“…Λόγω ελλιπών δεδομένων σχετικά με την απευθείας έκθεση στο φαινόμενο, για την ασφάλειά σας παρακαλείσθε να αποφεύγετε οποιαδήποτε άσκοπη μετακίνηση, ειδικά αν πρόκειται για μεγάλη απόσταση. Για τον ίδιο λόγο, δεν συνίσταται η παρατεταμένη παραμονή σε βεράντες και ταράτσες, ιδίως κατά τη διάρκεια της νύχτας…”
Το αυτοματοποιημένο μήνυμα παίζει σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα κάθε δύο με τρεις ώρες, εδώ και μία βδομάδα. Ο Νίκος τις αφήνει ολημερίς ανοιχτές, μπας και ακούσει τίποτα καινούργιο, όμως οι γνώσεις γύρω από την πηχτή συννεφιά που σκεπάζει την Αθήνα, παραμένουν οι ίδιες από την ημέρα της εμφάνισής της.
Κανένα μέσο της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας δεν έχει καταφέρει να περάσει μέσα από το δυσοίωνο πέπλο που έχει βυθίσει την πόλη σε μόνιμο σκοτάδι. Όλες οι μαρτυρίες των πιλότων κάνουν λόγο για άυλο τείχος. Πλησιάζοντας, το σκάφος τους έκοβε σταδιακά ταχύτητα λες και ο αέρας αποκτούσε ξάφνου την πυκνότητα του παχύρρευστου μελιού, ώσπου έφτανε σ’ επικίνδυνα χαμηλά σημεία οπότε αναγκάζονταν να γυρίσουν πίσω. Το ίδιο συμβαίνει με το δορυφορικό σήμα – άφαντο όπως ο ουρανός.
Στα παράθυρα των ειδήσεων οι ‘’ειδικοί’’ φλυαρούν επαναλαμβάνοντας αερολογίες περί πρωτοφανούς καιρικού φαινομένου. Ο πρωθυπουργός, μέσω τακτικών διαγγελμάτων, εκλιπαρεί τους πολίτες να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, ισχυριζόμενος πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας· μολονότι κατά καιρούς ακούγονται ψίθυροι για μια σειρά από ανεξήγητα φαινόμενα που γεννούν αν μη τι άλλο, ευέξαπτες συμπεριφορές. Όλα αυτά εν μέσω απαγόρευσης κυκλοφορίας από τις δέκα το βράδυ έως τις έξι το πρωί.
Ωστόσο, όπως όλοι οι πολίτες, ο Νίκος υποχρεούται να πηγαίνει κανονικά στη δουλειά του σαν μην συμβαίνει τίποτα.
Ξυπνάει κάθε μέρα στις εννιά ζαβλακωμένος από το μόνιμο σκοτάδι, όποτε δεν τον ξυπνούν από πολύ νωρίς τα μηνύματα της πολιτικής προστασίας. Οδηγεί μισή ώρα έως το γραφείο με μεσαία σκάλα σαν να μην έχει σημασία η ώρα παρά μόνο όταν σχολάει.
Ένα ενοχλητικό φανάρι που συνήθως το περιμένει εναλλάσσοντας τους αποθηκευμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς για ν’ ακούσει τα ίδια χιλιοπαιγμένα κομμάτια, τις τελευταίες τρεις ημέρες απέκτησε τεράστιο ενδιαφέρον. Όσο παρέμενε κολλημένος στην κίνηση, παρατηρούσε την κίνηση των σύννεφων.
Διαπίστωσε έκπληκτος ότι τα σύννεφα όχι μόνο μένουν αδρανή, αλλά οι θολοειδείς όγκοι που τα απαρτίζουν, διατηρούν με τρομακτική ακρίβεια το σχήμα και τη θέση τους, τουλάχιστον από την στιγμή που άρχισε να τα παρατηρεί. Άραγε να είναι ο μόνος που το έχει προσέξει;
Κατά την έβδομη μέρα της συννεφιάς αποφάσισε να το μοιραστεί με κάποιον. Μετά τη δουλειά έτρεξε σπίτι να τηλεφωνήσει στην κοπέλα του. Στάθηκε κοντά στο παράθυρο με το κινητό στο χέρι. Κοιτώντας το ουράνιο ταβάνι τον πλημμύρισε μια αίσθηση κλειστοφοβίας. Η ορατότητα είχε αρχίσει να πέφτει. Σύμφωνα με την ώρα, υπέθεσε ότι ο ήλιος θα βρισκόταν στο κατώτατο σημείο του προτού εξαφανιστεί εντελώς. Για όσο διαρκεί η απέραντη συννεφιά, το ηλιοβασίλεμα μόνο εικασία μπορεί να είναι.
Ένας χτύπος κι ένας μισός. Από το ηχείο ήρθε η φωνή που έχει μάθει με λαχτάρα να περιμένει. Αυτή τη φορά, με το ζόρι ακουγόταν.
«Τι έγινε;», τη ρώτησε παραλείποντας τις χαιρετούρες.
«Νίκο, κάτι συμβαίνει. Έχω μια παράξενη αίσθηση. Σαν να μην είμαι μόνη μου στο σπίτι».
«Τι εννοείς; Έχει μπει κάποιος;».
«Όχι, όχι. Έψαξα το σπίτι–».
Ο Νίκος κοίταξε την οθόνη. Η κλήση ήταν ακόμη ενεργή, ενώ από το ακουστικό ερχόταν ένα διαρκές θρόισμα.
«Μωρό μου δεν σε ακούω. Κάνει παράσιτα».
«Έλα, μ’ ακούς τώρα;».
«Λίγο βραχνά, αλλά ναι».
«Φοβάμαι…». Η φωνή της έσπασε.
«Έχει μπει κανείς στο σπίτι;».
«Όχι…».
«Είσαι σίγουρη;».
«Ναι έχω ψάξει. Δεν είναι αυτό».
«Τότε τι είναι;».
«Υπάρχει… Στο πίσω μπαλκόνι…». Η φωνή της χάθηκε πάλι.
Ο Νίκος σουλατσάριζε στο ολοσκότεινο σαλόνι μασουλώντας τα νύχια του. Τούτη τη φορά, τα παράσιτα συνόδευε ένα υπόκωφο βουητό. Περιείχε αλλαγές στην ένταση και στη χροιά, σαν τον βουβό θόρυβο που προκαλεί η τηλεόραση του γείτονα. Κάπως απροσδιόριστα του θύμισε ομιλία, αλλά όχι οτιδήποτε που έχει ξανακούσει σε παρεμβολές τηλεφώνου ή ασύρματου.
«Σκιά».
«Τι λες γαμώτο; Με τρομάζεις».
«Όλα καλά Νίκο μου. Θα σου πω από κοντά».
«Θέλεις να έρθεις από εδώ; Έχουμε τρεις ώρες μέχρι την απαγόρευση. Προλαβαίνεις άνετα. Απλά μην καθυστερήσεις».
«Θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ».
Βούλιαξε στον διθέσιο καναπέ. Οκτώ ώρες μπροστά από έναν υπολογιστή σίγουρα αφήνουν το αποτύπωμά τους. Έκλεισε τα μάτια κι έτριψε τα μηνίγγια του.
Πόσες φορές η κοπέλα του τον έχει πάρει έντρομη τηλέφωνο επειδή της γατζώθηκε η εμμονή του αόρατου διαρρήκτη. Περισσότερες απ’ όσες δύναται να θυμηθεί. Γνωρίζει καλά το βάθος της φαντασίας της, όμως όσο κι αν υπερισχύει έναντι της λογικής, από μόνη της είναι αδύνατο να διαρρήξει τις σύγχρονες πόρτες ασφαλείας.
Εντούτοις, από την ημέρα που εμφανίστηκε η αναθεματισμένη συννεφιά, παραπάνω από αμελητέος αριθμός συναδέλφων του έχουν μοιραστεί αν όχι ίδιες, παρόμοιες εμπειρίες. Ένας είπε πως κάνα δυο φορές που βγήκε στο μπαλκόνι για ένα προτελευταίο τσιγάρο πριν τον ύπνο, αισθάνθηκε να τον παρακολουθούν, δίχως να βλέπει κάποιον στα απέναντι παράθυρα και στα γειτονικά μπαλκόνια. Ένας άλλος που μένει σε ψηλότερο όροφο, εξομολογήθηκε έχοντας τη χλωμάδα του νεκρού, ότι είδε κάτι στην ταράτσα της γειτονικής πολυκατοικίας. Όταν τον ρώτησαν τι ακριβώς είδε, χασκογέλασε λέγοντας ότι το αλκοόλ και η κούραση λόγω της δουλειάς μετέτρεψαν την απλωμένη μπουγάδα αυτού που μένει στο δώμα, σε κατάμαυρες φιγούρες.
Απ’ όλες του κόλλησε η ιστορία μίας συναδέλφου, ιδιαίτερα σχολαστικής στον τρόπο που οργανώνει το γραφείο της. Σηκώθηκε μεμιάς όρθιος κι άναψε τα φώτα. Σκύβοντας στα γόνατα εξέτασε την θέση των καναπέδων. Με μια πρώτη ματιά του φάνηκε σωστή· ορθή γωνία μεταξύ τους και το κενό ανάμεσα τόσο ώστε να χωρά ίσα ίσα να περάσει.
Συγκριτικά με τις εμπειρίες των υπόλοιπων η γυναίκα αυτή είχε την πιο ανεξήγητη. Κάθε βράδυ την έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ του σαλονιού της κι όταν ξυπνούσε το πρωί, ένιωθε απίστευτα κουρασμένη κι ας είχε κοιμηθεί το λιγότερο εφτά ώρες. Αυτό από μόνο του είναι πολύ πιο σύνηθες παρά ύποπτο. Όμως όλες τις φορές έβρισκε το έπιπλο φανερά μετατοπισμένο. Δηλαδή ξυπνούσε στραμμένη προς διαφορετικό σημείο. Η ίδια δεν θα άντεχε να τοποθετήσει τα έπιπλά της στραβά, ενώ έδειχνε απολύτως σίγουρη για την ασφάλεια του σπιτιού τονίζοντας την σχολαστικότητα με την οποία τσεκάρει τα κλειδώματα. Ένα άλλο ερώτημα που αδυνατούσε ν’ απαντήσει ήταν τα σκούρα στίγματα σαν λεκέδες καρβουνιάς, στις παρυφές των μαλλιών της καθώς και κοντά στην κλειδαριά της μπαλκονόπορτας.
Πηγαίνοντας στην κουζίνα για να χαλαρώσει μ’ ένα ποτήρι ουίσκι, παραδέχτηκε πόσο βαθιά τον επηρέασε η υστερική αντίδραση μερικών ανθρώπων σ’ ένα πρωτοφανές αλλά επ’ ουδενί εσχατολογικό γεγονός. Να, το χέρι του τρέμει κιόλας!
Τα οράματα δύο αντρών παραδομένων στους εθισμούς τους και η μυθοπλασία μιας γυναίκας με πιθανή ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση. Και οι τρεις τους τόσο απελπισμένοι και μόνοι απέναντι στον καθημερινό παραλογισμό που βιώνουν, υπομένοντάς τον μόνο όταν πλάθουν τα δικά τους σενάρια διαφυγής.
Τα παγάκια κροτάλισαν πέφτοντας στο ποτήρι. Ταυτόχρονα συνέπεσε κι ένας ακαθόριστος θόρυβος από πάνω. Δεν του έδωσε σημασία, και κινήθηκε προς το σαλόνι, γιατί εκεί τον περίμενε η λυτρωτική αποχαύνωση των ειδήσεων στις επτά, την οποία είχε τόσο ανάγκη εκείνη τη στιγμή.
Στο χολ κοντοστάθηκε. Συνήθως απολαμβάνει να πατάει με γυμνά πόδια το χνουδωτό ύφασμα του χαλιού. Όμως κοιτάζοντας το ταβάνι, απ’ όπου ξανάκουσε τον θόρυβο, οι συνθετικές του ίνες του έγιναν τραχιές κι αφιλόξενες.
Όταν συγκεντρώθηκε στην ταυτοποίηση του ήχου, του σηκώθηκε η τρίχα.
Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο πράγμα ν’ ακούει βήματα από πάνω όταν μένει στον τελευταίο όροφο. Βέβαια κάποιος άλλος – πέρα από τον ίδιο – ενδέχεται να έχει κλειδιά για την ταράτσα. Άκουσε δύο χτύπους ακόμη κι ένα μακρόσυρτο ποδοβολητό. Ύστερα σταμάτησε.
Κάποιος απερίσκεπτος θ’ αψήφησε τις συμβουλές της πολιτικής προστασίας μας ανεβαίνοντας εκεί πάνω, σκέφτηκε. Παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε πια να κάτσει στον καναπέ με πλάτη την μπαλκονόπορτα. Έτσι τράβηξε απότομα την κουρτίνα κοντεύοντας να την ξηλώσει και στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα.
Οι ειδήσεις των επτά δεν έλεγαν κάτι καινούργιο. Περιφέρονταν όλες γύρω από την συννεφιά που απασχολούσε την ολότητα της συνείδησης κάθε ανθρώπου που κοιμόταν, ζούσε κι ανέπνεε υπό της σκιάς της. Της έδωσαν ακόμη και όνομα, γελοίο και αρχαιοπρεπές. Όπως έκαναν άλλωστε και σε προηγούμενα καιρικά φαινόμενα. Η προσωποποίηση δίνει το στοιχείο της σοβαρότητας από ασόβαρους μετεωρολόγους, και προσθέτει το απαραίτητο αλατοπίπερο στη γραφικότερη κινδυνολογία. Ιδιαίτερη εντύπωση του προκάλεσε η υπέροχη παρουσιάστρια του δελτίου, που δεν βλεφάρισε ούτε μια φορά λέγοντας τα νέα.
Πέρασε μία ώρα, οι ειδήσεις τελείωναν, τα βραδιάτικα σίριαλ θ’ άρχιζαν σύντομα και γεμίζοντας το δεύτερο ποτήρι, είχε κιόλας ξεχάσει το πρότερο καρδιοχτύπι. Όμως τον ανησυχούσε το τηλεφώνημα της κοπέλας του. Θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή.
Τινάχτηκε σύγκορμος όταν χτύπησε το κουδούνι. Πλέον έπινε και η πιτζάμα του ουίσκι με πάγο. Έτρεξε αμέσως στην πόρτα. Η ώρα ήταν εννιά το βράδυ. Άργησε πολύ να έρθει, αλλά τα κατάφερε πριν την απαγόρευση.
Δεν ήταν κανείς.
Βγήκε στον διάδρομο και φώναξε τ’ όνομά της. Τίποτα. Ο απόηχος απλώθηκε στο κλιμακοστάσιο και γύρισε σχεδόν αμέσως, ελάχιστα παραμορφωμένος σαν να μίλησε άλλο στόμα από κάτω. Ανατρίχιασε και μπήκε ξανά μέσα, κοπανώντας με ορμή την πόρτα.
Δεν πρόλαβε να χαλαρώσει ούτε για δύο λεπτά όταν ξαναχτύπησε το κουδούνι. Το ματάκι στην πόρτα έδειχνε μαύρο. Τα φώτα του διαδρόμου πρέπει να έκλεισαν το ίδιο δευτερόλεπτο.
Κόλλησε ολόκληρος στην πόρτα με το δάχτυλό του να γαργαλάει τον διακόπτη. Δεν είχε λόγο να μην τον πατήσει, αφού θα έπιανε στα πράσα τον πλακατζή που παίζει με τα νεύρα του βραδιάτικα. Ο ιδρώτας έσταζε στο πλαστικό κουμπί, μη καταφέρνοντας να το ζουλήξει.
Στο ημισκόταδο, μετά βίας διέκρινε την οικεία εικόνα του ασανσέρ, του κλιμακοστάσιου, και το μισό του παραθυρόφυλλου που έχει βλάβη και δεν κλειδώνει. Τα διέκρινε επειδή ήξερε ότι εκεί θα έπρεπε να βρίσκονται, όχι επειδή τα έβλεπε.
Πισωπάτησε σκοντάφτοντας στον καλόγηρο. Η σκιά που πέρασε αστραπιαία, σχίζοντας στη μέση το ακίνητο καρέ του διαδρόμου, πιο πολύ τον αιφνιδίασε παρά τον τρόμαξε, καθότι δεν πρόλαβε να δει κάτι περισσότερο από μία στιγμιαία αλλαγή στο σκούρο συνεχές.
Αμέσως ανασκουμπώθηκε. Πλησιάζοντας την πόρτα, άκουσε βιαστικά βήματα ν’ απομακρύνονται. Η διάθεσή του αναπτερώθηκε. Με το που θα την έβλεπε, θα την φιλούσε σαν να ήταν η τελευταία φορά.
Ο διάδρομος ήταν κενός.
Αφουγκράστηκε τα τελευταία βήματα αυτού που κατά τα φαινόμενα, χτύπησε το κουδούνι. Θα του φώναζε τις χειρότερες βλασφημίες, ίσως και να τον έπαιρνε από πίσω, αν δεν του τραβούσαν την προσοχή δύο πράγματα: Γιατί δεν φορούσε παπούτσια, και κυρίως, γιατί διέφυγε προς τα πάνω;
Ανέβηκε αργά μέχρι τη μέση της σκάλας, μόνο και μόνο για να σιγουρευτεί ότι φαντάστηκε την πηγή των βημάτων – όχι όμως και το κουδούνι. Πλακατζής υπήρχε· αυτό ήταν σαφές όπως και η κακογουστιά των αστείων του.
Στο βάθος του πάνω ορόφου διακρινόταν μ’ ευκολία η μεταλλική πόρτα της ταράτσας. Ήταν λευκή και κλειστή. Εφόσον δεν την άκουσε να τρίζει, μάλλον η ηχώ του έπαιξε κάποιο κόλπο.
Η ανάγκη του να βρίσει ικανοποιήθηκε πάντως. Στάθηκε για λίγο στο κατώφλι του διαμερίσματος εξετάζοντας του μαύρους λεκέδες στον διακόπτη του κουδουνιού του. Είτε τον έψαχνε ο καυστηρατζής της πολυκατοικίας – πράγμα χλωμό, είτε αυτός που έτρεχε χαρούμενος για την ευρηματικότητα της φάρσας, ήταν και βρωμιάρης πέρα από ενοχλητικός.
Η βραδιά κύλησε κατά τον ίδιο τρόπο πλήν των κουδουνιών. Σε γενικές γραμμές, τα αλλεπάλληλα ποτήρια ουίσκι έστρωναν το έδαφος, όσο το πλούσιο πρόγραμμα των σίριαλ έκανε την περισσότερη δουλειά αποσπώντας την προσοχή του Νίκου. Όμως πόσο ζάπινγκ ανάμεσα σε Σασμό, διαφημίσεις, Γη της Ελιάς, διαφημίσεις, σινεφίλ ταινίες της ΕΡΤ, και πάλι διαφημίσεις, μπορεί να καλμάρει το άγχος που ολοένα φούντωνε, για τις δώδεκα αναπάντητες κλήσεις στην κοπέλα του;
Πίσω από την οθόνη, ένας άντρας και μια γυναίκα λογομαχούσαν έντονα. Από τις ατάκες που πετούσαν ο ένας στον άλλο, ο Νίκος κατάλαβε ότι ήταν αντρόγυνο. Του θύμισε τους δικούς τους τσακωμούς και βούρκωσε, χωρίς να έχει κάποιο κοινό σημείο ταύτισης αφού δεν θυμόταν τον λόγο που τσακωνόταν το ζευγάρι και ήταν πολύ θολωμένος για να παρακολουθήσει περαιτέρω την πορεία της κουβέντας.
Όσο περνούσαν τα λεπτά ο τηλεοπτικός διαπληκτισμός έσβηνε σε ένα απαλό μουρμουρητό, και η σφιχτή λαβή που κρατούσε το κινητό μαλάκωνε. Το ουίσκι έκανε τη ναρκωτική δουλειά του. Κοίταξε με μισόκλειστα βλέφαρα την ώρα. Ήταν έντεκα και μισή το βράδυ. Κάτω από την ασάλευτη συννεφιά κυκλοφορούσαν μόνο μπάτσοι, γιατροί, φαντάροι, ίσως και κάποιος ξακουστός πρωταγωνιστής του Σασμού χωρίς χαρτί ελεύθερης κυκλοφορίας. Όχι η κοπέλα του εν πάση περιπτώσει.
Τα μάτια του έκλεισαν με την σκέψη ότι πιθανότατα εγκλωβίστηκε σε αέναους κύκλους κωλυσιεργίας, δεν πρόλαβε την απαγόρευση, και την πήρε ο ύπνος. Σχεδόν πείστηκε με τούτο το ανακουφιστικό σενάριο, προτού χαθεί στα αβυσσαλέα βάθη του ασυνείδητου.
Ξύπνησε με ταχυκαρδία και με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι στον λαιμό του. Το σαλόνι ήταν θεοσκότεινο παρότι θυμόταν ότι τον πήρε ο ύπνος με τα φώτα ανοιχτά. Συγκεντρώνοντας την ακόμη θολή του όραση σ’ ένα σημείο στο πάτωμα διαπίστωσε κατάπληκτος κι άλλη αλλαγή. Η πολυθρόνα, μαζί με τον ίδιο, είχε στρίψει με τέτοιο τρόπο ώστε η τηλεόραση – κλειστή κι αυτή – βρισκόταν στο πλάι του.
Μόνο όταν το βλέμμα του πλανήθηκε στον χώρο και σταμάτησε στην γωνία του σαλονιού, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το μικρό του δακτυλάκι, λες και ήταν ολόκληρος καλυμμένος με μπετό.
Φώναζε για βοήθεια. Ούρλιαζε με όλη του τη δύναμη μα μέσα από τα κλειστά του χείλη ίσα που έβγαινε ένα πνιχτό μουγκρητό. Η ανθρωπόμορφη σιλουέτα στεκόταν στη γωνία. Είχε ύψος όσο το ταβάνι, κι έγερνε ελάχιστα μπροστά. Παρέμενε εντελώς ακίνητη, κι απλά τον παρακολουθούσε όσο εκείνος έχανε τα λογικά του μέσα σ’ ένα χωροχρονικό ασυνεχές όπου τα δευτερόλεπτα πάγωναν σε αιωνιότητα.
Η ψιλόλιγνη σκιά άπλωσε προς το μέρος του κάτι που έμοιαζε με χέρι και ο Νίκος είδε για πρώτη και τελευταία φορά τον απόλυτο τρόμο με τη μορφή ενός κατάμαυρου πλοκαμιού. Το λεπτό άκρο με τους μωβ και πράσινους δακτυλίους χώθηκε στο μέτωπό του αφήνοντάς τον να ωρύεται σε ντελίριο.
Την επόμενη στιγμή ξύπνησε.
Του πήρε κάμποση ώρα να μαζέψει το μυαλό του, απ’ αυτό που ομολογουμένως ήταν η χειρότερη παράλυση ύπνου που έχει βιώσει ποτέ. Παραπαίοντας άναψε το φως και κοντοστάθηκε στη μέση του σαλονιού. Χασμουρήθηκε και πήγε κατευθείαν για ύπνο στο κρεβάτι.
Σηκώθηκε μετά από τρεις ώρες για να πάει στη δουλειά. Ένιωθε το σώμα του διαλυμένο, αλλά ευτυχώς η κοπέλα του απάντησε, λέγοντάς του αυτό που περίμενε, δηλαδή ότι δεν πρόλαβε την απαγόρευση και πήρε ο ύπνος, δίχως να τον ενημερώσει γιατί ήταν πάρα πολύ κουρασμένη. Είχε κι εκείνη ανάλογη εμπειρία. Αφού τις μοιράστηκαν, συμφώνησαν μ΄ ευκολία, ότι βίωσαν την πιο παράξενη Μόρα της ζωής τους. Κανείς τους βέβαια δεν κατάφερε να εξηγήσει ούτε την αλλαγμένη θέση στα έπιπλα όπου τους πήρε ο ύπνος, ούτε τις στάμπες καπνιάς στα σημεία που εμφανίστηκαν οι τρόμοι των ονείρων τους.
Οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί γνωστοποιούσαν με χαρμόσυνες φωνές τη διάλυση της συννεφιάς, αναφέροντας φωτεινά ανοίγματα σε διάφορα σημεία στην Αθήνα. Ο Νίκος αισθανόταν τελείως αποδιοργανωμένος αλλά τουλάχιστον οδήγησε ως την δουλειά του με τα φώτα σβηστά για πρώτη φορά εδώ και μια βδομάδα.
Την πρώτη φωτεινή ημέρα μετά το βράδυ με τα περισσότερα περιστατικά παράλυσης ύπνου στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Φωτογραφία: Κωσταντίνος Κυριαζόπουλος
Πολύ ωραία η ιστορία σου μπράβο!