Μάλιστα Σεφ
Έπεσε η πρώτη βόμβα σε νατοϊκή βάση. Από εδώ και στο εξής, το ανθρώπινο είδος πλέει σε αχαρτογράφητα νερά. Κάθε διπλωματική προσπάθεια χτύπησε τοίχο καθώς η πλευρά των ΗΠΑ αρνήθηκε να δεχτεί πως η συντριβή του αεροσκάφους που μετέφερε τον υπουργό εξωτερικών, αποτελούσε ένα μοιραίο δυστύχημα. Να σημειωθεί ότι πάνε δώδεκα μέρες από τότε που το ειδικά διαμορφωμένο Boeing 757 ξεκίνησε από την Ουάσιγκτον με προορισμό το Κίεβο. Μία μέρα μετά την συνάντησή του με τον Ουκρανό πρόεδρο, ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας πέταξε γι’ Αθήνα προκειμένου να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό της χώρας. Η περαιτέρω αμυντική υποστήριξη της Ελλάδας στην Ουκρανία που υφίστατο από την αρχή του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου, θα ήταν ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης. Τo Σάββατο 3/11 Στις 21:38 ακριβώς, καθώς το επιβατηγό 757 ετοιμαζόταν να προσγειωθεί στο Ελ. Βενιζέλος, το αεροσκάφος μεταφοράς φορτίου Airbus A330-200F, εταιρείας ρωσικών συμφερόντων συγκρούεται με το 757. Από τα πληρώματα των αεροσκαφών κανένας δεν επιβίωσε, καταλήγοντας στον τραγικό απολογισμό των 28 νεκρών ανάμεσά τους και ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ.
Κανείς μας, ούτε ο Νικόλας «το ντολμαδάκι», ούτε εγώ, «το λογισμικό», τρέφαμε την παραμικρή υποψία για πολέμους, γενοκτονίες Παλαιστίνιων, και τα λοιπά. Δεν είχαμε τον χρόνο να νοιαστούμε. Η κουζίνα είναι ένα απομονωμένο υπόγειο, αρκετές φορές κυριολεκτικά, όπου τα νέα του έξω κόσμου τρυπώνουν δυσκολότερα κι απ’ το φως του ήλιου. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κουζίνα εστιατορίου στη σκιά της Ακρόπολης με μισελενάτο σεφ. Σε τέτοια μαγαζιά τα νέα κινούνται σε πιο εσωτερικής πολιτικής θέματα, στις κρατήσεις του Σαββατοκύριακου, στην καινούργια σερβιτόρα με το κολλητό τζιν.
Κάθε Σάββατο και Κυριακή η δική μου βάρδια ξεκινούσε από τις 11 το πρωί και δεν τελείωνε πριν τις 12 το βράδυ. Οι πελάτες καλοπληρώνουν και πρέπει να καλοτρώνε μεσημέρι, απόγευμα και βράδυ. Αν μπορούσαν θα έρχονταν και τα χαράματα για τις μεταμεσονύχτιες λιγούρες. Μεγάλο κρίμα κύριε καλοπληρωτή, πρέπει να πάμε για ύπνο κι εμείς. Μήπως θέλετε να κάνετε κάνα τσιγάρο με τον λαντζιέρη από το Μπαγκλαντές; Έχει βαρεθεί κι αυτός ο φουκαριάρης να λιγδώνεται κάθε βράδυ καθαρίζοντας τη φούσκα και τις φριτέζες μας. Α, φοβάστε μη λερωθείτε, εντάξει, καταλαβαίνω, μάλιστα, μα δεν ξεβάφει ο άνθρωπος έτσι γεννήθηκε.
Εκείνο το Σάββατο ξύπνησα κεφάτος κι έτσι αποφάσισα να πάω στη δουλειά από τις 10, να πιώ τον καφέ με την ησυχία μου, να πω καμιά μαλακία με τον μπαρίστα, τέτοια πράγματα – καθημερινά ανθρώπινα. Εμείς το προσωπικό μπαίνουμε από τη κρυμμένη είσοδο στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Μην τυχόν και μας δει με πολιτικά ρούχα κανένας πελάτης και στραβοκαταπιεί το ποσέ του.
Εκεί στα σκαλάκια της εισόδου των παρακατιανών βρήκα καθήμενο τον Νικόλα τον πρακτικάριο με το κεφάλι του χωμένο στους αγκώνες. Ήταν μαυροφορεμένος με τη στολή του έτοιμος για βάρδια. Η πλάτη του τιναζόταν κάθε τόσο, συνοδεύοντας κάποιον πνιχτό λυγμό. Δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία μου, έτσι έκανα παραπανίσιο θόρυβο με τα παπούτσια μου, μην τον τρομάξω κι από πάνω. Με το που με είδε, σκούπισε τα μάγουλα άρον άρον.
«Τι έπαθες ρε Νικολή, όλα καλά;», ρώτησα τάχα σαστισμένος.
«Ποιος… εγώ; Ναι, μια χαρά».
Τα ρυάκια των δακρύων που του ξέφυγαν, καμπύλωναν στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, και τα χείλη του έμοιαζαν στριμωγμένα ανάμεσά τους. Θύμιζε ντολμαδάκι υγρό και τσουπωτό πανάθεμά τον, σαν να βγήκε μόλις από την κονσέρβα. Για να είμαι ειλικρινής, αν θες να μια μέρα να λέγεσαι σεφ, πρέπει να περάσεις το στάδιο του φρέσκου και άπειρου μάγειρα. Εγώ το πέρασα στο συγκεκριμένο μαγαζί όχι πολύ καιρό πριν. Κάθε μέρα γινόμουν το κλωτσοσκούφι του Σεφ, όμως κάτι η ταχύτητά μου στη δουλειά, κάτι η χοντρόπετσα που με περιβάλλει, ο Σεφ απλά σταμάτησε να μ’ ενοχλεί. Ε, τον Νικόλα τον έχει βάλει στο μάτι από τη στιγμή που εμφανίστηκε για πρακτική, ανανεώνοντας τακτικά τη λίστα με τα καψόνια, έτσι για να μη βαριέται.
«Έχει να κάνει με την άλμη;».
«Ποια άλμη;». Ξερόβηξε καθαρίζοντας τη βραχνάδα απ’ τη φωνή του. «Α, λες για τις προάλλες».
Μερικές μέρες πριν, ενώ ετοίμαζε μια μεγάλη ποσότητα άλμης, ο κακομοίρης πάνω στο άγχος του μπέρδεψε στη συνταγή την ζάχαρη με το αλάτι. Η άλμη έφερνε περισσότερο σε σιρόπι μπακλαβά παρά σε μαρινάδα για πανσέτες και κοτόπουλα. Φυσικά, το πράγμα δεν σωζόταν με τίποτα. Ο Σεφ του είπε πως αν τελείωνε τη βάρδια και δεν έφτιαχνε καινούργια θα του έσκιζε το παρουσιολόγιο της πρακτικής. Ο αθεόφοβος, όχι μόνο έκρυψε τον δεκάκιλο κουβά με το αλάτι στο γραφείο του για το υπόλοιπο της βάρδιας, τον πήρε μαζί του στο σπίτι. Τον λυπήθηκα τον πρακτικάριο με όλη μου την ψυχή, μολονότι δεν ήταν και το χειρότερο πράγμα που έχει κάνει ο Σεφ σε μάγειρά του.
«Λέω να πάω μέσα σιγά-σιγά», είπε ο Νικόλας.
«Κάτσε ρε συ να κάνουμε κάνα τσιγάρο. Τι βιάζεσαι;».
«Έχουμε 180 κρατήσεις το βράδυ, κι άλλες 120 το μεσημέρι».
«Ξημερώματα είναι ακόμη. Τι θα κάνεις; Θα τους στρώσεις τα χαλιά;».
Μου άρεσε που τον είδα να γελάει. Είχα αυτή τη δύναμη πάνω του· ίσως γι’ αυτό με συμπαθούσε περισσότερο από τους άλλους μάγειρες.
«Αφού το θες, ποιος είμαι εγώ να σου πω όχι. Ξεκίνα με ζωμό κότα. Κάνε τριπλή δόση, θα τη χρειαστούμε κι αύριο».
«Μάλιστα Σεφ».
«Άστα αυτά για τον μεγάλο. Θα έρθει νωρίτερα σήμερα».
Τα μάτια του έχασαν την πρόσφατη ζωηράδα τους.
«Αλλά θα φύγει και νωρίτερα. Δεν μας είπε γιατί».
Ο Νικόλας αγαλλίασε ξανά.
«Α, και που ‘σαι. Μην μπερδευτείς πάλι. Πώς το λένε, σκόρδο κρεμμύδι».
Ο μικρός με άγχωσε. Όσο μαθημένος κι αν είσαι στη μάχη με τα λυσσασμένα ζόμπι που λέγονται πελάτες, έχει διαφορά να ξεκινάς με 300 κρατήσεις συν τα περιπλανώμενα ζόμπι – που αν μπορούσαν θα βόλευαν και στις τουαλέτες. Έχουμε ταΐσει ξανά τέτοια νούμερα, Χριστούγεννα και παραμονή Πρωτοχρονιάς, με τον Σεφ όλη μέρα εκεί να συντονίζει το πάσο και να πιάνει κάνα τηγάνι όταν τα χαρτάκια πετάγονται από το μηχανάκι σαν σερπαντίνα. Τι τους έπιασε ξαφνικά εκτός σεζόν, ένα τυχαίο Σάββατο αρχές Νοέμβρη; Λες κι ερχόταν το τέλος του κόσμου, κι έπρεπε να φάνε, να φάνε, να φάνε.
Παρέλειψα την κουβέντα με τον ανεκδιήγητο μπαρίστα και την αηδιαστική του συνήθεια. Ο τύπος πρέπει να κάπνιζε ίσαμε τρία πακέτα την ημέρα, και κάθε δύο προτάσεις ρούφαγε και κατάπινε τα φλέματα. Χώθηκα κατευθείαν στην κουζίνα, φόρεσα τα ράσα του μάγειρα και στρώθηκα για προετοιμασία. Η προετοιμασία, ή αλλιώς μιζ αν πλας, είναι το άλφα και το ωμέγα στην επαγγελματική κουζίνα. Κάθε βράδυ μετά τις καθαριότητες της κουζίνας, σημειώνουμε σ’ ένα χαρτάκι την προετοιμασία που χρειάζεται να γίνει την επόμενη μέρα.
Πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τσεκάρω την μαρμίτα με τον ζωμό κότας. Όλα φαίνονταν εν τάξει και στη θέση τους. Ύστερα τσέκαρα το χαρτάκι της προετοιμασίας. Ζωμός κότας, καθάρισμα γαρίδες, ζωμός γαρίδα, τσιμιτσούρι, κονφί ντομάτα, κονφί κρόκους, λάδι βασιλικού, κράμπλ πέκαν, βινεγκρέτ ρόδι με πάσιον, τάρε για καραβίδες, λουκάνικο τόνου, μεριδοποίηση μάγουλα μοσχαριού, κοπή και μεριδοποίηση σφυρίδα, μαγιονέζα τρούφας, κόψιμο ραπανάκι, κόψιμο φρέσκο κρεμμύδι. Μια σύντομη και ολιγόωρη προετοιμασία, ειδικά με την απαρτία των μαγείρων. Ο Νικόλας το ντολμαδάκι, φυσικά δεν το έβλεπε έτσι. Ήξερε να κάνει τα μισά πράγματα στη λίστα – όχι επειδή του έλειπε μυαλό – κι απ’ αυτά που ήξερε, δεν τον αφήναμε να κάνει ούτε τα μισά. Το επόμενο πράγμα που έπιασε ήταν το πιο εύκολο και το πιο αχρείαστο: το φρέσκο κρεμμύδι.
«Άσε κάτω το μαχαίρι», του είπα, παλεύοντας να μην δείξω την απογοήτευσή μου.
«Έκανα μαλακία, ε;».
«Πολλές. Πρώτον τρέμει το χέρι σου, αλλά και να βρει δάχτυλο δεν θα το κόψει, ξέρεις γιατί;».
Με κοίταξε διερευνητικά. Δεν καταλάβαινε – πώς γίνεται να μην καταλάβαινε; Έπιασα κάποιες από τις ζουληγμένες, γεμάτες μύξα ροδέλες κρεμμυδιού, και τις ύψωσα μπροστά στα μάτια του. «Γιατί δεν κόβει ούτε βούτυρο».
«Μα το ακόνισα πριν έρθω».
«Τότε δεν ξέρεις ν’ ακονίζεις. Επίσης το κρεμμυδάκι μπορεί να γίνει τελευταία στιγμή».
Έμοιαζε έτοιμος να κλάψει.
«Κοίτα δεν πειράζει, όσο έχεις κόψει θα το βάλουμε στους ζωμούς. Είσαι τυχερός που σε είδα εγώ κι όχι ο μεγάλος. Θα σ’ έβαζε να το φας».
Αφού ξαναβρήκε το χρώμα του, τον πρότρεψα να πιάσει την τσιμιτσούρι και το κράμπλ, πράγματα εύκολα, και να πάρει όσο χρόνο θέλει, αρκεί να τα κάνει σωστά. Πράγματι μέχρι να έρθει η υπόλοιπη μπριγκάντα, κατάφερε να κάνει αυτά που του ζήτησα και σε αξιοπρεπή χρόνο.
Σιγά-σιγά κατέφτασαν και οι άλλοι δύο μάγειρες. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος συναδελφικότητας στις κουζίνες που μόνοι οι εργαζόμενοι της εστίασης μπορούν να καταλάβουν. Μοιάζει πολύ με την συντροφικότητα των φαντάρων. Αν με ρωτήσει κάποιος γιατί συμβαίνει δεν μπορώ να απαντήσω, εντούτοις ξέρω ότι ισχύει γιατί το αισθάνθηκα από τη πρώτη μου μέρα σ’ επαγγελματική κουζίνα, όπως και οποιοσδήποτε άλλος έχει κοπεί, καεί, κλάψει, και γελάσει πάνω στην φρενίτιδα του πάσου. Σε τούτο το ζεστό κλίμα πορεύτηκε κι ο Νικόλας, μέχρι που ήρθε ο Σεφ. Μπήκε φορτσάτος στη κουζίνα κατευθυνόμενος στο γραφείο του. Το καλαμπούρι κόπηκε μεμιάς και τα κεφάλια χαμήλωσαν στα τεφλόν, όπου τα μαχαίρια δούλευαν σαν βελόνες ραπτομηχανής.
«Καλησπέρα Σεφ».
«Σεφ, καλησπέρα».
«Γεια σου Σεφ».
Ο Σεφ κοντοστάθηκε στην πόρτα του γραφείου. «Εσύ δεν μας λες καλησπέρα;».
Ο Νικόλας τα ‘χασε. «Σεφ είπα Σεφ αλλά δεν με ακούσατε, δεν ακούστηκα εννοώ. Καλησπέρα Σεφ».
Κάτι μουρμούρισε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Βγήκε μετά από λίγο, τη στιγμή που εγώ μάζευα πράγματα για το πάσο. Ο Νικόλας ξάφριζε τους ζωμούς, παριστάνοντας τον απασχολημένο.
«Σήμερα περιμένουμε πάνω 400 κουβέρ. Σας θέλω όλους γρήγορους και σχολαστικούς σε ό,τι κάνετε. Αν τα πιάτα σας δεν μοιάζουν σαν να βγήκαν από κώλο θεού, θα σας τα στέλνω πίσω. Εντάξει;».
«Μάλιστα Σεφ», απαντήσαμε όλοι σε συμφωνία.
«Ρε ντολμά τι κάνεις εκεί;».
«Ξαφρίζω Σεφ».
«Σε θέλω και σένα πάνω. Θα είσαι κρύα και γλυκά, μαζί με το λογισμικό».
«Μάλιστα Σεφ», ψέλλισε. Ο μικρός χλόμιασε. Πιθανώς νόμιζε ότι θα έβγαζε τη μέρα απομονωμένος στην κουζίνα της προετοιμασίας. Εγώ πάλι μετανιώνω τη στιγμή που αποκάλυψα στον Σεφ ότι έχω τελειώσει σχολή τεχνικού υπολογιστών. Μεγαλώνοντας άρχισα να καταλαβαίνω πως τ’ αφεντικά, οι προϊστάμενοι, ενίοτε και οι συνάδελφοι, πρέπει να ξέρουν όσο το δυνατόν λιγότερα για τα εκτός δουλειάς.
«Σήμερα δεν θα είμαι στο βραδινό πάσο».
«Γιατί Σεφ;», ρώτησα.
«Θα πάω να κάνω έκπληξη στη γυναικούλα μου στο αεροδρόμιο. Έχει γενέθλια σήμερα».
«Να τη χαίρεσαι, Σεφ».
Σωστά. Η γυναίκα του δούλευε στο αεροδρόμιο.
«Ευχαριστώ», είπε κι έφυγε, περνώντας από δίπλα μου. Βρομοκοπούσε μπεκρίλα, κι ήταν ακόμη μεσημέρι. Από τις σκάλες ακούσαμε τη φωνή του, «Ρε ντολμά, για πόσο θα ξαφρίζεις; Άντε τελείωνε. Σούρωσέ τα και κατευθείαν τσίλερ να παγώσουν».
Τον πλησίασα και του είπα ψιθυριστά, «Ε, καλά σου λέει. Τρέξτο το, πάρε τα παγωτά κι έλα πάνω. Έχουμε δουλειά».
Μπήκα πρώτος στο ασανσέρ του προσωπικού, αφήνοντας πίσω μου ένα ντολμαδάκι παραπάνω νωπό απ’ ό,τι συνήθως. Έτσι είναι τα πράγματα. Καλώς ή κακώς δεν κάνουν όλοι οι χαρακτήρες για την κουζίνα. Γνωρίζοντας αυτό, κάποιος που δεινοπαθεί απλά και μόνο για επειδή υπάρχει στην κουζίνα, πρέπει να αλλάξει δουλειά. Αν συνεχίζει να παριστάνει τον άνετο παρά τα οφθαλμοφανή στους πάντες σημάδια, δεν υφίσταται καμία λύπηση, κανένας οίκτος για το πρόσωπό του. Αυτά σκεπτόμουν στη διαδρομή μου μέχρι την πάνω κουζίνα, και σχεδόν κατάφερα να με πείσω.
Ο μικρός σιχαινόταν το πάσο. Το άγχος του πολλαπλασιαζόταν εκθετικά στην ανοιχτή κουζίνα, με τους πελάτες να παρατηρούν τα πάντα, ακόμη και ο σούφρωμα των φρυδιών όταν έρχεται χαρτάκι δεκάρας παραγγελίας με δέκα κυρίως. Ο Νικόλας σουλατσάριζε άσκοπα πέρα δώθε, ανοιγοκλείνοντας τα συρταρωτά ψυγεία. Έτριβε τα χέρια στην ποδιά του, τακτοποιούσε ξανά και ξανά το μαχαίρι και το τεφλόν σε συγκεκριμένες θέσεις, γενικώς έκανε νευρικές μικροκινήσεις που μ’ ενοχλούσαν. Μέχρι να έρθει η πρώτη κράτηση, τον έβαλα να κόψει το κρεμμυδάκι για ν’ απασχολεί του μυαλό του. Εγώ γέμιζα τους γαστρονόμους με σάλτσες και γαρνιτούρες.
«Θέλω να ζητήσω μια χάρη από τον Σεφ, πιστεύεις ότι είναι η κατάλληλη ώρα;».
«Τι χάρη;», τον ρώτησα.
«Να, θα έρθουν οι γονείς μου για φαγητό αργά το μεσημέρι, και θα ήθελα πολύ να κάτσω στο τραπέζι τους έστω και για δύο λεπτά». Το πρόσωπό του έλαμπε καθώς τα έλεγε αυτά.
«Νομίζω δεν θα έχει πρόβλημα. Μόνο μην αναφέρεις ότι είναι γονείς σου».
«Γιατί;».
«Άκου με που σου λέω. Πες ότι σου είναι γνωστοί ή κάτι τέτοιο».
Ο Σεφ στάθηκε μπροστά στον πάγκο που μας χώριζε από την – ακόμη – άδεια σάλα. Έμοιαζε αναψοκοκκινισμένος και παράξενα ευδιάθετος. Ο Νικόλας παράτησε μισοκομμένο το κρεμμυδάκι, και με μια βαθιά ανάσα, βάδισε με θάρρος ως τη σκιά του Κέρβερου. Τα στρουμπουλά του δαχτυλάκια πλέκονταν και λύνονταν με μανία, για όσο διήρκησε η κουβέντα. Αλλά πρέπει να πήγε καλά. Ο Σεφ του χαμογέλασε ακουμπώντας τον φιλικά στον ώμο και ο Νικόλας φαινόταν ξαλαφρωμένος. Γύρισε αεράτος, λες και οι κοτρόνες που τον βάραιναν ξαφνικά να έγιναν μπαλόνια. Μάλιστα, πιστεύω πως η μικρή αυτή νίκη μας φανέρωσε για λίγο τον πραγματικό Νικόλα, αυτόν που κρυβόταν πίσω από τον σφιχτοδεμένο ιστό του φόβου της αποτυχίας.
Έγινε εξαιρετικός στο να ακολουθεί απλές οδηγίες. «Θέλω μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά, να μου έχεις βγάλει 5 λαβράκια σεβίτσε. Μην ασχοληθείς με τίποτα άλλο». Το έκανε. «Θέλω να μου βγάλεις τα γλυκά του 3 και του 8. Το έχεις;». Το είχε. Μόνο με στις μπάλες παγωτού τα βρήκε σκούρα. Δυσκολευόταν να δημιουργήσει ολοστρόγγυλη μπάλα. Το βρήκε όταν του εξήγησα την απαλότητα της κίνησης. Σαν να χαϊδεύεις μπουτάκι, του είπα. Εντυπωσιάστηκα που κατάλαβε ακριβώς την αναλογία, έτσι τον ρώτησα αν είχε κοπέλα. Αγνόησε την ερώτηση και αφοσιώθηκε πάλι στην αυγόφετα πανετόνε με παγωτό κανέλλας.
Οι πελάτες κατασπάραζαν ό,τι τους στέλναμε και ζήταγαν περισσότερα. Τα στομάχια τους βαρέλια χωρίς πάτο, όπως οι τσέπες τους. Ο Σεφ μας χάζευε με απορία όταν ξεπετάγαμε τις παραγγελίες την ώρα που το μαγαζί βούλιαζε από κόσμο. Πρώτη φορά είδα τον Νικόλα ν’ απολαμβάνει τη δουλειά. Κι εγώ τον απολάμβανα. Όλο χαμόγελο σιγοτραγουδούσε λαϊκά την ώρα που ανακάτευε σαλάτες στην μπασίνα και ρεμπέτικα όταν ψιλόκοβε τα πανέ. Έτσι θα έπρεπε να είναι η δουλειά μας. Απαιτητική μεν – αυτό δεν θ’ αλλάξει ποτέ, αλλά γιατί όχι ανάλαφρη; Να σχολάς και να λες, χαίρομαι που και σήμερα τάισα καλό φαγητό σε ανθρώπους που πεινούσαν. Είναι τόσο απλό, κι όμως καταντάει υπερβολικά σοβαρό. Σε τελευταία ανάλυση φαγητό φτιάχνουμε, όχι πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Ο πολύς ο κόσμος άρχιζε ν’ αραιώνει, κι εμείς να χαλαρώνουμε. Ο Νικόλας δεν είχε καμία σχέση με το στενάχωρο ντολμαδάκι που είδα εκείνο το πρωί. Ακτινοβολούσε ολόκληρος εκτελώντας τις τελευταίες παραγγελίες. Οι γονείς του δεν είχαν έρθει ακόμη για φαγητό. Εφόσον ήμασταν χαλαρά, του πρότεινα ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά εκείνος με τα πιάτα τους, τουλάχιστον της κρύας. Δέχτηκε και χάρηκε πολύ με την πρωτοβουλία.
Ο Σεφ αποχώρησε για το γραφείο του στην κάτω κουζίνα με κάποια ασήμαντη πρόφαση. Έκανα αμέριμνος το διάλειμμα στα σκαλάκια της κρυφής εισόδου χαζεύοντας στο κινητό στιγμιότυπα από τις ζωές ανθρώπων που δεν δούλευαν Σάββατο μεσημέρι. Τότε άκουσα πνιχτές φωνές πίσω από την πόρτα. Εντελώς αντανακλαστικά τινάχτηκα στην άκρη, και καλώς έπραξα, απ’ ό,τι αποδείχτηκε στην πορεία. Πρώτος βγήκε ο Νικόλας κατακόκκινος και αλαφιασμένος. Ύστερα ακολούθησε ο Σεφ με μάτια που πετούσαν σπίθες.
«Α, τέλεια! Είναι και το λογισμικό εδώ. Ν’ ακούσει από πρώτο χέρι πόσο τεράστιος μαλάκας είσαι».
«Τι συνέβη;», ρώτησα κι εγώ, πάλι παριστάνοντας τον έκπληκτο.
«Να σου πει το παλικάρι μας», φώναξε ο Σεφ.
Ένευσα στον Νικόλα: Πάλι ρε Νικόλα; Τι συνέβη ρε Νικόλα; Τι έκανες και τάραξες τον Σεφ μας; Φαινόταν στο μούτρο του ότι πολεμούσε με το θεριό του, να παραδεχτεί το θανάσιμο αδίκημα του λάθους σ’ έναν κόσμο μεγάλων που ξέχασαν ότι γεννήθηκαν μικροί κι άπειροι.
«Ξέχασα…».
«Τι ξέχασες;».
«Ξέχασα να βάλω τους ζωμούς στο τσίλερ», είπε με σκυμμένο το κεφάλι.
«Αυτό έγινε; Σιγά τ’ αυγά!», είπα σε μια προσπάθεια να αλαφρώσω το κλίμα. Στην πραγματικότητα ήξερα τη σοβαρότητα του πράγματος, και ναι, ο μικρός την είχε βαμμένη.
«Μας δουλεύεις και εσύ ρε μαλάκα; Οι ζωμοί έχουν κάτσει τουλάχιστον 4 ώρες εκτός τσίλερ. Τα μικρόβια και τα σκατά κάνουν πάρτι εκεί μέσα. Ρε θα στείλει κάναν άνθρωπο στο νοσοκομείο αυτός εδώ ο ντολμάς».
«Κι αν τους βάλει τώρα;».
«Δεν θα το ρισκάρουμε».
«Συγνώμη Σεφ». Ο φουκαράς κρατιόταν με νύχια και με δόντια να μην πατήσει τα κλάματα.
«Άστα αυτά. Άκου τι θα γίνει. Θα τσακιστείς τώρα κάτω, και θα τους φτιάξεις από την αρχή. Τα κοτόπουλα και τις γαρίδες θα τα βάλεις από την τσέπη σου, με κατάλαβες; Αλλιώς θα φροντίσω να φανεί σαν μην έχεις κάνει ούτε μία μέρα πρακτική».
«Μάλιστα», ψέλλισε.
«Μάλιστα τι;».
«Σεφ. Μάλιστα Σεφ».
«Έτσι μπράβο. Και θα κάνεις γενική στην κάτω κουζίνα. Ψυγεία, ράφια, τα πάντα όλα. Μην νομίζεις ότι θα την γλιτώσεις. Θα βάλω το Μπαγκλαντές για μάρτυρα».
«Μάλιστα Σεφ».
«Α και που ‘σαι. Μην σε δω να πλησιάζεις το τραπέζι των γονιών σου».
Μονάχα τότε ο Νικόλας ύψωσε το βλέμμα. «Μα Σεφ…!», είπε με βουρκωμένα μάτια.
«Μαμούνια. Ξέχασέ το για σήμερα. Θα τους δεις στο σπίτι. Όποτε καταφέρεις να πας…». Εκείνη τη στιγμή είδα κάτι να σπάει στο ατσάλινο μούτρο του Σεφ. Σπάνιο φαινόμενο. Δεν πρόλαβα να δω τι ακριβώς ήταν, ίσως σχισμή στο ατσαλάκωτο βλέμμα, μια δόση ευσπλαχνίας. Κατανόησα τη θέση του· γιατί έκανε ό,τι έκανε. Έτσι έμαθε κι αυτός. Το ατσάλι στη φωτιά φτιάχνεται. Μια μέρα θα φτάσω στη θέση του, και τότε, μακάρι να είναι ακόμη τα μυαλά μου στη θέση τους, και να κόψω τα στρατόκαυλα καπρίτσια της κουζίνας. Από την άλλη όλοι έτσι ξεκινούν, με μεγαλεπήβολα οράματα αλλαγής του κατεστημένου. Βλαστάρια με όνειρα λουλουδιών. Στην πορεία τσαλακώνονται και σκληραίνουν. Αναπαράγουν και δικαιολογούν. Μοχθούν και ξεσπούν, ποδοπατούν με μανία τ’ άλλα βλαστάρια, τ’ ακόμη άγουρα. Η αλλοτρίωση τους κατατρώει σαν συμβιωτικό παράσιτο. Χρόνο με τον χρόνο αφομοιώνονται, και ο κύκλος συνεχίζεται.
«Πάω να πάρω τσιγάρα», είπε ψηλαφώντας τις τσέπες του. «Όταν γυρίσω, θέλω να δω τους ζωμούς στα μάτια. Λογισμικό, σε καθιστώ υπεύθυνο».
«Μάλιστα Σεφ».
Όταν έφυγε ο Σεφ, ο Νικόλας ψηλάφισε με τρεμάμενα χέρια τις δικιές του τσέπες. Τώρα πια δεν έκλαιγε, αλλά ανάσαινε κοφτά, και ίδρωνε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Το δέρμα του πήρε το χρώμα του νεκρού. «Είσαι καλά ρε;».
Έβγαλε ένα ασημένιο καρτελάκι με κάτι λευκά χαπάκια. Με τα χίλια ζόρια κατάφερε ν’ αφαιρέσει ένα.
«Τι είναι τούτα; Ζάνια;».
Δεν μου απάντησε. Ό,τι και να ήταν το κατάπιε στεγνό. Μετά βίας στεκόταν όρθιος, κι έτσι τον κάθισα στα σκαλάκια. Στα ίδια σκαλάκια που τον βρήκα να κλαίει εκείνο το πρωί. Ανάσαινε γρήγορα και βαριά, ενώ ακουμπούσε με την παλάμη του το στήθος. «Λέγε ρε. Καλά είσαι; Θες να σου φέρω λίγο νερό;». Δεν ήθελε. «Κρίση πανικού έχεις;». Ναι, σίγουρα κρίση πανικού, σκέφτηκα. Ήξερα κι ας μην είχα πάθει ποτέ, μήτε δει να συμβαίνει μπροστά μου. Τον πρότρεψα να πάρει αργές ανάσες, κι εκεί τα τρομαγμένα του μάτια έδειξαν να με προσέχουν. Έσκυψα στο ύψος του κι έκανα κάτι για το οποίο αισθάνομαι ντροπή και περηφάνεια που σκέφτηκα και τόλμησα, αγνοώντας την πιθανότητα να με δει κάποιος απ’ το προσωπικό και κατ’ επέκταση αυτό που ενδεχομένως να συμπέραινε. Πήρα απαλά την παλάμη του και την μετέφερα στο στέρνο μου. «Νιώσε την αναπνοή μου, και προσπάθησε να την αντιγράψεις». Έβαλα τα δυνατά μου να σταθεροποιήσω τις ανάσες σ’ ένα νωχελικό ρελαντί. Εκείνη τη στιγμή αισθανόμουν τελείως καραγκιόζης και παρακαλούσα να μην βγει κανείς για διάλειμμα. Μα την αλήθεια όμως, έπαθα πλάκα όταν εγώ, ο Γ’ μάγειρας ενός ακριβού μαγαζιού με θέα την Ακρόπολη που στην ουσία δεν ήξερα και πολλά πράγματα πέρα από σαλάτες και γλυκά, κατόρθωσα να τον ηρεμήσω χωρίς να πω λέξη.
Ο φυσιολογικός παλμός στο στήθος του κράτησε ελάχιστα, αφού με το που καταλάγιασε ο πανικός, κατέφτασε το κλάμα. Αποτραβήχτηκα κι εγώ, καθώς μου φαινόταν διπλά πιο αμήχανη η επαφή τώρα που πλάνταζε. Συν ότι ο θόρυβος θα προσκαλούσε σίγουρα τους περίεργους του μαγαζιού.
«Δεν μπορώ», ψιθύρισε.
«Έτσι κάνει με όλους. Έτσι έκανε και με μένα».
«Δεν αντέχω άλλο», ούρλιαξε μέσα από τα δόντια του.
Του έκανα νόημα να ησυχάσει δείχνοντας ταυτόχρονα στην κουζίνα. «Κάνε λίγη υπομονή. Η αρχή είναι, θα συνηθίσεις». Βλέποντας ότι η συμβουλή μου δεν τον ακουμπούσε, συνέχισα. «Εμένα με βοηθούσε να εκτονώνομαι. Ξέρεις πώς; Κλεινόμουν στο ψυγείο και ούρλιαζα. Ούρλιαζα με όλη μου τη δύναμη μέχρι να βραχνιάσω. Τα ψυγεία έχουν τρομερή ηχομόνωση. Σου προτείνω να το κάνεις κι εσύ».
Μ’ αυτή τη κουβέντα μαγνήτισα για τα καλά την προσοχή του. Δεν θα έλεγα το ίδιο για τη σκέψη, βέβαια. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο κενό, το δάκρυ κόπασε.
«Έχεις δίκιο. Όλο τα μαζεύω και υποφέρω. Πρέπει να ξεσπάσω. Πρέπει».
Σηκώθηκε δίχως να πει κουβέντα και μπήκε στην κουζίνα. Το ύφος του με ανησύχησε, αλλά όχι τόσο ώστε να διακόψω το διάλειμμά μου. Γύρισε μετά από πέντε λεπτά με φυσιολογικό χρώμα στο πρόσωπο.
«Όλα καλά;».
«Μια χαρά», απάντησε.
«Ξέσπασες;».
«Ναι αμέ. Δεν έκανα ακριβώς αυτό που μου είπες, αλλά τουλάχιστον ξεφορτώθηκα τα χάπια».
«Δηλαδή τα πέταξες;».
«Ναι. Δεν τα χρειάζομαι πια».
Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκα ότι κακώς πήρε εκείνος την απόφαση να τα κόψει κι όχι ο γιατρός του. Ήμουν τόσο χαρούμενος που επηρέασα έτσι έναν άλλον άνθρωπο, που δεν μου πέρασε καν απ’ το μυαλό.
«Καλύτερα να πάω κάτω. Να ξεκινήσω τους ζωμούς».
«Πήγαινε. Μόλις τελειώσει το πάσο θα ‘ρθω κι εγώ να σε βοηθήσω».
Σηκώθηκα τότε, αφού είχα καπνίσει δύο ολόκληρα τσιγάρα. Γαϊδουριά όταν μέσα κάποιος άλλος έκανε την δουλειά του πόστου μου. Πριν μπούμε, τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη. «Όλα καλά», του είπα, «δεν χάλασε κι ο κόσμος». Τι τραγική ειρωνεία.
Την επόμενη μέρα μάθαμε ότι η γυναίκα του Σεφ, βασική ελέγκτρια εναέριας κυκλοφορίας στο Ελευθέριος Βενιζέλος, λιποθύμησε κατά τη διάρκεια της βάρδιας με αποτέλεσμα να συγκρουστούν δύο αεροσκάφη, ένα εκ των οποίων μετέφερε τον υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ. Επειδή το δεύτερο αεροσκάφος ήταν ρωσικών συμφερόντων, και οι σχέσεις των δύο χωρών ήδη τεταμένες, οι ΗΠΑ αρνήθηκαν την επίσημη δήλωση του Κρεμλίνου, ότι δηλαδή δεν επρόκειτο για εσκεμμένη επίθεση παρά για μοιραίο ατύχημα.
Η δε άτυχη γυναίκα που λιποθύμησε στα γενέθλιά της, βρίσκεται σε κώμα και είναι άγνωστο πότε θα ξυπνήσει. Στην αιματολογική της εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα αλπραζολάμης, την δραστική ουσία του Ζάναξ. Ο Σεφ, αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι η γυναίκα του χρησιμοποιούσε ηρεμιστικά. Λογικό. Στις μέρες μας, είναι τόσο ταμπού να παίρνεις χάπι για το μυαλό, που σκέφτεσαι να το πεις μέχρι και στον άντρα σου. Κατά τέτοιον τρόπο πείστηκε και ο Σεφ. Ο κακομοίρης δεν ξανάρθε στη δουλειά. Κάθεται νυχθημερόν στο πλάι της γυναίκας του, ενός ανθρώπου που νόμιζε ότι γνώριζε.
Ποιος θα περίμενε πως εγώ, ο Γ’ μάγειρας του ακριβού εστιατορίου με θέα την Ακρόπολη, είμαι ο μοναδικός γνώστης της αλήθειας. Ήμασταν δύο, αλλά ο Νικόλας έπεσε από την ταράτσα του πατρικού του. Δεν άντεχε να ζει με την ιδέα πως πλήγωσε μία αθώα γυναίκα, ξεκινώντας και τον τρίτο παγκόσμιο λόγω αυτού. Όσο για το τελευταίο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αφορμή έψαχναν και τη βρήκαν εκεί που δεν το περίμεναν. Ο Νικόλας δεν πρόλαβε να μου πει την αλήθεια, μα εγώ την ξέρω, γιατί είδα το ύφος του πριν «ξεσπάσει». Ήταν ύφος ανθρώπου που θέλει να κάνει κακό. Και το έκανε ξεφορτώνοντας τα ζάνια στο φλασκί του Σεφ. Το άφηνε πάντα σε συγκεκριμένο συρτάρι στο γραφείο. Όλοι ξέραμε πού το έκρυβε. Μα υπάρχει δεύτερη τραγική ειρωνεία. Μάλλον ο Σεφ υπήρξε ήδη πιωμένος όταν έφτασε στο αεροδρόμιο, κι έτσι δεν ήπιε καθόλου από το νοθευμένο με ηρεμιστικά αλκοόλ.
Όσο για μένα, παραμένω πιστός στη ρουτίνα του εστιατορίου, στη μιζ αν πλας, στο πάσο μου. Η ξαφνική κατιούσα που πήρε ο κόσμος μου είναι παντελώς αδιάφορη. Τον θεωρούσα ήδη καταδικασμένο προτού συγκρουστούν τα δύο αεροπλάνα. Αν πέσει βόμβα στο εστιατόριο, ρωσική ή αμερικάνικη – το ίδιο είναι, θα πεθάνω χαρούμενος ξέροντας ότι τη στιγμή που το χρειαζόταν, στάθηκα στο πλευρό ενός ανθρώπου. Συντονίστηκα με την αναπνοή κι εκείνος με τη δικιά μου, συναισθάνθηκα την οδύνη του, του έδωσα μια συμβουλή από το δικό μου βίωμα, κι ας την παρεξήγησε τελικά.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω στο μέλλον μας ως είδος. Πιστεύω μόνο στο καλό φαγητό, και τελευταία, στις καθημερινές πράξεις καλοσύνης. Κατά βάθος πιστεύω, πως αν ο καθένας περάσει λίγες μέρες στην κουζίνα ενός εστιατορίου σαν αυτό που δουλεύω, και πάρει μια μικρή γεύση συναδελφικότητας, αλληλεγγύης χωρίς κρυφές δεσμεύσεις, τότε ίσως να υπάρχει ελπίδα.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι καθαρά συμπτωματική
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κυριαζόπουλος
Αν σου άρεσε το κείμενο, μην ξεχάσεις να εγγραφείς στο newsletter για ένα τέτοιο κάθε μήνα, ν’ αφήσεις σχόλιο, να το μοιραστείς, ή να μου στείλεις απευθείας μήνυμα, όλα μέσω των παρακάτω κουμπιών.