Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου που θα θελήσει να ψηλαφίσει ένα κομμάτι ωμού κρέατος έτσι απλά από περιέργεια. Σφιχτό και μαλακό, αποκρουστικό και λαχταριστό ταυτόχρονα, ενώ η ζωντάνια στο χρώμα, αυταπόδεικτο τεκμήριο πως κάποτε έρεε αίμα στ’ αγγεία του, ηλεκτρικό σήμα στους νευρώνες του.
Αυτά σκεφτόταν η Κατερίνα, καθώς βασάνιζε την κλειτορίδα της μπροστά από εναλλασσόμενες λάμψεις νερόβραστης πορνογραφίας. Στην τελευταία σκηνή, ο τετραγωνισμένος γόης εισβάλλει θεληματικά στον χώρο με μοναδική ένδυση το δεμένο πετσετάκι προσώπου στη μέση του. Η – μόνο ελάχιστα – πιο ντυμένη μελαχρινή εκπλήσσεται με την απρόσμενη εμφάνιση του άντρα, ανοίγοντας διάπλατα το στόμα. Εκεί ακριβώς στοχεύει ο γόης. Το πετσετάκι πέφτει σαν από μόνο του, και τα υπόλοιπα 8 και κάτι λεπτά η Κατερίνα τα γνώριζε ήδη, όπως και το ατελέσφορο της απόπειρας να αυτοϊκανοποιηθεί. Το πολύ να κέρδιζε ένα καινούργιο εξάνθημα, τρίβοντας μανιωδώς την κλειτορίδα γιατί όλα έχουν νεκρώσει εκεί κάτω, τίποτα δεν πάλλεται αντανακλαστικά στο ιδρωμένο δάχτυλο, και η ίδια η αίσθηση, αν τολμούμε να την αποκαλέσουμε αίσθηση, μοιάζει με το χάιδεμα της μυτερής άκρης ενός κομματιού κρέατος. Νοητά ξαναμμένη και όχι πραγματικά, με τη σαρκική ηδονή που σείει συθέμελα το κορμί να αποτελεί μια θαμπή ανάμνηση, ζούλαγε κι έστριβε σάρκα δική της, μα αναμφίβολα αποκομμένη από το υπόλοιπο σώμα.
Το ξεβίδωμα της κλειτορίδας έληξε κάπως άδοξα, προς καλή τύχη της τελευταίας – να σημειωθεί. Με αστραπιαίες κινήσεις, η Κατερίνα ανέβασε το εσώρουχο, έσβησε την οθόνη, και τινάχτηκε έντρομη λες και η ίδια της η μάνα μπούκαρε μέσα και την έπιασε στα πράσα, παρότι δεν έμενε πια μαζί της. Κοτζάμ γυναίκα 26 χρονών να ασφυκτιά υπό τον υπερπροστατευτικό κλοιό της μεσήλικης μητέρας, που δεν την αφήνει ούτε την ασεξουαλικότητα ν’ απολαύσει – ε, αυτό της έλειπε τώρα.
Η συγκάτοικος της Κατερίνας, Μαρία, και το αγόρι της χαμουρεύονταν στο σαλόνι, διατηρώντας τις ποικίλες ιαχές του έρωτα, σ’ ένα – κατά την άποψή τους – χαμηλό επίπεδο. Μπορούσαν κάλλιστα να μεταφέρουν το γλέντι στο υπνοδωμάτιο, μα όπως συμβαίνει σε ορισμένα ζευγάρια, η παρατυπία τους ερέθιζε. Αν το πράγμα προχωρούσε στο απροχώρητο για τα δεδομένα του σαλονιού, θα ολοκλήρωναν την πράξη στα μουλωχτά, όπως άλλωστε είχαν ξανακάνει στο πρόσφατο παρελθόν· και μάλιστα με επιτυχία αφού η Κατερίνα σπάνια εγκατέλειπε το δωμάτιό της.
Εκείνη την ημέρα, η συνήθεια δεν τους έκανε τη χάρη. Η πόρτα βρόντηξε έτσι, που το αγόρι αποτραβήχτηκε από τον πάταγο και μόνο. Αμφότεροι σουλουπώθηκαν στα γρήγορα, σιάχνοντας τα ρούχα, σκουπίζοντας τα σάλια στα πιγούνια. Η Κατερίνα όρμησε αλαφιασμένη στο σαλόνι, τρώγοντας τα νύχια της. Ας τους έπιανε και γυμνούς τον έναν πάνω στον άλλον, ποσώς την ένοιαζε. Διότι ηλίθια δεν ήταν, γνώριζε τι συνέβαινε στο σαλόνι προτού ακούσει υπόκωφους τους εκνευριστικούς θορύβους των ρουφηγμάτων. Για κάμποσα αμήχανα δευτερόλεπτα η σιωπή κατέκλυσε τον χώρο. Το αγόρι της Μαρίας, ο Γιώργος, στριφογυρνούσε στη θέση του, καλύπτοντας τον καβάλο με τον πήχη του.
«Όλα καλά;» είπε η Μαρία ξεροβήχοντας.
«Είναι στο δωμάτιο μου. Είναι στο δωμάτιό μου!».
«Ποιος είναι στο δωμάτιό σου;».
«Ο αόρατος άνθρωπος!».
Η Μαρία αντιλήφθηκε τη διερευνητική ματιά του Γιώργου. Ως καινούργιο πρόσωπο στην ερωτική της ζωή, δεν είχε προλάβει να του εξηγήσει για την κατάσταση στο σπίτι, μόνο το γεγονός ότι έμενε με συγκάτοικο. Τελευταία, είχε αρχίσει να μετανιώνει που αποφάσισε να μοιραστεί τον οικονομικό βραχνά της στέγασης με μια άγνωστη κοπέλα που γνώρισε στις σελίδες για συγκατοίκηση.
Στην αρχή το σιρόπι έδεσε γρήγορα. Ενδιαφέρον άτομο η Κατερίνα, λιγάκι μελαγχολική αλλά γλυκιά, κοινωνική με – κατά τα λεγόμενά της – μεγάλο κύκλο φίλων, και δυναμική αφού πάλευε να τελειώσει τις σπουδές της στη Νομική, παράλληλα με δουλειά. Κάτι προσωπικά θέματα στα πρώτα έτη της σχολής την εμπόδισαν να συνεχίσει τις σπουδές. Όμως τα εν οίκω δύσκολα μη εν δήμω, όταν μιλάμε για συγκατοίκηση. Αργότερα η Μαρία έμαθε ότι μόνο μερικώς υπήρξε οικονομικά ανεξάρτητη, αφού δούλευε γύρω στις 16 ώρες την εβδομάδα ως πωλήτρια σε ρουχάδικο, συμπληρώνοντας το έλλειμμα που απαιτούνταν για τα απαραίτητα προς το ζην από τη μαμά της. Ούτε κοινωνική ήταν, αφού άλλο άτομο πέρα από τη μαμά δεν πατούσε στο σπίτι. Ιδιαίτερη εντύπωση της έκανε, που κοντά στον ένα χρόνο που συγκατοικούσαν, δεν είχε ακούσει την παραμικρή νύξη για γκόμενο ή γκόμενα. Η Κατερίνα μπορεί να είχε κάτι μαύρους κύκλους ίσαμε το πιγούνι, αλλά παρέμενε μια όμορφη κοπέλα.
Όσο κι αν η Μαρία φανταζόταν διαφορετικά τη συγκατοίκηση, σεβόταν τις δυσκολίες που περνούσε αυτό το εμφανώς ταλαιπωρημένο κορίτσι, και συνεπώς έκανε γαργάρα τις ασυναρτησίες που άκουγε τελευταία περί «αόρατου ανθρώπου». Μάλιστα, λόγω καλής διάθεσης αποφάσισε να πάει τελείως με τα νερά της.
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος άλλος στο σπίτι πέρα από εμάς του τρεις. Αν σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, μπορώ να ρίξω μια ματιά».
Η Κατερίνα ξαφνικά ζωντάνεψε· μάλλον δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Η Μαρία την ακολούθησε στο δωμάτιο νεύοντας πονηρά στον σαστισμένο μα ακόμη ερεθισμένο Γιώργο. Η στύση μπορεί να είχε υποχωρήσει, αλλά η διάθεση παρέμενε – με το παραπάνω. Αναπαύτηκε στον καναπέ σκεπτόμενος πόσο θεσπέσια έμοιαζε η ιδέα ενός τρίο με τις συγκατοίκους.
Το υπνοδωμάτιο της Κατερίνας αποδείχτηκε μεγαλύτερο αχούρι από την προηγούμενη φορά που το επισκέφτηκε. Βρομοκοπούσε κλεισούρα και ξινίλα, ενώ μπαίνοντας, κόντεψε να σκοντάψει σ’ έναν σωρό με ρούχα που υψωνόταν ως τη μέση της. Ο χώρος γύρω από το γραφείο και το κρεβάτι έβριθε με τσαλακωμένα περιτυλίγματα από κάθε λογής σκατολοΐδι. Τα σεντόνια με το πάπλωμα κι ορισμένα σκόρπια ρούχα έφτιαχναν μια ενιαία λαδωμένη μάζα ενώ δε χρειαζόταν να πλησιάσει πολύ για να τα διακρίνει πως οτιδήποτε είχε την απαραίτητη επιφάνεια για να συγκρατήσει στρώμα σκόνης, βρισκόταν σε κορεσμό. Το μάτι της καρφώθηκε στη μέση της μικρής βιβλιοθήκης. Ανάμεσα σε δύο κεριά, εντόπισε μία φωτογραφία που έμοιαζε παράταιρη στη σκονισμένη κανονικότητα του δωματίου. Πλησίασε το σημείο κοιτώντας διερευνητικά τριγύρω, τάχα μου γυρεύοντας τον αόρατο άνθρωπο. Η φωτογραφία απεικόνιζε την Κατερίνα νεότερη, σχεδόν πιτσιρίκα και μ’ ένα χαμόγελο που η Μαρία δεν αναγνώριζε, αγκαλιά με μια κοπέλα, εξίσου αεράτη. Πόσο χαρούμενη έμοιαζε τότε! Αυθόρμητα, πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της. Από πίσω έγραφε με στυλό: Κολλητούμπες για πάντα <3.
Η Κατερίνα άρπαξε την φωτογραφία απ’ τα χέρια της, ακουμπώντας την μ’ ευλάβεια στο στήθος. «Σε παρακαλώ πολύ, μην πειράζεις τα πράγματά μου».
«Συγνώμη, έχεις δίκιο. Μάλλον αφαιρέθηκα». Βγαίνοντας, συμπλήρωσε «δεν υπάρχει κανείς στο δωμάτιό σου. Και πάλι συγνώμη».
«Σ’ ευχαριστώ» είπε η Κατερίνα.
«Τρελή» ψιθύρισε η Μαρία.
Έκτοτε, η Κατερίνα κλείστηκε στο δωμάτιό της, όπως συνήθιζε όταν έπεφτε το φως της ημέρας. Ήταν η ώρα που συνήθως παίρνει τηλέφωνο τη μαμά για τα νέα της ημέρας. Τις περισσότερες φορές δεν έχουν τι να πουν και η κουβέντα κυλάει ως εξής: Είσαι καλά; Ναι. Κάνα νέο; Τα ίδια. Εσύ; Τίποτα. Τα ίδια. Πώς πάει στο μαγαζί; Ε, πώς να πάει, έχει δουλειά – ψωνίζουν ρούχα. Και μετά λένε ότι ο κόσμος δεν έχει λεφτά. Έτσι είναι. Αχά, αχά. Τη σκέφτηκες καθόλου σήμερα; Μόνο λίγο, μαμά. Αυτό είναι καλό. Παίρνεις τα χάπια σου; Ναι μαμά.
Ύστερα στρώθηκε να διαβάσει Ναυτικό Δίκαιο, μπας και βγει καμιά σελίδα για την επόμενη εξεταστική. Χειρότερο απ’ το να διαβάζεις για εξεταστική, είναι να διαβάζεις για εξεταστική όταν έχει περάσει ο χρόνος σου.
Η παρουσία του αόρατου ανθρώπου στο δωμάτιο είχε εξασθενίσει. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε λιγότερη πνιγηρή και η ησυχία υποφερτή. Η παρέμβαση της Μαρίας βοήθησε σημαντικά. Δεν έδιωξε εντελώς τον αόρατο άνθρωπο, γιατί ο αόρατος άνθρωπος δεν υπάρχει. Προφανώς δεν υπάρχει – είναι δημιούργημα της φαντασίας της, φτιαγμένο έτσι ώστε ν’ αντέχει στα χτυπήματα της αμφισβήτησης, σμιλευμένο για να χωράει ακριβώς στο καλούπι της εμμονής. Κατά βάθος αυτό πίστευε, κι ας αισθανόταν πολλές φορές ένα χάιδεμα στο σβέρκο, σαν το ζεστό χνώτο ενός ανθρώπου που αναπνέει από πίσω της. Άλλωστε, το σώμα κατά εγκέφαλο φαντάζεται.
Το πλάνο για διάβασμα ναυάγησε γρήγορα. Τα βλέφαρα έκλειναν για να προστατέψουν το εσωτερικό τους από έναν ήλιο τοξικό που αντί να προσφέρει, ρουφάει την ενέργεια. Τα γράμματα μίκραιναν σε τοσοδούλικα τελώνια που σκανδάλιζαν την Κατερίνα να ψάξει ενδιαφέρον ακόμη και στην πιο αχρείαστη αγγαρεία. Το μόνο Δίκαιο που θα περνούσε και μάλιστα με άριστα, ήταν το Πληκτικό Δίκαιο. Αφού το στόμα ξεχειλώθηκε στα χασμουρητά, αποφάσισε να παρατήσει το διάβασμα, τουλάχιστον για σήμερα.
Το ρεύμα του αέρα που προκάλεσε το απότομο κλείσιμο του ογκώδους τόμου σκόρπισε τα σκουπίδια στο πλάι του. Ταράχτηκε όταν βρήκε τη φωτογραφία δίπλα σ’ ένα μισοφαγωμένο κρουασάν. Το κομμάτι του χαρτιού στην μεριά της Κατερίνας, λερώθηκε λίγο με σοκολάτα. «Παραλίγο» μουρμούρισε. Το σκούπισε με προσοχή, και την τοποθέτησε στο σημείο της ανάμεσα στα δύο κεριά, τα οποία και άναψε.
«Απόψε, θα σε νικήσω. Απόψε θα σε ξεπεράσω. Πρέπει. Πρέπει».
Ο αέρας ανακατεύτηκε και οι φλογίτσες των κεριών σάλεψαν.
«Όχι! Δεν είσαι αληθινός!» φώναξε σφίγγοντας τις γροθιές. «Μπορεί να μου πήρε 7 χρόνια, αλλά απόψε θα το κάνω. Δεν θα κλείσω μάτι αν δεν τα καταφέρω. Μάρτυς μου ο αόρατος άνθρωπος!».
Στρογγυλοκάθισε στο γραφείο, μέριασε το Ναυτικό Δίκαιο, κι έπιασε το ποντίκι. Η λευκή έκρηξη που απελευθέρωσε η οθόνη κατάπιε το τρεμουλιαστό ημίφως των κεριών. Κατεύθυνε τον κέρσορα στον φάκελο με τ’ αγαπημένα της βίντεο, επιλέγοντας το πρώτο.
Η μελαχρινή καλλονή κάθεται σταυροπόδι στον καναπέ, βλέποντας τηλεόραση. Η μίνι φούστα όλο ανεβαίνει θέλοντας ν’ ανταμώσει το κροπ-τοπ μπλουζάκι με το βαθύ σχίσιμο στη μέση, κι εκείνη όλο το κατεβάζει. Ξαφνικά, χτυπάει το κουδούνι και η κοπέλα μιλάει, απευθυνόμενη στην κάμερα, «μάλλον ήρθε η παραγγελία μου. Έκανε πολύ γρήγορα! Ουάου! Θ’ αφήσω μεγάλο φιλοδώρημα!». Τόνισε ιδιαίτερα τη λέξη «μεγάλο». Χοροπηδάει ως την πόρτα ανοίγοντάς την όλο νάζι. Προβάλλει ο τετραγωνισμένος γόης μ’ ένα τετράγωνο κουτί πίτσας ανά χείρας. Έκθαμβη η μελαχρινή τον ρωτάει πόσο κάνει, ατενίζοντας τα καλοσμιλεμένα μπράτσα. «Αχ! Φοβάμαι πως δεν μου φτάνουν τα λεφτά. Μακάρι να υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος να σας πληρώσω!».
Όσο η μελαχρινή αποπλήρωνε το χρέος της στον τετραγωνισμένο διανομέα, η Κατερίνα πλήρωνε για τις παλιές αμαρτίες. Με κατεβασμένο το εσώρουχο, και το χέρι ανάμεσα στα σκέλια, έκλαιγε με λυγμούς για την επίκτητη αναπηρία της. Κάποτε θεωρούσε το σεξ δεδομένο, χαρίζοντας τους χυμούς της νεανικότητας στον κάθε τυχάρπαστο, ταξινομώντας τους μάλιστα, ανάλογα με την εμπειρία. Και τι δεν θα ‘δινε τώρα για το χειρότερο σεξ της ζωής της.
Στο μεταξύ ο Γιώργος δε νύσταζε ούτε έβρισκε ενδιαφέρον στην ταινία που έβαλαν να δουν με τη Μαρία. Δεν είχε τι να κάνει στο ξένο σπίτι, πείναγε λίγο, κι έτσι αποφάσισε να τσιμπήσει κατιτίς. Με προσεκτικές κινήσεις τράβηξε το χέρι του, πάνω στο οποίο είχε αποκοιμηθεί η Μαρία εδώ και μισή ώρα.
Στο δρόμο του για την κουζίνα άκουσε κάτι σαν αναστεναγμό πίσω από την κλειστή πόρτα της Κατερίνας. Περίεργος και παιχνιδιάρης όπως ήταν από τη φύση του, έσκυψε στο ύψος της κλειδαρότρυπας. Με το ζόρι συγκράτησε την κραυγή, όταν μέσα από το στενόμακρο πλαίσιο της οπής, αντίκρισε αυτό που κάθε άντρας φαντασιώνεται, πορνόφιλος ή μη. Μια γυναίκα που αυτοϊκανοποιείται, περιμένοντας τον κατάλληλο άντρα, στην προκειμένη τον Γιώργο, να της δείξει πώς γίνεται! Σκέφτηκε να πάρει τον κολλητό του τηλέφωνο, να μοιραστεί τα χαρμόσυνα τα νέα, αλλά αν χρονοτριβούσε σε πρόωρες αναγγελίες θριάμβου, μπορεί να έχανε την ευκαιρία. Και τότε, από νικητής θα υποβιβαζόταν στον περίγελο της παρέας. Υπολόγισε ένα πιθανό σενάριο και τότε δεν κατάφερε να συγκρατήσει το γελάκι του ενθουσιασμού. Αν έμπαινε μέσα, γλύκαινε την κατάσταση με την Κατερίνα και καλούσε την Μαρία να τους συνοδεύσει στον δεύτερο γύρο, τότε όχι απλά νικητής, πρωταθλητής της ζωής θα γινόταν.
Φόρεσε το πιο αποπλανητικό του χαμόγελο και έσπρωξε την πόρτα γεμάτος αυτοπεποίθηση. H γυναίκα επί το έργον, η Κατερίνα, σάστισε με την αιφνιδιαστική εισβολή, πιο πολύ από τρομάρα παρά από την πράξη την ίδια. Σαν να τον περίμενε ένα πράγμα. Διατηρώντας το χέρι ανάμεσα στα σκέλια, περίστρεψε την καρέκλα έτσι ώστε τα γόνατά της να κοιτούν τα δικά του τα κομμένα. «Θέλω να με φέρεις σε οργασμό. Μπορείς;».
Το στόμα του Γιώργου κρεμάστηκε. «Μπορώ» είπε.
«Ωραία. Υπό έναν κανόνα. Σήμερα δε λέγεσαι Γιώργος, αλλά Θεοδόσης».
Ο Γιώργος, ή Θεοδόσης κατένευσε και αμέσως ξεκίνησε να αφαιρεί τα ρούχα του ένα-ένα.
Καθόλη τη διάρκεια της πράξης, ο Γιώργος την πίεζε με όλο του βάρος, και ταλαντευόταν σαν ξελασκαρισμένο κομπρεσέρ. Βρυχόταν και μιλούσε δήθεν βρώμικα, γενικά αδιαφορώντας αν τον άκουγε η κοπέλα του στο διπλανό δωμάτιο. Μπήκε στο νόημα του παιχνιδιού κάπως ανορθόδοξα, καθώς αναφερόταν στον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο. Σου αρέσει να σε πηδάει ο Θεοδόσης; Ή, πώς τον καυλώνεις έτσι;
Η δε Κατερίνα όποτε κρυφοκοιτούσε πίσω από τον ώμο του, διέκρινε στην σκοτεινή γωνιά του δωματίου τον αόρατο άνθρωπο με τον παραλυτικό του όγκο. Μια σιλουέτα ακανόνιστου σχήματος, ή μήπως ήταν ο καλόγηρος, ο υπερφορτωμένος με φορεμένα ρούχα τουλάχιστον ενός μήνα;
Τέλος πάντων το πράγμα δεν άλλαζε, είτε το έκανε μόνη της, είτε με άλλον, όπως είχε διαπιστώσει ξανά στα κοντά επτά χρόνια απουσίας λίμπιντο. Σε σύγκριση με τις κανονικά ασεξουαλικές γυναίκες, η Κατερίνα λαχταρούσε ακόμη το σεξ, αλλά βάση μιας φευγαλέας εικόνας του πώς έμοιαζε κάποτε. Γι’ αυτό ακριβώς έπρεπε να παλέψει μέχρις εσχάτων.
«Χτύπα με, Θεοδόση» του είπε.
Ο Γιώργος πάγωσε, και η μηχανή έκοψε ταχύτητα πέφτοντας σ’ ένα πλαδαρό ρελαντί. Οι στροφές δεν άργησαν να μηδενιστούν, πάνω εκεί που κόντευε το αποκορύφωμα! Γούρλωσε τα μάτια και μόρφασε.
«Θυμήσου τον κανόνα» είπε ανέκφραστα η Κατερίνα.
«Δε συμφώνησα σε κάτι τέτοιο».
«Χτύπα με ρε! Δεν είσαι άντρας;».
Ο Γιώργος της έφραξε το στόμα. «Μη φωνάζεις, θα ξυπνήσεις τη Μαρία!» ψιθύρισε.
«Α, μπα; Τώρα σε νοιάζει η γκόμενά σου;». Η Κατερίνα αποτραβήχτηκε. Διπλώθηκε στην άκρη του κρεβατιού, με τα γόνατα στο στήθος. Τα μάτια της βούρκωσαν. «Εσύ φταις για όλα, το ξέρεις; Εσύ το προκάλεσες, εσύ την κεράτωσες. Εσύ την έκανες να μην αντέχει άλλο τη ζωή της. Εσύ, εσύ, εσύ!».
Ο Γιώργος έχασε τη μιλιά του. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι, έψαξε ψηλαφιστά τα ρούχα του στο σκοτάδι, φόρεσε το παντελόνι ανάποδα, τη μπλούζα μέσα-έξω, κι όπου φύγει-φύγει. Πλέον είχε μια διαφορετική ιστορία να μοιραστεί με τους φίλους του.
Η Κατερίνα απόμεινε μόνη της στο δωμάτιο. Δηλαδή, όχι εντελώς μόνη. «Εσείς οι άντρες με τις ορμές σας. Δε λογαριάζετε τίποτα για να τις ικανοποιήσετε. Καταστρέφετε φιλίες μόνο και μόνο για να χώσετε το πουλί σας κάπου. Να πεθάνετε όλοι!» φώναξε.
Ξαφνικά μαρμάρωσε, με το βλέμμα στυλωμένο στη φωτογραφία της βιβλιοθήκης. Στο ημίφως των δύο κεριών θύμιζε γυναίκα που απολιθώθηκε ακαριαία από την έκρηξη του ηφαιστείου, προτού καν τη φτάσει η λάβα. Ο αόρατος άνθρωπος την έζωσε, η επαφή του τέντωσε κάθε τρίχα του κορμιού της. Η υπόστασή του, αν και άυλη, έριχνε μια συμπληρωματική σκιά πλάι στη δικιά της. «Συγνώμη» μουρμούρισε. Και σπάραξε, όπως δεν είχε σπαράξει ποτέ. Και ούρλιαξε, και δεν υπήρχε πια επιστροφή. Όταν ήρθε η μαμά της καμιά ώρα αργότερα να τη μαζέψει, ωρυόταν ακόμη, ξεφωνίζοντας «εγώ φταίω. Εγώ τη σκότωσα!».
Όσο για μένα, ποιος άλλος θα μπορούσα να είμαι πέρα από τον αόρατο άνθρωπο; Το φάντασμα μιας αθώας κοπέλας στο άνθος της νιότης, που δεν βάσταξε την προδοσία της καλύτερής της φίλης, και πλανιέται αιώνια στον φυσικό κόσμο γυρεύοντας εκδίκηση. Είμαι οι ενοχές της Κατερίνας. Είμαι ένας εξωκοσμικός παρατηρητής του δράματος που είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη. Είμαι ο παραμυθάς που λέει ιστορίες, άλλες ψεύτικες, άλλες πραγματικές, άλλες ένας συνδυασμός των δύο. Είμαι οι βίοι ανθρώπων αλλιώτικων. Είμαι η απόδειξη του πεπερασμένου της ζωής, προπομπός του θανάτου, άρα είμαι κι εγώ, ζωή.
Είμαι ο αόρατος άνθρωπος.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι καθαρά συμπτωματική.
Αν σου άρεσε το κείμενο, μην ξεχάσεις να εγγραφείς στο newsletter για ένα τέτοιο κάθε μήνα, ν’ αφήσεις σχόλιο, να το μοιραστείς, ή να μου στείλεις απευθείας μήνυμα, όλα μέσω των παρακάτω κουμπιών.
Έχεις διανύσει μεγάλη διαδρομή το γράψιμο σου, Νίκο