Καθόλου αξιολύπητο
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, και η Ελένη μόλις έβαλε ν’ ακούσει για πέμπτη φορά μέσα σε μία ημέρα, το τελευταίο ηχητικό μήνυμα που της είχε στείλει ο πρώην της. Της είχε πει να πάρει χαρτί υγείας στον γυρισμό απ’ το σχολείο. Γιατί τέτοιος ήταν. Ποτέ δεν μεριμνούσε ν’ αγοράσει ο ίδιος το γαμημένο το κωλόχαρτο προτού τελειώσει. Έπρεπε να της στέλνει ηχητικό όσο βρισκόταν ακόμη στη λεκάνη· όταν συνειδητοποιούσε – μάλλον πανικόβλητος – ότι η μαλακότητα του πισινού του θα συναντούσε την τραχύτητα του χαρτιού κουζίνας. Τον αγάπησε αυτόν τον πισινό. Τον αγαπούσε.
«Δασκάλα μας, να σου το γεμίσω;».
Η Ελένη δέχτηκε αβίαστα. Τι ήταν άλλο ένα τσιπουράκι… Αξιολύπητο – να τι ήταν. Μια τριανταπεντάχρονη να τα πίνει μόνη της στο καφενείο του χωριού, παραμονή Πρωτοχρονιάς; Ταυτόχρονα να πασπατεύει το βαλσαμωμένο κουφάρι της περασμένης της σχέσης; Διπλά αξιολύπητο.
Άφησε το κινητό στο τραπεζάκι με παραπάνω δύναμη απ’ όση περίμενε. Αμέσως το σήκωσε μ’ ευλάβεια, ελέγχοντας πρωτίστως το τζαμάκι της οθόνης. Ήταν η μόνη της επαφή με τον έξω κόσμο – τον «πραγματικό», όπως τον αποκαλούσε. Εκείνον της αδιάκοπης βαβούρας, των θεάτρων και των σινεμά, των μπαρότσαρκων στις τέσσερις το πρωί, των κολλητών και της οικογένειας, του ακατονόμαστου που ξεχνούσε το χαρτί υγείας, κι ενίοτε, την επέτειό τους. Τον κόσμο της Αθήνας.
«Κυρ Πάνο, δεν μου φέρνεις και καμιά μπύρα;».
Ο κυρ Πάνος, ιδιοκτήτης και μοναδικός σερβιτόρος του καφενείου, γύρισε στο μέρος της, κάπως προσβεβλημένος.
«Σκέτο Πάνος. Πόσες φορές πια να σου το πω». Ύστερα χαμογέλασε. «Αμέσως Ελένη μου».
Έπλεξε τα δάχτυλα μεταξύ τους, και χάζεψε έξω απ’ το παράθυρο. Κάτι έπρεπε να κάνει περιμένοντας τον δολοφόνο του χρόνου και των ανεπιθύμητων αναμνήσεων, εφόσον το κινητό ήταν εκτός επιλογής.
Ο άνεμος λυσσομανούσε, ρίχνοντας με βία τις νιφάδες στο τζάμι. Η λαύρα απ’ το τζάκι δεν τις άφηνε να σταθούν λίγο, να τις απολαύσει προτού λιώσουν σε λεπτές γραμμές δακρύων. Αν τα δικά της στίγματα μετατρέπονταν τόσο γρήγορα σε δάκρυα, δεν θα βρισκόταν μόνη στα Καλάβρυτα, μια ανάσα πριν την καινούργια χρονιά.
«Ήθελες να φύγεις από την Αθήνα, μην παραπονιέσαι», μουρμούρισε.
«Τσίπουρο, και, μπύρα», ανήγγειλε ξεροβήχοντας ο κυρ Πάνος.
Η Ελένη μούδιασε. Προφανώς δεν τον άκουσε να έρχεται. Αυτό της έλειπε τώρα, να γίνει η τρελή του χωριού. Η δασκάλα που μιλούσε μόνη της. Τριπλά αξιολύπητο.
«Ευχαριστώ πολύ».
Ο κυρ Πάνος έκανε να φύγει, μα κάτι του τράβηξε την προσοχή και κοντοστάθηκε.
«Έχεις κανένα αγόρι στη ζωή σου;».
Λες και διάβασε τις σκέψεις της ο κερατάς.
«Συγχώρα με για την ερώτηση. Απ’ την καλή μου τη θέληση σε ρωτάω. Εγώ σαν κόρη μου σ’ έχω. Αν έβλεπα την κόρη μου να τα πίνει μόνη της στο καφενείο τέτοια μέρα, ε, το ίδιο θα της έλεγα».
Τετραπλά αξιολύπητο.
Καθάρισε τον λαιμό της, με σκοπό να βάλει τον γέρο στη θέση του, με το γάντι πάντα. Αντ’ αυτού κόμπιασε.
«Ξέρεις τι; Καλύτερα μόνη!», είπε κουνώντας νευρικά τον δίσκο. «Το εγγονάκι μου, που ζυγώνει τα 18, είναι αγκαλιά όλη μέρα μ’ αυτό το μαραφέτι. Ξες τι κάνει ε; Μιλάει με άλλα αγόρια στην ηλικία της. Μιλάει ‘’ιντερνετικά’’, έτσι το λέει η κόρη μου. Αυτά τα… αγόρια, είναι στην ηλικία της, ή είναι τίποτα… Παναγία και Χριστέ μου. Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω!».
Έφυγε τρεχάτος προς την κουζίνα, ανεμίζοντας το ελεύθερο χέρι. «Καλύτερα έτσι, σου λέω!».
Πενταπλά αξιολύπητο, ή μήπως όχι;
Σούρωσε στα γρήγορα το τσιπουρόμπυρο κι έφυγε, αφήνοντας δύο ευρώ φιλοδώρημα στον κυρ Πάνο – έτσι, για την συμβουλή. Στον δρόμο για το σπίτι τρέκλιζε, όμως η παγωνιά, αντιστάθμιζε την ζαλάδα της μέθης. Ο τσουχτερός αέρας σφαλιάριζε το πρόσωπό της. Οι λεπτές νιφάδες, τρυπούσαν το δέρμα εν είδει πυρακτωμένων βελονών. Δεδομένου ότι έμενε στην μία από τις πλαγιές που πλαισίωναν τα Καλάβρυτα, μέχρι να περάσει το κατώφλι, είχε καταφέρει να συνέλθει.
Έκατσε δίπλα στο σώμα με τις υπέρυθρες που παρότι μοντέρνο έκανε τη χειρότερη δουλειά στο να ζεσταίνει το σπίτι. Επειδή δεν είχε καιρό στο χωριό, κι ούτε ήξερε πόσο θα καθόταν, δεν είχε ζητήσει απ’ τον σπιτονοικοκύρη κάτι καλύτερο. Μια ξυλόσομπα, ίσως. Είχε τζάκι αλλά κι αυτό μισοζέσταινε το σαλόνι. Όλοι συμπαθούσαν την δασκάλα κι άμα το ζητούσε, θα το έκανε ασυζητητί.
Όμως είχε άλλη δουλειά τώρα, και η θέρμανση του σώματος ερχόταν δεύτερη. Μια κάψα στο κάτω μέρος της κοιλιάς που είχε καιρό να αισθανθεί, κατεύθυνε τις αποφάσεις της.
Στρογγυλοκάθισε στον καναπέ, και τυλίχτηκε με την κουβέρτα. Άδραξε το κινητό και κατέβασε την πρώτη εφαρμογή γνωριμιών που βρήκε μπροστά της. Μπορούσε να προσθέσει μέχρι οκτώ φωτογραφίες. Εκείνη έβαλε τέσσερις, μην την πουν και απελπισμένη. Ούτε επέλεξε τις πιο προκλητικές μολονότι είχε πολλές τέτοιες στη διάθεσή της.
Θεωρούνταν όμορφη, σύμφωνα με την ανθολογία κολακευτικών σχολίων που είχε συλλέξει από άλλους άντρες πλην του πρώην. Τα δικά του λόγια δεν μετρούσαν πλέον. Εκείνη θεωρούσε τον εαυτό της μια χρυσή μετριότητα. Τελικά έκανε την παρασπονδία, κι έβαλε ως τελευταία φωτογραφία μία ολόσωμη από τις διακοπές της στην Κρήτη. Κόκκινο μαγιό σε γαλάζια νερά; Λυγερή μέση γιατί τότε γυμναζόταν μια φορά στο τόσο; Καθόλου αξιολύπητο.
Στην περιγραφή της, έγραψε και κάτι εκλεπτυσμένο με ψήγματα υπονοούμενων για τις προτιμήσεις της στους άντρες. Ρύθμισε την ακτίνα αναζήτησης στα 60 χιλιόμετρα ώστε να πιάνει Πάτρα κι όχι μόνο τους τουρίστες και τα πλατάνια των Καλαβρύτων. Ήταν έτοιμη.
Τα αιτήματα έπεφταν πιο γρήγορα απ’ ότι οι νιφάδες έξω απ’ το παράθυρο. Μελαχρινοί, ξανθοί, με τσιγκελωτά μουστάκια ή αξύριστοι, φοιτητές, εργαζόμενοι, νεότεροι και γυμνασμένοι κυρίως. Και δεν χρειάστηκε να κουνήσει καν το δαχτυλάκι της. Εκείνοι έκαναν το πρώτο βήμα, το δύσκολο. Είχε ξεχάσει τούτη την ευχάριστη λεπτομέρεια στους άντρες. Μα τι έχανε τόσο καιρό, σαν γυναίκα μόνη;
Είχε πέντε ώρες μέχρι την αλλαγή του χρόνου. Όχι πως είχε κανονίσει κάτι, αλλά σίγουρα δεν θα ήθελε να τη βρει ο καινούργιος χρόνος, μ’ ένα κινητό στο χέρι, ψάχνοντας άντρες στο διαδίκτυο. Θα ήταν απίστευτη γρουσουζιά και αξιολύπητο νούμερο έξι.
Άρχισε να τσατάρει με τους μνηστήρες που της άρεσαν περισσότερο. Με όλους είχε κάτι να πει, αλλά η συζήτηση κυλούσε ως ένα βαθμό. Μετά από την ανταλλαγή τυπικών πληροφοριών για χόμπι, σπουδές, διαμονές, γούστα στις μουσικές, η κουβέντα χτυπούσε τοίχο ή κατέληγε στο θες να έρθεις στο σπίτι μου; Είμαι μόνος, τελίτσες, τελίτσες, τελίτσες.
Η συζήτηση κράτησε παραπάνω απ’ το συνηθισμένο μ’ έναν Βασίλη Α., ο οποίος δεν είχε καμία φωτογραφία. Παρότι τους μυστήριους τους έστελνε απ’ την αρχή, κάτι την ώθησε να μην το κάνει στον συγκεκριμένο. Και η διαίσθηση βγήκε αληθής. Ο τύπος έγραφε σαν τη γνώριζε, κι αυτό την τρόμαζε κι εξίταρε παράλληλα.
9:11 μ.μ: Οπότε, πήρες μετάθεση από ένα σχολείο στην Αθήνα που σου άρεσε, για να πας στα Καλάβρυτα. Γιατί έτσι;.
9:11 μ.μ: Βαρέθηκα την Αθήνα, κι αποφάσισα να φύγω. Είχα τη δυνατότητα ως δασκάλα.
9:12 μ.μ: Δεν νομίζω πως είναι αυτός ο λόγος.
9:12 μ.μ: Τι εννοείς; 🤨
9:20 μ.μ: Helloooo. Είσαι εδώ;
9:25 μ.μ: Μάλλον μιλάω μόνη μου.
9:27 μ.μ: Αχ συγνώμη γι’ αυτό. Ένα από τα σκυλιά μου έκανε εμετό κι έπρεπε να τον μαζέψω. Δεν είναι ν’ αφήνεις πίτσα στο τραπέζι.
9:27 μ.μ: Ένα από τα σκυλιά σου; 😮😮😮
9:27 μ.μ: Αυτό που εννοούσα προηγουμένως, πριν φύγω, όσοι βαριούνται την Αθήνα, πάνε μια εκδρομή, δεν φεύγουν μόνοι για τα βουνά.
9:27 μ.μ: Πώς ξέρεις ότι είμαι μόνη;.
9:29 μ.μ: Αυτό ήταν μαλάκα, θα καλέσω την δίωξη ηλ. εγκλήματος να σε μαζέψει.
9:35 μ.μ: 🤣🤣🤣.
9:36 μ.μ: Χα. Χα.
9:36 μ.μ: Υποθέσεις κάνω. Για να είσαι εδώ παραμονή Πρωτοχρονιάς, μάλλον είσαι τόσο μόνη όσο κι εγώ.
9:37 μ.μ: Δεν είμαι μόνη, έχω παρέα.
9:38 μ.μ: Τυχερούλα. Εγώ είμαι πιο μόνος κι απ’ το Home Alone.
9:39 μ.μ: Χαχα. Εντάξει. Κι εγώ ίσως να είμαι πιο μόνη απ’ όσο θα ήθελα 😕.
9:39 μ.μ: Δεν είναι ντροπή!
9:39 μ.μ: Το ξέρω!
9:40 μ.μ: Εσύ, γιατί είσαι μόνος;
9:42 μ.μ: Ωχ, χτύπησα ευαίσθητη χορδή; Σόρρυ αν το έκανα!
9:43 μ.μ: Όχι καθόλου. Είναι μεγάλη ιστορία, αυτό είναι όλο. Και τραβάει από παλιά, οπότε θα γεράσουμε (δεν θέλω να γεράσω άλλο πίστεψέ με 😁) μέχρι να σου την πω από εδώ. Ελπίζω μια μέρα…
9:44 μ.μ: Ώπα. Άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Πόσο χρονών είσαι.
9:45 μ.μ: Επόμενη ερώτηση! Πάντως όχι πολύ μεγάλος.
9:45 μ.μ: Α, συγνώμη. Εξάλλου η ηλικία είναι ένα νούμερο. Πόσο νιώθει κανείς μπλα, μπλα, μπλα, αυτά δεν λένε;.
9:46 μ.μ: Αυτά τα λένε οι γέροι.
9:46 μ.μ: Χαχαχαχα. Κι από γέρους άλλο τίποτα εδώ πέρα. Πού είπαμε ότι μένεις εσύ;
9:47 μ.μ: Δεν είπαμε ακόμη! Πιο βόρεια από εσένα. Πολύυυυ πιο βόρεια. Σ’ ένα χωριό που και να στο πω, δεν θα το ξέρεις. Ειδικά αν δεν είσαι από εδώ.
9:48 μ.μ: Πολύ μυστήριος είσαι 🤔.
9:49 μ.μ: Δεν το έχω σκοπό. Απλά σιχαίνομαι τις τυπικούρες, και μαζί σου νιώθω ότι τις έχουμε αφήσει στην άκρη.
9:49 μ.μ: Κι εγώ!
9:50 μ.μ: Θα σου πω τι δουλειά κάνω, αν θέλεις!
9:50 μ.μ: Αμέ!
9:50 μ.μ: Είμαι υπάλληλος σε εταιρεία. Βαρετό εε; Μην με κάνεις μπλοκ 😋.
9:51 μ.μ: Το σκέφτομαι.
9:51 μ.μ: Πλάκα κάνω. Λες και η δικιά μου δουλειά σφύζει από περιπέτεια. Παιδιά, φασαρία, παιδιά, κι άλλα παιδιά. Καμιά φορά και γονείς. Αυτοί είναι το χειρότερο. Και τι κάνεις στην εταιρεία. Εννοώ, ποιο είναι το πόστο σου.
9:52 μ.μ: Στις παραγγελίες.
9:52 μ.μ: Θα ήθελα να παραγγείλω λίγη ευτυχία, λοιπόν! Την στέλνετε σε μένα, ή πρέπει να την παραλάβω;».
9:55 μ.μ: Χαχαχαχα! Τέλειο!
9:56 μ.μ: Κι εγώ νόμιζα ότι το βρήκες αξιολύπητο. Μετράς κι εσύ πόσο αξιολύπητα είναι κάποια πράγματα που κάνεις ή λες;
9:56 μ.μ: Συνέχεια.
9:57 μ.μ: Δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που βρίσκω άλλη μία ψυχή που κάνει το ίδιο με μένα. Μπορεί να σου ακουστεί πολύ παράξενο. Σε νιώθω κοντά μου κι ας μην σε ξέρω. Να σου εξομολογηθώ κάτι;
9:58 μ.μ: Εννοείται. Κι εγώ νιώθω το ίδιο.
9:59 μ.μ: Βασίλη!!!!!!!!!!!!!! ❤❤
10:00 μ.μ: Λοιπόν, το ξερνάω: Θέλω να σταματήσω να σκέφτομαι τον πρώην μου.
10:05 μ.μ: Ωχ οχι! Είπα την λέξη τζιζ εε;
10:09 μ.μ: Εδώ είσαι;
10:37 μ.μ: Βασίληηηηηηηηη… Ουουυυυυυυυ!
11:26 μ.μ: Ελένη!!!! Εδώ είμαι! Μου χάλασε το αμάξι (πάλι), κι έπρεπε να ασχοληθώ μ’ αυτό για λίγο. Όλα καλά τώρα.
11:27 μ.μ: Ελένη, είσαι εδώ;
11:28 μ.μ: Θα πρέπει να σε πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Καλύτερα, δεν θα με ακούσεις να έρχομαι.
11:29 μ.μ: Ελένη…
11:30 μ.μ: Σε μυρίζω από εδώ.
11:31 μ.μ: Έρχομαι σε σένα.
11:32 μ.μ: Θα σου φέρω την ευτυχία που αναζητάς.
11:32 μ.μ: Θα σε κάνω να ξεχάσεις τον πρώην σου.
11:33 μ.μ: Πλησιάζω. Είμαι τόσο κοντά.
Η Ελένη ξύπνησε από τις βροντές, ιδρωμένη κι αλαφιασμένη λες και είχε τρέξει Μαραθώνιο στον ύπνο της. Το σπίτι ήταν πιο κρύο από ποτέ. Το δωμάτιο φωτιζόταν απ’ την λάμψη των βεγγαλικών, δίνοντας την εντύπωση ότι είχε ξημερώσει. Έριξε μια ματιά έξω. Ο ουρανός είχε καθαρίσει και στις στιγμές νηνεμίας, μπορούσε να διακρίνει την πανσέληνο. Κοίταξε το ρολόι στον καρπό της: 12:02 π.μ. Θα πρέπει να την πήρε ο ύπνος στον καναπέ, περιμένοντας αυτόν τον Βασίλη ν’ απαντήσει. Οι γονείς της δεν την είχαν πάρει ακόμη. Ούτε οι φίλοι της από την Αθήνα. Στο κάτω-κάτω, εκείνη επέλεξε να μείνει στα Καλάβρυτα χρονιάρες μέρες, αγνοώντας τα παρακάλια ολονών. Καλά να πάθει.
«Καλή χρονιά», μουρμούρισε.
Αν και δεν έτρεφε πολλές ελπίδες, έψαξε το κινητό της. Το άτιμο είχε χωθεί ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ. Το λαμπάκι των ειδοποιήσεων αναβόσβηνε νωχελικά. Παρόμοια αναβόσβησε και η καρδιά της.
Όπως το σήκωσε έτσι το πέταξε ξανά. Αυτή τη φορά, δεν την ένοιαζε καθόλου το τζαμάκι της οθόνης. Τα παράθυρα έτριζαν απ’ τις βροντές, και για λίγο νόμιζε πως το τρέμουλό της οφειλόταν σε αυτό, γιατί πολύ απλά αρνιόταν να πιστέψει σε αυτό που έβλεπε.
Είχε προσγειωθεί με την οθόνη προς τα πάνω. Μια διόλου αμελητέα ρωγμή στόλιζε διαγώνια το κινητό, δυσκολεύοντας την ανάγνωση του περιεχομένου του. Ευτυχώς…
Το κινητό χτύπησε, και η Ελένη τινάχτηκε σύγκορμη. Από συνήθεια και μόνο, τα μάτια της καρφώθηκαν στο κινητό.
12:04 π.μ: Είμαι απ’ έξω. Δεν θα μου ανοίξεις;
Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Άρπαξε το κινητό, και κάλεσε την αστυνομία. Ταυτόχρονα έτρεξε στην εξώπορτα για να ελέγξει την κλειδαριά. Κλειδωμένη τέσσερις φορές.
«Άμεση δράση, παρακαλώ;».
Η Ελένη πήγε να μιλήσει, όμως η δόνηση του κινητού της έκοψε τη μιλιά.
«Παρακαλώ;».
«Με ακούτε;».
Η κυρία αστυνόμος το έκλεισε. Κρίμα… είχε ευγενική φωνή.
12:06 π.μ: Άστο, μπήκα μόνος μου.
Τότε, άκουσε πολλαπλούς γδούπους από το σαλόνι, σαν να κάλπαζε άλογο.
Πέρασε από την κουζίνα για να οπλιστεί. Καθόλου αυτό που φανταζόταν. Από την βιασύνη της επέλεξε το μικρό μαχαίρι για τις πατάτες. Ούτε δέκα πόντους λάμα. Καλό ήταν κι αυτό. Θα του το κάρφωνε στο μάτι.
Άκουσε το ποδοβολητό. Πιο δυνατό αυτή τη φορά. Προετοίμασε τον εαυτό τις με βαθιές ανάσες. Δούλευε. Πάντα δούλευαν οι αναπνοές. Εισπνέοντας τον αέρα, ένιωσε μια παράξενη ζεστασιά. Πορτοκάλι και μπαχαρικά… μελομακάρονα;
Με το μαχαίρι προτεταμένο, βάδισε προς το σαλόνι.
Το είδε αυτό ή το φαντάστηκε;
Ένας κοκκινωπός ανεμοστρόβιλος σάρωσε το σαλόνι εν ριπή οφθαλμού. Δεν ήταν αέρας, ούτε σκόνη. Όχι, με τίποτα. Κάτι έκρυβε μέσα του. Κάτι χειροπιαστό. Φτάνοντας στο τζάκι εξαφανίστηκε με την ίδια ταχύτητα που εμφανίστηκε. Μόνο που έκανε θόρυβο, αλλά αυτό δεν το καθιστούσε λιγότερο εξωπραγματικό. Δυνατοί χτύποι – μεταλλικά τακούνια σε ξύλινο πάτωμα, σαν κλακέτες.
Έφυγε, εξαϋλώθηκε. Η μυρωδιά παρέμεινε για λίγο, πριν εξαφανιστεί κι αυτή μαζί του. Πορτοκάλι με μπαχαρικά. Σαν το σπίτι της μαμάς της τα Χριστούγεννα.
Το κινητό δονήθηκε στην τσέπη της. Το λαμπάκι της ειδοποίησης αναβόσβηνε πιο επιτακτικά απ’ ότι προηγουμένως, ή έτσι της φάνηκε εκείνη τη στιγμή. Ήταν αυτός. Ο Βασίλης Α.
Η συνομιλία άνοιξε μόνη της.
12:10 π.μ: Εγώ είμαι. Σόρρυ για το χάλι. Δεν ήθελα να με δεις, κι έτσι έτρεξα σαν τρελός. Ελπίζω να μην έκανα καμιά ζημιά 😯😯. Ελένη σου είπα ψέματα. Δεν μου χάλασε πραγματικά το αμάξι, απλά έψαχνα αυτό που μου ζήτησες. Με δυσκόλεψες να ξέρεις! Εκεί που ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, κάτω από ένα κάδο σκουπιδιών βρήκα κάτι. Δεν είναι ακριβώς αυτό που ζήτησες αλλά με λίγη φαντασία και δικιά σου προσπάθεια, μας κάνει.
Δεν έχεις φτιάξει δέντρο (☹☹) οπότε στο άφησα κάτω από το τραπέζι. Αντίο!
Η Ελένη έγινε μικρή Ελένη. Χοροπηδώντας ζύγωσε το τραπέζι και κοίταξε από κάτω. Μια μικρή ευτυχία με γούνα έτρεξε στην αγκαλιά της. Ένα κουτάβι που αναζητούσε συντροφιά. Όπως κι εκείνη.
Ήταν η πρώτη φορά εδώ και αρκετούς μήνες, που ο πρώην έφυγε από τη σκέψη της.
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κυριαζόπουλος