Η ουρά
Ακόμη και τώρα, αδυνατώ ν’ ανακαλέσω για ποιο λόγο στήθηκα εξαρχής σ’ εκείνη την ουρά. Πιστεύω, με όση αντικειμενικότητα χωράει εδώ, ότι έχω σώας τας φρένας και δεν πάσχω από κάποιο σύνδρομο παροδικής αμνησίας – ανίατο και με ιαπωνικό όνομα.
Αντιθέτως, και για κακή μου τύχη, θυμάμαι τα πάντα πριν και μετά την ουρά. Για το πριν, δεν χρειάζεται να πω τίποτα. Το όνομά μου, η μόρφωση, η επαγγελματική μου ιδιότητα, το χρώμα των ματιών, το οικογενειακό ιστορικό, είναι αδιάφορης σημασίας. Η ταυτότητά μου εν γένει, δεν έπαιξε κανένα ουσιαστικό ρόλο, αφού ουδέποτε μαθεύτηκε απ’ οποιονδήποτε.
Να το πω απλά, ήμουν ένας άμορφος σπόνδυλος από τους εκατοντάδες που απάρτιζαν αυτή την ουρά της παραφροσύνης.
Όπως προείπα, μου είναι άγνωστος ο λόγος που έπρεπε να παρουσιαστώ σ’ εκείνο το μέρος τη 15η του Μαΐου. Ξύπνησα τα χαράματα, έφαγα πρωινό, βούρτσισα τα δόντια μου, έφτιαξα καφέ τον οποίο ήπια μονορούφι, καθότι ήθελα να είμαι εκεί πριν τις 7. Δεν ήμουν υποχρεωμένος να παρουσιαστώ αυτή την ώρα, όμως όφειλα να είμαι εκεί νωρίτερα από το προβλεπόμενο, μπας και τελειώσω μια ώρα αρχύτερα ό,τι στην ευχή έπρεπε να τελειώσω.
Το μέρος αυτό, βρισκόταν στα περίχωρα της πόλης όπου ζω. Πήγα ως εκεί με το τρένο, και το ταξίδι ήταν ανυπόφορο. Είχα κακή διάθεση και πονοκέφαλο. Νύσταζα σαν να με είχαν ναρκώσει και ο ύπνος δεν έλεγε να με πάρει, παρότι το βαγόνι είχε την ιδανική θερμοκρασία και ήταν άδειο από κόσμο. Μια εσώτερη ταραχή μου προξενούσε υπερένταση.
Το τρένο με άφησε έξω από μία αχανή έκταση άγνωστη σε μένα, καλυμμένη με δέντρα και περιφραγμένες εγκαταστάσεις. Περιεργάστηκα τον χώρο προτού ξεκινήσω για τον προορισμό μου. Κοντοστάθηκα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο γηπεδάκι ποδοσφαίρου. Είχαν μπαλώσει μία τρύπα στο συρματόπλεγμα με περισσότερο συρματόπλεγμα. Μου έκανε εντύπωση. Δεν μπορούσα ν’ αποφασίσω αν μου θύμισε την παιδική μου ηλικία ή το τέλος της.
Έχωσα τα χέρια στις τσέπες κι ακολούθησα το κύριο μονοπάτι προς το κέντρο της έκτασης.
Δεν πρέπει να περπάτησα για 10 λεπτά, όταν η ψυχή μου μαύρισε αντικρίζοντας την κοσμοσυρροή. Κάλυψα τα τελευταία μέτρα τροχάδην, να προλάβω μια αξιοπρεπή θέση στη σειρά.
Έφτασα ασθμαίνοντας, και πίσω μου, η ουρά συνέχιζε ν’ αποκτά καινούργια μέλη ερχόμενα από διαφορετικά μονοπάτια.
Με πρόχειρους υπολογισμούς, μέτρησα γύρω στα 100 με 150 άτομα μπροστά μου. Όσοι δεν κάπνιζαν, περιφέρονταν νευρικά γύρω από τις θέσεις τους. Κάθε τόσο τέντωναν τους λαιμούς τους, κοιτάζοντας προς την κεφαλή της ουράς. Από τη θέση μου, μπορούσα να διακρίνω μία μεταλλική πύλη και τρεις μαυροφορεμένους φρουρούς να τη φυλούν. Στ’ αριστερά μου απλωνόταν ένας τσιμεντένιος φράκτης δυο φορές το ύψος μου με αγκαθωτό σύρμα στην κορυφή του.
Ρώτησα τον μπροστινό αν είχαν αφήσει κάποιον να μπει. Είχε ηλιοκαμένο πρόσωπο, σαρκώδη χείλη, και κάπνιζε κάτι βιομηχανικά τσιγάρα που βρομοκοπούσαν. Μου απάντησε πως κανονικά, οι πύλες ανοίγουν στις 8.30 και καλό θα ήταν ν’ ακυρώσω οτιδήποτε είχα κανονισμένο στο πρόγραμμά μου, διότι η διαδικασία θα κρατούσε μέχρι αργά. Εγώ φυσικά το περίμενα, γι’ αυτό και πήρα άδεια από τη δουλειά.
Του έπιασα κουβέντα. Η επικοινωνία μαζί του αποδείχτηκε ένα νοητό ταξίδι σε αγρούς και βοσκοτόπια με γιδοπρόβατα. Ήρθε στην πόλη ‘’λόγω επειδή για ένα καλύτερο βιοπόρισμα’’, όπως είπε επί λέξει. Τελικά έπιασε δουλειά στην εγκατάσταση φωτοβολταϊκών ως χωρισμένος πατέρας ενός παιδιού στα 26 με τη νυν γυναίκα του έγκυο στον όγδοο μήνα, πρώην υδραυλικός, και μάλλον εθισμένος στον τζόγο.
Σαν εμένα, δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι κάναμε εκεί. Σαν εμένα, αισθάνθηκε την ηθική υποχρέωση να παρουσιαστεί την ίδια μέρα, την ίδια ώρα. Μολονότι δεν το επιχείρησα, ήμουν βέβαιος πως το ίδιο θα μου απαντούσε οποιοσδήποτε περίμενε στην ουρά. Κανένα χαρτί, καμία του νόμου προσταγή, λες και κάποιος μας φύτεψε την έμμονη επιθυμία να εμφανιστούμε.
Επειδή με συμπάθησε όπως βιάστηκε να πει – πράγμα παράξενο καθότι μ’ εκνεύριζε η βλαχιά του και είμαι σίγουρος ότι δεν το έκρυβα – μου εκμυστηρεύτηκε την άποψή του στο θέμα.
«Μας ζητάν’ για τσόντ’ς», είπε. «Γι’ αυτό είμεθα μόν’ αρσενικά εδώ πά».
Μέσα μου γέλασα με την αυτοπεποίθηση του επαρχιώτη. Όμως οφείλω να παραδεχτώ, είχε δίκιο τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Πάνω στη σύγχυσή μου, δεν πρόσεξα την ομοιογενή σύσταση της ουράς ως το προς το φύλο. Προσέχοντας λίγο καλύτερα τα πρόσωπα, αντιλήφθηκα και κάτι άλλο, που ίσως, αιτιολογούσε τον ισχυρισμό του. Εκτός από άντρες, όλοι είμασταν κάτω των 35.
Θα αυτοχαστουκιζόμουν αν δεν μ’ έβλεπαν τόσα μάτια. Αισθάνθηκα απύθμενη ντροπή ακόμη και που αποπειράθηκα να θεωρήσω το φαντασιακό σενάριο ενός ξαναμμένου χωριάτη ως υπαρκτή πιθανότητα.
Ο ακριβώς από πίσω μου κάγχασε. Ένας καχεκτικός τύπος με σπανόμουσα και γυαλιά μυωπίας που προφανώς του είχαν ξεμείνει από το γυμνάσιο. Φορούσε φθαρμένα ρούχα, κι έμοιαζε χειρότερα από εμένα στο θέμα της αϋπνίας.
«Εγώ άκουσα ότι κάνουν κάποια φαρμακευτική έρευνα, και ψάχνουν εθελοντές για τις πρώτες δοκιμές σε ανθρώπους. Θα μας πληρώσουν εννοείται», είπε.
Με προβλημάτισε το πόσο σίγουρος έμοιαζε. Από την άλλη, σκέφτηκα, πόσοι άνθρωποι φτύνουν με ακλόνητη σιγουριά τις ημιμαθείς τους μπαρούφες;
«Τι έρευνα», τον ρώτησα, προσποιούμενος το ενδιαφέρον.
«Α, πού να ξέρω. Καμιά αλοιφή, υποθέτω».
«Μάλιστα. Και πώς ξέρεις ότι πρόκειται για φαρμακευτική εταιρεία; Δεν είδα πουθενά ταμπέλα».
«Ξέρω τι σου λέω. Έχω δουλέψει σ’ εργοστάσιο φαρμακευτικής. Όχι μέσα δηλαδή, ήμουν φύλακας στους εξωτερικούς χώρους». Είχε ένα αποκρουστικό τικ, που μου ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι. Όταν μιλούσε, έξυνε τ’ αχαμνά του.
«Έτσι είναι οι εγκαταστάσεις των φαρμακευτικών. Τεράστιες και περιφραγμένες». Τα έξυσε πάλι. Αναρωτήθηκα πόσες φορές θα το έκανε μέσα σ’ ένα οκτάωρο εργασίας· φορώντας δε, και τα στενά παντελόνια του σεκιούριτι.
Άκουσα ένα μουρμουρητό πίσω μου. Ένας άλλος τύπος, τριχωτός με τσιγκελωτό μουστάκι μιλούσε στο τηλέφωνο έχοντας εγκαταλείψει την ουρά για λίγη απομόνωση στη σκιά ενός πεύκου, πλάι στον τοίχο. Τέντωσα τ’ αυτιά μου κι αφουγκράστηκα τη συνομιλία – περισσότερο από ανία παρά από περιέργεια.
Χρησιμοποιούσε αρκετά μία λέξη άγνωστη σε μένα. Κάθε φορά που έλεγε ‘’γρόθους’’ ένευε προς την πύλη, ενώ το στόμα του γέμιζε το ηχόχρωμα του μίσους.
Ακούγοντάς τους να μιλούν, παρατηρώντας πώς διαχειρίζονται την κενότητα της ύπαρξης που βιώνει κάποιος όσο περιμένει σε ουρά, αναλογίστηκα τι καρυδιάς καρύδια κυκλοφορούν εκεί έξω. Απεναντίας, πόσο στενός κι εγκεκριμένος είναι ο δικός μου περίγυρος. Η ουρά έμοιαζε μ’ εκείνη ενός αδέσποτου σκύλου, που σαρώνει τα πεζοδρόμια της πόλης, μαζεύοντας ένα τυχαίο δείγμα του κοινωνικού DNA – υπαρκτό και αντιπροσωπευτικό.
Παρά την απόστασή μου, τουλάχιστον σε επίπεδο μορφωτικό, απ’ αυτούς που είχα γνωρίσει έως τότε, αισθανόμουν κατά κάποιον τρόπο κοντά τους· σάμπως μας ένωνε κάτι κοινό, πλην του ότι αποτελούσαμε ισότιμα κομμάτια μιας ουράς που οδηγούσε στο άγνωστο.
Εν πάση περιπτώσει, δεν στάθηκα και πολύ στην μετάφραση της εκκεντρικής λέξης που ξεστόμισε ο μουστακαλής. Εξέφρασε μέσω τηλεφώνου τη δικιά του ερμηνεία, για το τι κάναμε εκεί· εμείς, το ποτ πουρί των τυχαίων.
Κατά τα λεγόμενά του, ο φράχτης προστάτευε κάποιο πολύτιμο κρατικό κτίριο, και οι φρουροί ήταν αστυνομικοί, ντυμένοι αλλιώς. Ισχυριζόταν ότι επρόκειτο για γραφειοκρατική δουλειά, για την έκδοση κάποιου ειδικού εγγράφου ή κάτι τέτοιο. Απέρριψα αμέσως την εικασία του. Απ’ όσο μπορούσα να θυμηθώ, δεν είχα ενεργή εκκρεμότητα με το δημόσιο που να μην είχα τακτοποιήσει, και η μεταμφίεση των αστυνομικών φάνταζε κωμωδία.
Η ώρα κυλούσε βασανιστικά αργά. Πήγαινα πέρα δώθε περιμένοντας να περάσουν τα λεπτά μετρώντας τα. Μόνο μια στιγμή σκέφτηκα να πάω πιο μπροστά να δω ή να ρωτήσω προς τι τόση αργοπορία. Δίστασα, με το πρόσχημα μην και χάσω τη σειρά μου. Μου ήταν δύσκολο ν’ αναγνωρίσω τον ασυνείδητο τρόμο που μου προκαλούσαν οι μαυροφορεμένοι φρουροί.
Γύρω στις 9.30 η ουρά άρχισε επιτέλους να κινείται. Η χαρά μου δεν λεγόταν, αλλά κράτησε για λίγο.
Η νωχέλεια της αναμονής είχε σκεπάσει μ’ ένα πυκνό στρώμα σκόνης την αγωνία, που την καθιστούσε αφανή. Κάθε μου βήμα προς το άγνωστο, τίναζε και λίγη απ’ αυτή τη σκόνη.
Απ’ όσο έβλεπα, οι φρουροί δεν έλεγχαν κάποιο παρουσιολόγιο, ούτε μιλούσαν καθόλου με τους εισαχθέντες. Άνοιγαν το ένα φύλλο της πύλης, αφήνοντας τον επόμενο να περάσει δίχως να του ρίξουν ούτε την παραμικρή ματιά, κι ύστερα το έκλειναν.
Αφού δεν μας περίμεναν, τι κάναμε εκεί στημένοι σαν τα σκιάχτρα από τις 7 το πρωί;
Προτού καλύψω το ένα τέταρτο της απόστασης ίσαμε την πύλη, αντιλήφθηκα ένα έντονο σούσουρο από τους πρώτους της σειράς. Εξαπλωνόταν προς τα πίσω ως παλμός ανησυχίας, και σύντομα, έφτασε και σε μένα.
Σκούντηξα τον επαρχιώτη με τα φωτοβολταϊκά. Θεώρησα πως θα γνώριζε, αφού λίγες στιγμές πριν, έκανε κι αυτός το ίδιο στον μπροστινό του. Ο τελευταίος του ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί και ο επαρχιώτης άλλαξε εκατό χρώματα.
«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησα.
«Μαλακίες λένε».
Δυσκολευόταν ν’ ανάψει το τσιγάρο, έτσι όπως έτρεμε το χέρι του.
«Τι λένε;».
«Κάποιο πουστράκ’ αμόλ’σε τα φίδια τ’».
«Τι αμόλησε; Ποιο πουστράκι;».
«Μαλακίες μωρέ».
«Λέγε!».
«Κάτ’ γι’ μηχ’ νές τ’ κιμά».
«Τι μηχανές;». Ενώ προσπαθούσα να ψιθυρίζω, η φωνή μου σίγουρα θ’ ακούστηκε μέχρι την πύλη.
«Π’ αλέθουν κορμιά», μου είπε με ολοφάνερα προσποιητή ψυχρότητα, διαγράφοντας με το δάχτυλο έναν κύκλο.
«Ναι, καλά», του απάντησα καγχάζοντας, και γύρισα στη θέση μου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αμέσως μετά με σκούντηξε ο ακριβώς από πίσω μου.
Τι πράγμα κι αυτό το σκούντημα! Δημιουργεί περιττές αποστάσεις – σε σύγκριση μ’ ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο ή στο μπράτσο. Τι αγένεια να σε σουβλίζουν με τα βρωμερά τους νύχια μόνο και μόνο για να σε προσπεράσουν αδιάφορα στο μετρό, λες και είσαι το κατουρόνερο στον πάτο της τουαλέτας τους.
Δεν του απάντησα. Πήρα την πρωτοβουλία να σταματήσει σε μένα η ροή του κακόγουστου αστείου που περνιόταν ως φήμη στους φαντασιόπληκτους· και ως πραγματικότητα στους πιο ελαφρόμυαλους των ελαφρόμυαλων.
Επομένως εγώ με τη σειρά μου, περνιόμουν για διάνοια επειδή δεν πίστευα σε ό,τι άκουγα; Φυσικά και όχι. Μάλλον ακροβατούσα μεταξύ ελαφρομυαλιάς και φαντασιοπληξίας, κουβαλώντας το φορτίο μιας απίστευτης κουταμάρας, που παρ’ όλα αυτά κολλούσε κάπου βαθιά μέσα στο κρανίο κραυγάζοντας το σύνθημά της, με την χαρακτηριστική αυτοπεποίθηση που ενυπάρχει στην ίδια την ηλιθιότητα: ‘’Είμαι πιθανότητα. Και θα συνεχίσω να είμαι μέχρι αποδείξεως του εναντίου’’.
Και τι έπρεπε να κάνω προς αυτό; Να τρέξω ως την πύλη, να προσπεράσω τους φρουρούς κάνοντας μπάσιμο μέσα; Πού τέτοιο θάρρος…
Όχι. Όφειλα να σέρνω το βήμα καλύπτοντας σπιθαμιαίες αποστάσεις όσο η ανησυχία μου για το πού πραγματικά κατευθυνόμουν βάδιζε σαν γίγαντας προς τον στόχο της.
Η πύλη άνοιγε τα σαγόνια της, κατάπινε από ένα σώμα, και χώνευε για κάμποση ώρα μέχρι να ξαναπεινάσει. Εν τω μεταξύ, κανείς δεν έβγαινε απ’ αυτό το στόμα.
Ίσως να είχαν δεύτερη πόρτα για την έξοδο, σκέφτηκα.
Μου κόπηκαν τα πόδια όταν άκουσα τον απόηχο μιας στριγκλιάς. Είχε μηχανική φύση και ήρθε κάπου απ’ τα αριστερά, πίσω από τον φράχτη. Το άκουσαν και οι υπόλοιποι. Κοιτούσαν τριγύρω αλαφιασμένοι. Γύρω στα δέκα κεφάλια πιο μπροστά, ένας πήγε να φύγει. Ο φρουρός του έκανε μια απειλητική χειρονομία κι αμέσως έτρεξε πίσω στη θέση του.
Να πω ότι δεν το σκέφτηκα κι εγώ, θα έλεγα ψέματα.
Εμείς οι πρώτοι, πες, φαινόμασταν στους φρουρούς και δεν τολμούσαμε. Οι πιο τελευταίοι της ουράς που δεν έβλεπαν την πύλη ούτε με κιάλια, γιατί στο καλό δεν έφευγαν; Τι τους κρατούσε εκεί;
Μετά από δύο ώρες περίπου, είχα προχωρήσει είκοσι βήματα. Πλέον έβλεπα τα χαρακτηριστικά των φυλάκων. Φορούσαν μαύρες λαιμουδιέρες, κράνη, και είχαν όπλο στη ζώνη. Δεν σάλευαν καθόλου, δεν μιλούσαν με κανέναν κι όποτε το προσπαθούσε κάποιος, μια ματιά που έσταζε δηλητήριο ήταν αρκετή για να μην ξανατολμήσει.
Άραγε πώς ήξεραν πότε ν’ ανοίξουν την πύλη, αφού δεν μιλούσαν ούτε με τους μέσα, μέσω ασυρμάτου;
Ο τύπος με το τσιγκελωτό μουστάκι άρχισε πάλι τα τηλέφωνα. Μόνο που τούτη τη φορά κόμπιαζε. Ρουφούσε συνέχεια τη μύτη του, και η φωνή του σπαρταρούσε. Ήμουν σίγουρος ότι έκλαιγε, αν και από ευγένεια δεν γύρισα να κοιτάξω.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε μέχρι τη σειρά μου, οι κροταφικές μου φλέβες κόντεψαν να ξηλωθούν από τον παλμό που διατηρούσε η καρδιά. Η μπλούζα μούσκευε στον ιδρώτα μολονότι φυσούσε δροσερός αέρας. Κάθε φορά που άνοιγε η πύλη, λοξοκοιτούσα μέσα της. Ελάχιστα έβλεπα μέσω του λεπτού διάκενου που άφηναν οι φρουροί, ίσα ίσα για να χωρέσει το σώμα. Αρκετές φορές, αυτοί που έμπαιναν χτυπούσαν τους ώμους τους μεταλλικά θυρόφυλλα.
Πέμπτος, τέταρτος, τρίτος, δεύτερος. Μια αιωνιότητα μετά, ήμουν ο επόμενος.
Περίμενα να μου ανοίξουν, μάλλον όσο περίμεναν και οι υπόλοιποι. Εμένα μου φάνηκε ότι με καθυστέρησαν επίτηδες. Όλοι το ίδιο θα ένιωσαν, είμαι σίγουρος.
Ω Θεέ… Στεκόμουν εκεί, πασχίζοντας να διατηρήσω το κορμί μου ίσιο ύστερα από ατελείωτες ώρες ορθοστασίας. Η αντηλιά από το μέταλλο μου έκαιγε το πρόσωπο. Αν δεν είχα ξυριστεί, θα έπαιρνα φωτιά.
Οι φρουροί, σε απόσταση αναπνοής, με κάρφωναν με το βλέμμα τους κι εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να συγκεντρώνομαι μονάχα στη σχισμή των κλειστών θυρόφυλλων. Απομνημόνευσα τα πάντα γι’ αυτή. Το πάχος, το μήκος, το ύψος, σε ποια σημεία τρύπωναν λιγοστές ακτίνες φωτός από την άλλη μεριά.
Πόσο ζήλευα τη σχισμή! Πόσο ευχόμουν να είμαι τόσο μικροσκοπικός ώστε να χωράω εκεί μέσα. Να αναπηδώ χαρωπά ανάμεσα στα μέταλλα. Ένα ασήμαντο σωματίδιο που εκτελεί βασικές λειτουργίες.
Να μην περιμένει κανείς τίποτα από μένα.
Στη χειρότερη στιγμή απ’ όλες άκουσα ξανά την τσιρίδα της μηχανής, πιο κοντά από ποτέ, σαν να βρισκόταν μονάχα λίγα μέτρα από το φράχτη. Πάνω στη φρίκη μου, η σκέψη μου απόκτησε δικό της ήχο. Ασυναίσθητα, μουρμούριζα.
Δεν θέλω να γίνω κιμάς, γαμώ την πουτάνα μου, δεν θέλω!
Τα θυρόφυλλα έσκουξαν. Με το ζόρι συγκράτησα την κραυγή μου. Με πόδια τόσο αγκυλωμένα που έπρεπε να τα συντονίσω ξεχωριστά για να γίνει η κίνηση, βάδισα προς το άνοιγμα.
Η πόρτα έκλεισε πίσω μου. Αμέσως έψαξα για κάτι μεγάλο, μεταλλικό, και με τρύπα που να χωράει άνθρωπος. Θα ήταν στο έδαφος αυτή η τρύπα, ή θα ανέβαινα σε εξέδρα για να πηδήξω στα κυλινδρικά λεπίδια ώστε το σώμα μου να πολτοποιηθεί σε κοινή θέα;
Αντ’ αυτού, βρήκα μια τεράστια ανοιχτωσιά. Ένα χωμάτινο δρομάκι μόνο διέσχιζε την ξεραΐλα και το πατούσα ήδη. Οδηγούσε σε ένα ορθογώνιο αντίσκηνο. Πίσω του ακριβώς απλωνόταν η φρίκη με τη μορφή τσιμέντου.
Ένα χοντροκομμένο, πελώριο κτίσμα χωρίς ούτε ένα παράθυρο. Έμοιαζε μ’ εργοστάσιο που μέσα του παρασκευάζονται προκάτ φυλακές. Η μούχλα στους τοίχους διαφαινόταν από τη θέση μου. Ανάθεμά με, αν υποχρέωναν να δω το εσωτερικό του χυτηρίου που σφυρηλατεί την κατάθλιψη.
Θαρρείς πως ακούστηκαν οι σκέψεις μου· ένας φρουρός εμφανίστηκε από το πουθενά. Μου ένευσε να προχωρήσω προς το αντίσκηνο. Μου έκανε εντύπωση, πως δεν με πίεσε, γραπώνοντάς μου το μπράτσο παραδείγματος χάρη. Κανένας φρουρός δεν είχε αυτή τη πρόθεση, όσο τρομακτικοί κι αν έδειχναν. Λες και κατά βάθος γνώριζαν ότι ήρθαμε αυτοβούλως.
Για του λόγου το αληθές, με παράτησε στην είσοδο του αντίσκηνου κι έφυγε. Δίχως να ξέρω τον λόγο, αλλά μην έχοντας κι άλλη επιλογή, μέριασα τον μουσαμά στην είσοδο και χώθηκα στο άγνωστο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου, αν έβρισκα τον χωριάτη ζωντανό θα τον αγκάλιαζα, θα τον φιλούσα και θα εισέπνεα την μπόχα του τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Η πραγματικότητα μερικές φορές είναι τόσο κενή – περίπου όσο το εσωτερικό του αντίσκηνου. Για να πω την αλήθεια, δεν ήταν εντελώς κενό. Περιείχε ένα γραφείο, παντελώς άδειο. Πίσω του, ένας γυαλάκιας με τόσο καλοχτενισμένη χωρίστρα, το αποτέλεσμα της οποίας θα ζήλευε ο κάθε Μωυσής. Φορούσε λευκή ποδιά που έγλυφε τα γυαλιστερά σκαρπίνια. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια, τρίβοντας το πηγούνι του.
«Κάθισε», μου είπε.
«Δεν έχει καρέκλα».
«Α, ναι…». Κατά κάποιον τρόπο σάστισε, λες και δεν το είχε παρατηρήσει.
«Έχω πει να μου φέρουν μία, από τον πρώτο υποψήφιο, που μπήκε σήμερα».
«Υποψήφιο για τι;».
«Δεν γνωρίζεις;», είπε γέρνοντας το κεφάλι.
«Όχι. Δεν γνωρίζω».
«Όλοι μας πρέπει να περάσουμε από εδώ. Αυτό, δεν το γνωρίζεις;».
«Αποκλείεται. Τότε εσύ γιατί…». Μάζεψα τη ροή της σκέψης μου, τελευταία στιγμή. Δεν είχα σκοπό να εκτεθώ αποκαλύπτοντας ένα σενάριο το οποίο στο κάτω κάτω της γραφής μπορεί και να ήταν παρατραβηγμένο.
«Ποιος είστε κύριε;», τον ρώτησα.
«Λέγομαι Χασάπης».
«Τι είπες ρε κερατά;». Η φωνή, απλά γλίστρησε από μέσα μου.
«Γιατί φωνάζεις; Το επώνυμό μου είπα».
Δεν απάντησα. Μ’ έπιασε ναυτία.
«Ας προχωρήσουμε στο ωμό – εννοώ ψητό. Τι έπαθες πάλι;».
«Καλά είμαι».
«Α, δεν σε θέλουμε στρεσαρισμένο».
«Με θέλετε χαλαρό ε; Γιατί το στρες κάνει το κρέας σφιχτό έτσι δεν είναι;».
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς», απάντησε παίζοντας μ’ ένα κουμπάκι από την ποδιά του.
«Λοιπόν, θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά. Γιατί και ψέματα να πεις, θα το μάθουμε στο μικροβιολογικό».
«Στο ποιο…»
«Νοσείς από κάποια σοβαρή πάθηση; HIV, ηπατίτιδες, Ebola, νόσο τρελών αγελάδων, γρίπη, φυματίωση, ελονοσία, τριμεθυλαμινουρία, βρωμιδρωσία, υπερύδρωση, σύνδρομο ανθρώπινης αυτανάφλεξης, σύνδρομο αυθόρμητης αγκύλωσης των μυών;».
«Αγκύλωσης ποιων;».
«Είσαι έστω φορέας σε κάποιο από τα παραπάνω; Σε ό,τι μεταδίδεται τέλος πάντων;».
«Δεν καταλα–».
«Καπνίζεις;».
«Όχι».
«Ούτε ένα τσιγαράκι πού και πού; Με το ποτάκι ας πούμε».
«Όχι».
«Τέλεια. Άψογα. Αυτό είναι ιδανικό. Οι περισσότεροι εκεί έξω φουμάρουν σαν τσιμινιέρες προπολεμικών πλοίων».
«Γιατί είναι τόσο κακό αυτό;». Δεν ξέρω γιατί τον ρώτησα. Ήλπιζα να μην απαντήσει.
«Ε, είναι προφανές. Μαυρίζουν οι πνεύμονες, μονοξείδιο του άνθρακα στο αίμα, μυρίζει η σάρκα. Τς, τς, τς. Ανθυγιεινά πράγματα».
«Κάνεις ναρκωτικά; Κανά χορταράκι για να ηρεμήσεις; Καμιά σκόνη για ν’ ανέβεις; Ξέρεις, δεν είναι ντροπή, και ούτως ή άλλως θα το μάθουμε–».
«Μην μου πεις. Στο βιοχημικό;».
Κατένευσε γεμάτος ικανοποίηση· σαν να έβλεπε τον μαθητή του να θριαμβεύει.
«Λοιπόν, άκου Χασάπη». Μου ανέβαινε γαστρικό υγρό στον λάρυγγα, μόνο και μόνο που πρόφερα τ’ όνομά του.
«Δεν απαντάω σε άλλες ερωτήσεις. Είμαι πολίτης κι έχω δικαιώματα! Απαιτώ αυτή τη στιγμή, να μου πεις περί τίνος πρόκειται. Τι κάνετε μέσα σ’ αυτό το κουτί ασχήμιας ακριβώς από πίσω σου;». Του έδειξα προς το κτίσμα, κι εκείνος γύρισε αργά γεμάτος απορία.
Έπλεξε τα δάχτυλα και ανακάθισε στην καρέκλα. «Εδώ μέσα, δεν είσαι πολίτης».
Τη ίδια στιγμή, μπήκε ένας φρουρός από το άνοιγμα της σκηνής που βρισκόταν πίσω από τον Χασάπη.
Κρατούσε μία πλαστική σακούλα. Βαστούσε κάτι βαρύ, ενώ από το ημιδιαφανές υλικό, διέκρινα κόκκινες ανταύγειες. Το κεφάλι μου μούδιασε. Τα μάτια μου τρεμόπαιζαν στις κόγχες τους. Είχα φτάσει σ’ εκείνο το οριακό σημείο, που ο φόβος μετουσιώνεται σε αδρεναλίνη.
Ο Χασάπης ξαφνιάστηκε. Μάταια προσπάθησε να τον σταματήσει, χειρονομώντας του να τσακιστεί έξω. Ο φρουρός είχε πάρει φόρα. «Κ. Χασάπη, πού ν΄ αφήσω το κρέας που μου ζητήσατε».
Τα πάντα έσβησαν. Έχασα κάθε ίχνος λογικής, αυτοσυγκράτησης, και πολιτισμένης συμπεριφοράς. Πετάχτηκαν στα σκουπίδια αρετές που με ακολουθούσαν σε όλη μου τη ζωή και πραγματικά μοχθούσα για να τις διατηρώ ακόμη και στις πιο ψυχοφθόρες καταστάσεις.
Χύμηξα στον φρουρό σαν αγρίμι που λιμοκτονούσε για εβδομάδες. Δεν λογάριασα τίποτα· το όπλο του, τον σαφέστατα ογκωδέστερο σωματότυπο, την προσωπική μου ασφάλεια, ούτε τον ωμό τρόμο που μου προκαλούσαν τα μούτρα του συναφιού του. Ποιον τρόμο; Ή εγώ, ή αυτός. Δεν υπάρχει τρόμος σε αυτό. Μόνο η ταχύτητα μετρά. Όποιος προλάβει να μπήξει τα δόντια στον άλλο πρώτος.
Και αυτό έκανα. Δεν πρόλαβε ούτε την τσάντα ν’ αφήσει κάτω. Τον κλώτσησα στ’ αρχίδια με όλη μου τη δύναμη. O γορίλας διπλώθηκε πιάνοντας τη κοιλιά του. Σφάδαζε από τον πόνο.
Ρίχτηκα πάνω του, τον ξάπλωσα μ’ ευκολία που δεν θα περίμενε κανείς από έναν τύπο σαν εμένα. Είχα υπεράνθρωπη δύναμη. Καθόμουν πάνω στο στήθος του, και για λίγα δευτερόλεπτα προτού του ξεριζώσω την καρωτίδα από τον λαιμό είδα στη λάμψη των ματιών πως ζητούσε τη μαμά του. Αλύχτησα. Θα με άκουσαν ως της πόλης το κέντρο. Έχωσα τα δόντια μου μέσα του. Τα κουπιά που είχε για χέρια δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να μ’ εμποδίσουν. Στο τέλος έμεινε να σπαρταράει αβοήθητος, να περνάει τα τελευταία λεπτά της ζωής του, μην έχοντας ούτε τον ουρανό ως λοίσθια παρηγοριά.
Έφτυσα το κομμάτι του στη σακούλα με κρέας. Δωράκι για τον κ. Χασάπη.
Τα αίματα έσταζαν ακόμη. Από το στόμα, έτρεχαν στον λαιμό, δημιουργώντας μια στρογγυλή στάμπα στην μπλούζα μου. Πήρα τ’ όπλο του και το έστρεψα στον κ. Χασάπη. Δεν είναι ντροπή που λέγεται έτσι, όντας πεντακάθαρος, με την ολόλευκή του την ποδιά;
Ήταν κουλουριασμένος χάμω, με το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στα πόδια. Τα χέρια τεντωμένα μπρος, έτρεμαν, ζητούσαν για έλεος.
«Κοίταξέ με», του είπα.
Κοπάνησα το πόδι μου. Ο θόρυβος τον τίναξε. «Κοίταξέ με παλιογρόθε!».
Σήκωσε το βλέμμα του. Όταν με αντίκρισε, πάτησε τα κλάματα, και ξανακρύφτηκε.
«Σε παρακαλώ! Μην με σκοτώσεις. Ρώτα με οτιδήποτε. Θα στο απαντήσω. Θα κάνω ό,τι θες», είπε κλαψουρίζοντας.
«Πού είναι η έξοδος; Μην μου πεις από εκεί που ήρθα, γιατί θα στην ανάψω μπάσταρδε».
Μου εξήγησε θεωρώ, όσο καλύτερα μπορούσε στην κατάσταση που βρισκόταν. Του υποσχέθηκα πως δεν θα τον πειράξω. Σύρθηκε στα τέσσερα και μου αγκάλιασε τα πόδια. Έπρεπε να τον κλωτσήσω τρεις φορές για να ξεκολλήσει από πάνω μου. Στράφηκα προς την έξοδο.
Λίγο πριν φύγω, έχοντας επανακτήσει μέρος της φυσιολογικής του φωνής, μου είπε:
«Ξέρεις, δεν χρειαζόταν να το κάνεις αυτό. Μπορούσες απλά να το ζητήσεις. Δεν κρατάμε κανέναν υποχρεωτικά εδώ. Όποιος δεν το αντέχει ψυχολογικά, μπορεί να φύγει».
Τον πυροβόλησα στο κεφάλι κι έφυγα από εκεί όπου ήρθα. Κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί μου.
Φωτογραφία: Κωσταντίνος Κυριαζόπουλος