε να κοιτάει την οθόνη και όχι το ντεκολτέ. Κατόπιν συζήτησαν για περίπου μία ώρα στο γραφείο της κυρίας Στέλλας για τα αποτελέσματα του τεστ. Την φλόμωσε στο ψέμα, λέγοντας ότι οι φιλοδοξίες του ταίριαζαν απόλυτα στο συμπέρασμα του προγράμματος. Σύμφωνα δε με αυτό, η κλίση του Γιάννη του εντοπίζεται στα αεροσκάφη και τη λειτουργία τους, πράγμα απίθανο, αφού έχει μάθει να σιχαίνεται τη συγκεκριμένη δουλειά από τον τρόπο που μιλά γι’ αυτή ο μπαμπάς.
Ο δρόμος για το σπίτι αποδεικνύεται πιο σύντομος απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Η θεωρία της σχετικότητας του χρόνου γίνεται πράξη γι’ ακόμη μια φορά. Σύννεφα σκέψεων πλανιούνται στο δερμάτινο σαλόνι του υβριδικού SUV. Θρυμματίζονται και συσσωματώνονται ξανά, όπως στον ουρανό μιας φθινοπωρινής μέρας. Τα φανάρια ανάβουν κόκκινα και πράσινα χωρίς να τ’ αντιλαμβάνεται, σταματάει όποτε πρέπει να σταματήσει και παίρνει την σωστή στροφή επειδή είναι αποθηκευμένη στη μηχανική μνήμη. Αναλογίζεται τα χρόνια του στο κολέγιο. Οι παρέες που δεν καρποφόρησαν, οι έρωτες που δεν άνθισαν, τα όνειρα που δεν έσπειρε.
Πόσες επισκέψεις σε κυρίες Στέλλες χρειάζονται για να θελήσει έστω και το παραμικρό πράγμα στη ζωή του;
Τα σύννεφα διαλύονται μεμιάς. Ο Γιάννης ταλαντεύεται σαν εκκρεμές μέχρι το σημείο που κοκκαλώνει η ζώνη. Μέσα στην θολούρα του δεν είδε το μπροστινό αμάξι. Τον λούζει κρύος ιδρώτας και η καρδιά του βροντοχτυπά. Είναι ένα λευκό SUV, και ο οδηγός του δεν έχει κατέβει ακόμη. Σιγά-σιγά συνέρχεται. Δεν έτρεχε και κρίνοντας από το ανεπαίσθητο τράνταγμα, μάλλον πρόκειται για βαθούλωμα και τίποτα περισσότερο. Ούτως ή άλλως θα το καλύψει η μικτή ασφάλεια, σκέφτεται σ’ ένα πνεύμα ψυχραιμίας.
Ο οδηγός βγαίνει επιτέλους από το αμάξι, και ο Γιάννης μένει παγωτό. Είναι ο τελευταίος άνθρωπος που ήθελε να τρακάρει. Αυτός που βαδίζει προς το αμάξι του είναι ο βασικός τραμπούκος του στο κολέγιο. Ασυναίσθητα μαζεύει το σβέρκο, αναμένοντας τη σφαλιάρα.
«Γεια σου Ντίλαν».
«Γιάννη εσύ;». Περίεργο… Ο Ντίλαν δεν τον φώναζε ποτέ Γιάννη. Πάντα άλλαζε ονόματα, μέχρι να καταλήξει στο Άρης, από το σπυριάρης.
«Ναι εγώ είμαι», λέει, δίνοντας τεράστια μάχη για να χαμογελάσει. «Συγνώμη, ήμουν αφηρημένος. Σε χτύπησα πολύ;».
«Φιλαράκι, μην ανησυχείς, δεν φαίνεται σοβαρό». Στερεώνει τους αγκώνες του στην πόρτα του αμαξιού. Έχει τσιγάρο στο στόμα, και ο καπνός καίει τα ρουθούνια του Γιάννη, ενώ οι στάχτες πέφτουν μέσα, στο φρεσκοπλυμένο πατάκι. «Τι κάνεις κατά τ’ άλλα;»
«Εδώ μωρέ τα ίδια».
«Δικό σου το μωρό;», λέει γλείφοντας τα χείλη, και προφανώς, εννοώντας το αμάξι αφού δεν υπήρχε και ούτε είχε υπάρξει ποτέ άλλο μωρό.
«Ε… περίπου».
«Το κουκλί που τράκαρες, μου το πήρε ο πατέρας μου δώρο όταν έκλεισα την πρώτη μου δουλειά ως αρχιτέκτονας».
«Ωραία», λέει ξεροκαταπίνοντας.
Ο Ντίλαν ξύνει το πιγούνι του. Είναι τετραγωνισμένο, τόσο-όσο αξύριστο, βγαλμένο από το εργοστάσιο για τέλεια πιγούνια. «Το βράδυ θα βρεθούμε με κάτι φιλαράκια. Θα σ’ ενδιέφερε;».
Με τίποτα, αλλά δεν του πάει η καρδιά να του πει όχι στα μούτρα, όταν για πρώτη φορά είναι καλός μαζί του.
«Για πού λέτε;».
«Λέγε ρε, θα σ’ ενδιέφερε;».
«Εξαρτάται από… Ναι… Ίσως;».
«Έκλεισε!», λέει χτυπώντας την οροφή του Γιάννη.
Ο Γιάννης κόμπιασε.
«Εννιά το βράδυ στην σπηλιά Νταβέλη. Φέρε τίποτα να παίξουμε».
«Στην σπηλιά Νταβέλη; Βραδιάτικα; Γιατί να–».
Ο Ντίλαν απομακρύνεται απ’ το παράθυρο. «Φιλαράκι βιάζομαι. Θα τα πούμε πάνω, ε; Μην μας στήσεις».
«Ντίλαν περίμενε! Ποια φιλαράκια; Δεν είναι επικίνδυνα στην σπηλιά, τέτοια ώρα;». Όμως ο Ντίλαν έχει ήδη μπει στο αμάξι. «Τι να φέρω;», φώναξε. Το μωρό ξεκινά, και ο Ντίλαν γίνεται καπνός. «Πώς έμπλεξα έτσι…», μουρμουρίζει.
Ούτε που πρόλαβε να του δώσει τα στοιχεία της ασφάλειας.
Η υπόλοιπη μέρα κυλά μουντά και με μια ζοφερή ανυπομονησία. Δεν έχει όρεξη να φάει, να κοιμηθεί – παρά την κούραση, ούτε καν να παίξει στον υπολογιστή. Χαζεύει στην τηλεόραση ανούσια προγράμματα, περιμένοντας τους δείκτες του ρολογιού να δείξουν οκτώ.
Τώρα δεσμεύτηκε, κι αν έχει κληρονομήσει κάτι θετικό από τους γονείς του, είναι η αξιοπιστία. Αν ο Χριστοδούλου πει ναι, το όχι εξαφανίζεται από τα λεξικά. Τουλάχιστον έχει αποφασίσει τι θα πάρει μαζί του για να παίξουν. Είναι αρκετά σίγουρος πως θα το λατρέψουν ο Ντίλαν και τα «φιλαράκια» του.
Προτιμά να μην σκέφτεται τη διαδρομή, τη νυχτερινή πορεία στο βουνό, τις σκιές υπό το φεγγαρόφως, και τα δυνητικά οράματα που παραμονεύουν μέσα τους.
Για να είμαστε ακριβείς τρέμει την ιδέα, αλλά το ναι είναι ναι, κι ας ξεκίνησε από όχι.
Ο Γιάννης ξεφύσησε. «Μια βόλτα στη φύση. Δες το έτσι».
Έχοντας δανειστεί τον στρατιωτικό φακό του μπαμπά, δεν υπάρχει σκιά που να μη λιώνει υπό την εκτυφλωτική δέσμη. Λόγω εγγύτητας στο σπίτι του, έχει επισκεφτεί κάμποσες φορές την σπηλιά Νταβέλη, αλλά πάντα μέρα. Ποτέ δεν κυκλοφορεί βράδυ στην Πεντέλη, πόσο μάλλον μόνος. Δεν είναι ότι πιστεύει τους αστικούς μύθους σχετικά με την σπηλιά. Ούτε όμως μπορεί ν’ αρνηθεί την παράξενη ενέργεια που έχει το βουνό. Φαλακρό και αφιλόξενο από τις πυρκαγιές, με εγκαταλελειμμένα κτίσματα εδώ και εκεί, μυστικιστικά γκράφιτι στο εσωτερικό τους, και μια σπηλιά που αφήνοντας απ’ έξω τις θεωρίες, προκαλεί δέος μόνο και μόνο στο μάτι.
Και πράγματι το αντιλαμβάνεται, όταν φτάνει στο πλάτωμα που στην άλλη του άκρη βρίσκεται η είσοδος της σπηλιάς. Έχει ξεχάσει πόσο τεράστιο είναι το άνοιγμά της. Μπορεί να χωράει και αεροπλανοφόρο εκεί μέσα, σκέφτεται. Μονάχα μια αχνή φλοίδα ημίφωτος σπάει το πίσσα μαύρο της τρύπας, που μοιάζει να οδηγεί στα έγκατα της Γης. Η φτωχή λάμψη τρεμοπαίζει, και ο Γιάννης, υποθέτει πως ο Ντίλαν και τα φιλαράκια έχουν ανάψει φωτιά. Δεν ακούγεται κακή ιδέα, μιας και το κρύο έγινε ξαφνικά τσουχτερό.
Πλησιάζοντας στο αβυσσαλέο στόμα που χάσκει, η μυρωδιά καμένου ξύλου επαληθεύει την υποψία του. Στοχεύει με τον φακό το εκκλησάκι που βρίσκεται ενσωματωμένο στην δεξιά άκρη του στόματος. Οι θύρες του δείχνουν ερμητικά κλειστές.
Προς κακή του τύχη, πρέπει να προχωρήσει κι άλλο μέσα στο τούνελ της κολάσεως, προς την πηγή της φασαρίας. Ξεφωνίζουν και γελούν ακατάσχετα. Οι φωνές αντηχούν διαπεραστικές στ’ αυτιά του, λες και το ίδιο το τούνελ αποτελεί ένα πελώριο ηχείο.
Κατεβαίνει το μονοπάτι με προσοχή. Η δέσμη του φακού προπορεύεται, φωτίζοντας τα επικίνδυνα σημεία. Η υγρασία σ’ αυτό το μέρος κάνει την λειασμένη απ’ τα πατήματα πέτρα να γλιστρά σαν πάγος.
Το μονοπάτι τον οδηγεί σ’ ένα σημείο που μοιάζει με εξώστη. Η άκρη του περιβάλλεται από κάγκελα. Ο Γιάννης παρατηρεί πόσο μικροσκοπικοί φαίνονται οι πέντε άνθρωποι με την φωτίτσα τους. Η πενιχρή της λάμψη φτάνει μόνο ορισμένα εξογκώματα στο ταβάνι, βάφοντάς τα πορτοκαλιά. Πράγματι χωράει αεροπλανοφόρο εκεί μέσα.
Ο σαματάς κορυφώνεται όταν αντιλαμβάνονται την παρουσία του. Ιαχές και πανηγυρισμοί σάμπως κέρδισε η αγαπημένη τους ομάδα. Αν δεν τον έπαιρναν χαμπάρι, θα έφευγε, λέγοντας πως κράτησε καθαρό το κούτελο των Χριστοδούλου. Τώρα, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να κατέβει εκεί κάτω. Αυτό είναι το καθήκον του να κάνει, και μετά μπορεί να φύγει.
«Καλώς τονε κι ας άργησε», λέει ο Ντίλαν.
Μόνο που δεν άργησε, γιατί οι γονείς του κληροδότησαν επίσης αυτή την αυστηρή, την άκαμπτη τυπικότητα στα ραντεβού. Αν ο Χριστοδούλου πει…
«Είμαι στην ώρα μου».
«Πολύ σοβαρός είναι αυτός ρε!», λέει ο διπλανός του Ντίλαν.
«Έτσι σαν το αγγούρι θα στέκεσαι; Κάτσε ρε μαλάκα!».
Ο Γιάννης κάθεται απρόθυμα στην πέτρα που του έδειξε ο Ντίλαν. Αφήνει το σακίδιο να πέσει στο πλάι.
«Από εδώ ο Άρης», λέει κλείνοντας το μάτι στον Γιάννη. Πολύ κράτησε η καλοσύνη του. «Ο πιο αστείος απ’ όλους τους σπασίκλες». Οι υπόλοιποι ξεκαρδίζονται. Δεν τους αναγνωρίζει ως πρόσωπα απ’ το σχολείο του. Όμως κι αυτοί ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τον Ντίλαν. Επιμελώς αξύριστοι, με άρτια χαρακτηριστικά, κατά λάθος μοντέλα, που μόνο με την ομορφιά τους μπορούν να αποκτήσουν ό,τι θελήσουν. Ο Γιάννης δεν είναι πια παιδί. Γελάει κι αυτός, αυτοσαρκαζόμενος. Αν και το δικό του γέλιο αντηχεί σαν κλάμα.
«Πήδαγες στο λύκειο;», του λέει το ένα μοντέλο.
Ο Γιάννης του δείχνει την ανοιχτή του παλάμη σαν να τον μουτζώνει, κι εκείνος αμέσως σοβαρεύει. Ύστερα σχηματίζει ένα κουλούρι με τον δείκτη και τον αντίχειρα. Η ομήγυρη ξεσπάει σε γέλια.
Ο Ντίλαν ανάβει ένα στενόμακρο τσιγάρο. Τραβάει δύο καλές ρουφηξιές και το προτείνει στον Γιάννη.
«Φιλαράκι, σου αξίζει να είσαι ο δεύτερος. Μας κάνεις και γελάμε».
Ο Γιάννης ξέρει τι είναι, αν και δεν έχει δοκιμάσει ποτέ του. Στην αρχή διστάζει, αλλά είναι αμαρτία ν’ αρνηθεί, πετώντας ουσιαστικά στα σκουπίδια τέτοια πρωτοφανή επιδοκιμασία από τον πιο κουλ τύπο στο σχολείο.
Βάζει το μακρινάρι στο στόμα του, μην ξέροντας πώς να το κρατήσει χωρίς να φαίνεται γελοίος. Πιτσιρικάς όταν ήταν, η μαμά του συνήθιζε να φτιάχνει ρυζόγαλο τις Κυριακές. Ο μικρός Γιάννης έβαζε τα ξύλα κανέλλας στο στόμα του και προσποιούταν πως κάπνιζε. Έτσι και τώρα. Ρουφάει και κατεβάζει τον καπνό σαν να είναι ρυζόγαλο. Έχει μια απαίσια γεύση χορταριού, που του καίει την γλώσσα και τον ουρανίσκο. Βήχει, πνιγόμενος στον φαρμακερό αέρα που εισέρχεται στα πνευμόνια του.
Περιέργως, ο Ντίλαν και η παρέα του ούτε που χαμογελούν με την κωμωδία που εκτυλίσσεται μπροστά τους, παρά καθηλώνονται στις θέσεις τους με τα μάτια στυλωμένα πάνω του, σαν να τον περιμένουν να τελειώσει, σαν να περιμένουν κάτι τέλος πάντων. Η φωτιά σιγοκαίει, και οι καχεκτικές ερυθροκίτρινες λωρίδες της κάνουν έναν ύστατο χορό, παρακαλώντας για καύσιμα.
«Όλα καλά;», ρωτάει ο Γιάννης.
Μόνο η φωτιά απαντά.
Σκιές κινούνται αυτόβουλα στις γωνίες των προσώπων τους. Ταυτόχρονα, πέρα από τα όρια του φωτεινού κύκλου, το σκοτάδι ανακατεύεται. Άμορφες φιγούρες ανασαλεύουν τις πηχτές στρώσεις του.
Ξάφνου η παρέα ξεσπάει σε γέλια – δυνατότερα από κάθε άλλη φορά. Βήχουν και δακρύζουν, βαστώντας τα πλευρά τους. Οι λαρυγγισμοί τους αντιλαλούν και γυρίζουν πίσω διαφορετικοί, παραμορφωμένοι, σαν να προέρχονται από άλλο στόμα στα βάθη τούτου του κοιλώματος της Γης.
Ο Γιάννης ανακάθεται στην πέτρα. «Παιδιά, το βλέπετε αυτό;». Δείχνει πίσω από την παρέα, πίσω από τις πλάτες τους.
«Ποιο;», λένε, γυρνώντας ανάμεσα στα γέλια τους.
«Μαλάκα, ο φίλος σου την άκουσε».
«Ο κατουρημένος Αλβανός σου φταίει», απαντά ο Ντίλαν χαχανίζοντας.
«Πενήντα ευρώ το γραμμάριο γι’ Αλβανό;».
«Ω ρε, κοίτα! », λέει σκουντώντας τον διπλανό του.
Ο Γιάννης χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. Θέλει να κάνει εμετό, ενώ αισθάνεται σάλια να στάζουν απ’ τα χείλη του. Οι μορφές του Ντίλαν και των φίλων χάνουν τα χαρακτηριστικά τους. Τα πρόσωπά τους λιώνουν. Κομμάτια ξεκολλούν, λες και αποτελούνται από τυριά που δεν αντέχουν την θέρμη της φωτιάς. Πρώτα τα μάτια, μετά η μύτη, το στόμα.
Πετάγεται όρθιος. «Τι σκατά έχετε πάθει; Τι έχουν τα πρόσωπά σας; Είστε… είστε εντάξει;».
Ακούει τα γέλια τους σε μια επανάληψη που δεν λέει να σταματήσει.
«Ρε λες να βλέπει κάποιο όραμα;». Ο Ντίλαν και τα φιλαράκια, ψιθυρίζουν μεταξύ τους.
«Τι λέτε;», φωνάζει ο Γιάννης. Το κεφάλι του πάει να σπάσει. Μετά βίας κρατιέται όρθιος.
Ο Ντίλαν κατανεύει για κάτι που προφανώς συνεννοήθηκαν, και χασκογελάει. Βγάζει κάτι από την τσέπη του.
Εν τω μεταξύ οι φιγούρες από πίσω τους αποκτούν σχήμα – γίνονται ανθρωπόμορφες. Ο Γιάννης παγώνει. Είναι αδύνατο ν’ αντιδράσει, σαν γάτα που βλέπει το αμάξι να έρχεται καταπάνω της. Ακούει έναν ψίθυρο:
Μην τους αφήσεις…
Ο Ντίλαν ξεδιπλώνει έναν σουγιά. Πλησιάζει τον Γιάννη, με την αιχμή της λεπίδας να τον σημαδεύει.
«Τι… Τι κάνεις εκεί;», μουρμουρίζει ο Γιάννης.
«Είσαι ο Εκλεκτός, Άρη. Το ένιωσα όταν με τράκαρες το πρωί», λέει ο Ντίλαν και κοιτάει τους φίλους του. Εκείνοι, εκστασιασμένοι, νεύουν να συνεχίσει. «Η προφητεία το λέει, όχι εγώ». Καθαρίζει τον λαιμό του. «Αυτός που βλέπει οράματα, θα παρουσιαστεί οικειοθελώς στις εννιά το βράδυ, όταν θα έχει πανσέληνο, στον χώρο λατρείας του…».
«…Του Εωσφόρου», συμπληρώνει ένας.
«Του Εωσφόρου. Αυτός, ο Εκλεκτός, θα είναι ο αμνός που το αίμα του θα χυθεί στον… βωμό του».
Ο Ντίλαν τον ζυγώνει κι άλλο. Ο σουγιάς είναι στραμμένος στην καρδιά του.
Μην τους αφήσεις…
«Φτάνει», φωνάζει. Ο στρόβιλος των χρωμάτων που έβλεπε καθαρίζει μονομιάς.
Ο Ντίλαν τον χαζεύει αποσβολωμένος.
Επιτέλους όλα βγάζουν αψεγάδιαστο νόημα. Από τότε που θυμάται, ζει κάτω από τη σκιά άλλων, πιο ώριμων, πιο ισχυρών, πιο τέλειων και τετραγωνισμένων, πιο κουλ απ’ ό,τι εκείνος.
Ο Γιάννης το ένα, ο Γιάννης το άλλο. Δεν έχει φιλοδοξίες· μόνο ο υπολογιστής του αρέσει. Να πάει σε σύμβουλο σταδιοδρομίας. Έχει σπυριά και σιδεράκια, ας γίνει το κλοτσοσκούφι του καθενός. Βλέπει οράματα, να πάει σε ψυχίατρο. Τι άλλο είναι τα οράματα πέρα από τη συνείδησή του που του φωνάζει: ξύπνα!
«Εγώ έχω τον έλεγχο της μοίρας μου. Κανένας δεν θα μου πει τι θα κάνω».
Από το σακίδιο βγάζει το παιχνίδι που του ζητήθηκε να φέρει. Δεν περίμενε να εξελιχθεί έτσι, όμως λίγα είναι τα παιχνίδια που παίζονται μόνο με έναν τρόπο.
Αμέσως ο Ντίλαν κατεβάζει τον σουγιά. «Πιστόλι είναι αυτό που κρατάει;», ψιθυρίζει κάποιος από πίσω του.
«Γιάννη, μια πλάκα κάναμε, εντάξει;».
«Η πλάκα σας, η φυλακή μου».
Ο Γιάννης υψώνει το παιχνίδι ανάμεσα στα μάτια του Ντίλαν. Ο σουγιάς πέφτει στο πέτρινο έδαφος με μία κλαγγή. Οι από πίσω έχουν κολλήσει ο ένας πάνω στον άλλο. Σκουντιούνται και μουρμουρίζουν βρισιές, ή προσευχές.
«Φιλαράκι ξεκόλλα. Δεν είχαμε κανένα σκοπό να σου κάνουμε κακό», φωνάζει ο Ντίλαν.
«Ναι! Άκουσέ τον! Κανένα!».
«Όμως το κάνατε…».
Ο Ντίλαν κουνάει πέρα δώθε το κεφάλι του. Προφανώς, δεν καταλαβαίνει γρι. Και πού να καταλάβει…
«Έχω δικαίωμα στην αυτοπροστασία. Είμαι στρατιώτης. Είναι καθήκον μου».
Το παιχνίδι ξεκίνησε. Ο πρώτος κρότος ηχεί εκκωφαντικός, κάνοντας τ’ αυτιά του Γιάννη να βουλώσουν μετά το σφύριγμα. Οι άλλοι τέσσερις ουρλιάζουν. Όχι πως τους ακούει, απ’ τα στόματα το καταλαβαίνει. Οι επόμενοι τέσσερις κρότοι έρχονται υπόκωφοι. Είναι εύκολο να τους πετύχει μιας και είναι μαζεμένοι σε μπουλούκι. Ύστερα άλλος ένας γι’ αυτόν που σέρνεται σαν το φίδι. Η χαριστική βολή.
Τον τελευταίο κρότο δεν τον ακούει καν.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι καθαρά συμπτωματική.
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κυριαζόπουλος
Αν σας άρεσε το κείμενο, μην ξεχάσετε να αφήσετε σχόλιο ή να το μοιραστείτε.