Ιριδισμός
Το συγκεκριμένο διήγημα αποτελεί προϊόν απόσχισης (spin-off) από το μυθιστόρημά μου, Κρικ. Με απλά λόγια, διαδραματίζεται στον κόσμο του βιβλίου χωρίς αυτό να σημαίνει πως μαρτυρά οποιοδήποτε σημείο της πλοκής του Κρικ. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας πρόλογός του. Επίσης, στο τέλος του κειμένου θα βρείτε λεπτομέρειες για την εκδήλωση/παρουσίαση του βιβλίου, η οποία θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 18/6.
«Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Έτσι τα λένε, για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο». Ο Αντρέας μουρμούριζε στυλωμένος μπροστά στην τηλεόραση. Κρύος ιδρώτας έλουζε το σβέρκο του, ενώ το αψεγάδιαστο πρόσωπο της παρουσιάστριας παρέμενε αφύσικα ανέκφραστο παρά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που ανήγγειλε:
Θάνατος ασθενούς με Άιρις κι αυτεξούσια επαναφορά του στη ζωή χωρίς απινίδωση ή ΚΑΡΠΑ.
Σαν άνθρωπος του εικοστού πρώτου αιώνα (και μάλιστα νέος) ο Αντρέας είχε συμμετάσχει σε συζητήσεις για τον αφανισμό της ανθρωπότητας, πάντα μέσα από τα εξαγνιστικά φίλτρα της ξεγνοιασιάς και του χιούμορ. Ακόμη και όταν το τέλος οφειλόταν σε άβουλα πλάσματα που τρέφονται με ανθρώπινη σάρκα, κανενός το αυτί δεν ίδρωνε, άντε το πολύ να σηκωνόταν καμιά τρίχα. Εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος την γοητεία των μετα-αποκαλυπτικών σεναρίων – δύσκολα όμως προσδιορίζει το γιατί. Αδειανές πόλεις πνιγμένες στη χλωρίδα, ελάφια και λύκοι να κυκλοφορούν στους αυτοκινητόδρομους, ένας πλανήτης τελείως απαλλαγμένος από τον ανθρώπινο ρύπο. Ποιος δε θα ήθελε τη Γη για πάρτη του, πόσο μάλλον ο άνθρωπος της πόλης, ο μυημένος στη φασαρία και την πολυκοσμία.
Ωστόσο γιατί τέτοια σενάρια δε γοήτευαν πια τον Αντρέα; Μάλλον γιατί η πραγματικότητα έρχεται δεύτερη σε σχέση με τη φαντασίωση, ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση δεν έφταιγε αυτό. Πριν το δελτίο ειδήσεων με την πορσελάνινη παρουσιάστρια, προηγήθηκε ο πρόλογος του τέλους του κόσμου, ένα τρίμηνο γεμάτο θάνατο και απόγνωση. O μη-ταυτοποιημένος μικροοργανισμός IRIS-20, ο πρώτος στην ιστορία της επιστήμης που διέθετε δικό του χρώμα (πράσινο), είχε καταφέρει να σκοτώσει επτά εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως μονάχα σ’ έναν μήνα. Έτσι ο Αντρέας, έχοντας χάσει τη μητέρα του και δύο αγαπημένους του φίλους από τα συμπτώματα του Άιρις (τα οποία μοιάζουν με αυτά της μηνιγγίτιδας) με τίποτα δεν ανυπομονούσε για το τέλος της ανθρωπότητας.
Με το που τελείωσε το έκτακτο δελτίο ειδήσεων, ο Αντρέας πήρε τηλέφωνο τον πατέρα του.
«Μπαμπά, είδες τις ειδήσεις;»
«Ναι. Πάρε την αδερφή σου και τσακιστείτε!»
«Μα, δεν ξέρουμε τι μπορεί να είναι».
«Δε με νοιάζει! Βαρέθηκα να το συζητάω. Ελάτε πίσω».
Τρεις μήνες τώρα ο Αντρέας και η Μαρία συζητούσαν το ενδεχόμενο να γυρίσουν στο πατρικό τους στη Σπάρτη, δεδομένου ότι τα πράγματα στην Αθήνα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Μα μία η απαγόρευση κυκλοφορίας, μία η φθίνουσα υγεία της μητέρας του, το πήγαιναν από αναβολή σε αναβολή.
«Πού είναι η αδερφή σου;»
«Πετάχτηκε στο σούπερ»
«Μάσκα φοράει;»
«Ναι», απάντησε, αλλά δε θυμόταν αν πράγματι την είχε πάρει μαζί της φεύγοντας.
«Την καλή, ε; Όχι το καραβόπανο».
«Τις καλές χρησιμοποιούμε. Ούτως ή άλλως τον έχει περάσει».
«Δεν έχει σημασία. Μπορεί να κολλήσει αυτή την καινούργια, την μπλε μετάλλαξη».
Ο Αντρέας ανησύχησε. Σε αντίθεση με τον ίδιο, η αδερφή του δεν τηρούσε κατά γράμμα τα μέτρα προφύλαξης κατά του Άιρις, γι’ αυτό και είχε κολλήσει στις αρχές της πανδημίας, ευτυχώς ελαφριά. Λίγα ήταν γνωστά για τον μηχανισμό δράσης του μικροοργανισμού όπως και γιατί ενώ αρκετοί πέθαιναν την πρώτη εβδομάδα, άλλοι τον περνούσαν ασυμπτωματικά. Σε κάθε περίπτωση, ο Αντρέας δεν έπαιξε ποτέ με τις πιθανότητες, περνώντας τρεις μήνες αφόρητου εγκλεισμού, με την ευλογία του κρατικού μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων. Άλλωστε αν του τύχαινε ο κλήρος, μπορεί να κατέληγε στα κατ’ ευφημισμό κέντρα αποκατάστασης νοσούντων, δηλαδή κολαστήρια για όσους φουκαριάρηδες γλίτωναν από τις ΜΕΘ.
Έβαλε ένα ποτήρι νερό και δοκίμασε να πάρει τηλέφωνο την αδερφή του. Το βουητό από το βάθος του διαμερίσματος απλά επαλήθευσε δύο από τις πολλές ενοχλητικές συνήθειες της Μαρίας: την τάση της να διατηρεί το κινητό στο αθόρυβο, και σημαντικότερο, να το ξεχνάει στο σπίτι. Έτσι ο Αντρέας δεν είχε άλλη επιλογή από το να την περιμένει να γυρίσει. Αν η αναμονή είναι γενικά μια άβολη κατάσταση, όταν συμβαίνει εν μέσω ανησυχίας και άγχους τότε γίνεται πραγματικό βασανιστήριο. Πάλι καλά που ο εικοστός πρώτος αιώνας είχε πολυποίκιλες αποσπάσεις να προσφέρει.
Βούλιαξε στον καναπέ, πιάνοντας το κινητό του μέχρι να τελειώσει το διαφημιστικό διάλειμμα των ειδήσεων. Υπήρξε περίεργο πώς ο κόσμος κυριολεκτικά καιγόταν και οι διαφημίσεις έπαιζαν αδιαλείπτως, ασχέτως αν σε μια εβδομάδα από τώρα θ’ απέμενε κοινό ν’ απευθυνθούν. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο καθένας δημοσίευε το μακρύ του και το κοντό του, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Κάποιος εμμέσως πλην σαφώς αποζητούσε παρηγοριά για την απώλεια ενός κοντινού του προσώπου, άλλος σχολίαζε την επικαιρότητα με νερόβραστο σαρκασμό. Μα κανείς δεν καταλάβαινε τον παραλογισμό στις πράξεις του; Άραγε μονάχα ο Αντρέας σκεφτόταν τόσο εσχατολογικά; Βέβαια, για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, και ο Αντρέας εθελοτυφλούσε με τον δικό του ξεχωριστό – και κάπως αθώο – τρόπο. Πέρα από την οκτάωρη δουλειά του σε τράπεζα (η οποία μάλιστα συνέχιζε κανονικά, παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας, και τους εκατοντάδες θανάτους καθημερινά), φιλοδοξούσε να γίνει συγγραφέας. Και είχε κάνει σημαντική πρόοδο προχωρώντας το βιβλίο του, ειδικά το τελευταίο τρίμηνο του εγκλεισμού, όπου ξεσπούσε ανηλεώς στο κακόμοιρο πληκτρολόγιο. Καταμεσής του χάους σκεφτόταν κι αυτός τον εαυτό του. Αν ο κόσμος τελείωνε, κι εκείνος κατάφερνε να επιβιώσει, θα είχε κανένα νόημα να ολοκληρώσει το βιβλίο του; Ποιος θα τον εξέδιδε, και κυρίως, ποιος θα τον διάβαζε; Για τούτες τις εγωιστικές του σκέψεις, ντρεπόταν βαθιά.
Καινούργια νέα για τη μυστήρια επαναφορά ασθενούς δεν υπήρχαν, τουλάχιστον μ’ ένα γρήγορο ζάπινγκ. Το κινητό μία από τα ίδια, αν και ορισμένοι συνάδελφοι τον ρωτούσαν αν είχε παρακολουθήσει τις ειδήσεις. Η αεικίνητη αγκαθωτή μπάλα που ολοένα μεγάλωνε στην κοιλιά του τον σήκωσε από τον καναπέ. Αναζήτησε λίγο αέρα – έστω και τον ρυπαρό αστικό αέρα – για να δροσίσει το νοτισμένο του σβέρκο. Από το πέμπτο πάτωμα της δωδεκαώροφης πολυκατοικίας πολλά μπορούσε να δει, αλλά όχι αρκετά. Απόμακρες σειρήνες και κόρνες μαρτυρούσαν πως κάτι πράγματι συνέβαινε, δεδομένου ότι με την απαγόρευση κυκλοφορίας, η ακουστική ρύπανση είχε μειωθεί στο ελάχιστο.
Είχε περάσει ήδη ένα μισάωρο από το τηλεφώνημα, και τουλάχιστον άλλο τόσο από την αναχώρηση της αδερφής του. Υπό κανονικές συνθήκες πανδημίας, κι επειδή ο κόσμος έμαθε να ξεσπά στα ψώνια, δε θ’ ανησυχούσε για την καθυστέρηση στο σουπερμάρκετ, ειδικά Σάββατο μεσημέρι. Ωστόσο, μετά την τελευταία είδηση, πώς μπορούσε να είναι σίγουρος ότι η «αυτεξούσια επαναφορά ασθενούς» δε θα συνέβαινε ξανά, συγκεκριμένα στο σουπερμάρκετ; Με τη φαντασία του να οργιάζει, οπλίστηκε με την καλή μάσκα προστασίας (όχι το καραβόπανο), έχωσε ένα αντισηπτικό μπουκαλάκι στην τσέπη του μπουφάν, και βγήκε προς αναζήτηση της αδερφής του.
Δεν υπήρχαν πολλά σουπερμάρκετ κοντά στην πολυκατοικία, σ’ αυτή την ήσυχη γειτονιά του Κάτω Χαλανδρίου. Μονάχα ένα συνοικιακό το οποίο τα αδέρφια Γεωργίου χρησιμοποιούσαν σχεδόν αποκλειστικά για τα ψώνια τους. Ύστερα από δύο λεπτά γοργού περπατήματος, έφτασε στο κατάστημα όπου τον περίμενε μια γνώριμη εικόνα. Τρομοκρατημένα μάτια πάνω από διπλές και τριπλές μάσκες ακολουθούσαν τα νωχελικά χέρια των ταμιών να περνούν τα πράγματά τους από τον σαρωτή. Με το ξέσπασμα της πανδημίας άλλαξαν οι προτεραιότητες του μέσου καταναλωτή, δίνοντας βάση σε: αλάτι, ζυμαρικά, νερό, κονσέρβες, αντισηπτικά, οινόπνευμα και πολύ χαρτί υγείας. Παράξενο δε, πώς προϊόντα σαν τα παραπάνω είδαν αύξηση έως και εκατό τοις εκατό στην τιμή.
Θα πρέπει να κύκλωσε το κατάστημα γύρω στις πέντε εσωτερικά κι εξωτερικά. Ρώτησε τους υπαλλήλους, κάποιοι από τους οποίους τη θυμούνταν χωρίς να τους δείξει φωτογραφία στο κινητό. Ύστερα ρώτησε άγνωστους πελάτες, αλλά και κάποιους γείτονες (κυρίως ηλικιωμένους) μήπως την πέτυχαν στους διαδρόμους ή στο πάρκινγκ καθώς έμπαιναν. Ούτε ένας χριστιανός δεν την είδε να ψωνίζει ή έστω να περνάει έξω από το κατάστημα! Μα πώς ήταν δυνατό; Η Μαρία, όσο χοντρόπετση κι αν φαινόταν, ποτέ δε θα τον άφηνε σε αναμμένα κάρβουνα αν τυχόν σκόπευε να καθυστερήσει για οποιοδήποτε λόγο. Θα γυρνούσε σπίτι να τον ενημερώσει ή θα του τηλεφωνούσε από άλλο κινητό – ιδίως σε καιρούς σαν αυτούς.
Βγαίνοντας, ο ψυχρός αέρας του Νοεμβρίου σαν να καταπράυνε την ανησυχία του. Ομολογουμένως η πολυκοσμία σε συνδυασμό με την αποπνικτική οσμή του αντισηπτικού δε βοηθούσαν τον Αντρέα να σκεφτεί καθαρά. Η αδερφή του μάλλον θυμήθηκε τελευταία στιγμή κάποια εκκρεμότητα, ή ίσως είχε κανονίσει να βρεθεί με το αγόρι της. Ναι, σωστά! Το αγόρι της δεν έμενε μακριά· μπορεί να πετάχτηκε από το σπίτι του. Το τελευταίο εντοπιζόταν εντός της ακτίνας των τριών χιλιομέτρων από το δικό τους, οπότε μπορούσε να πάει κατά τις επιτρεπόμενες ώρες μετακίνησης δίχως να χρειάζεται ειδική άδεια. Αν οι αμφιβολίες άρχιζαν να σείουν το τείχος της λογικής σε βαθμό επικίνδυνο, τότε θα τηλεφωνούσε στο αγόρι της.
Αποφάσισε να κάνει μια μικρή βόλτα, καθυστερώντας την επιστροφή του στο σπίτι και στην είδηση της «αυτεξούσιας επαναφοράς». Άλλωστε μέχρι τις έξι το απόγευμα είχε το ελεύθερο να πάει όπου τραβούσε η όρεξή του αρκεί να μην ξέφευγε από την ακτίνα. Και ποιος ξέρει – μπορεί στον δρόμο να πετύχαινε τη Μαρία.
Σύντομα σταμάτησε να βαδίζει τυχαία κι άρχισε να κατευθύνεται προς την πηγή ενός συγκεχυμένου σαματά. Λίγα λεπτά αργότερα βγήκε από τα στενά στην Παλαιολόγου, την προέκταση της Καποδιστρίου στο Χαλάνδρι. Εκεί αντίκρυσε κάτι το εντελώς πρωτόγνωρο, ακόμη και για τον καιρό πριν την πανδημία. Το ρεύμα της λεωφόρου που κατευθυνόταν προς τα βόρεια είχε μετατραπεί σε μια ακίνητη ουρά από αμάξια. Την παραφωνία της κόρνας συμπλήρωναν οι φωνές δεκάδων εξαγριωμένων οδηγών. Κλασσικοί Αθηναίοι μπαμπουίνοι, σκέφτηκε ο Αντρέας, πλησιάζοντας ένα SUV. Τα δύο παιδιά στο πίσω κάθισμα με το ζόρι ξεχώριζαν από τα μπαγκάζια. Η γυναίκα συνοδηγός έλεγε κάτι στον άντρα οδηγό χειρονομώντας έντονα, ενώ ο τελευταίος ένευε τρώγοντας τα νύχια του. Οι άνθρωποι δεν πήγαιναν διακοπές – αυτό ήταν ξεκάθαρο. Η γυναίκα σάστισε όταν είδε τον Αντρέα να ζυγώνει.
«Καλησπέρα», είπε φροντίζοντας να κρατήσει αποστάσεις, καθώς εκείνοι δε φορούσαν μάσκα. «Τι γίνεται;»
«Δε βλέπεις; Μάλλον κι άλλοι είχαν την ίδια ιδέα», είπε χαμογελώντας η γυναίκα.
«Ποια ιδέα;», ρώτησε άσκοπα ο Αντρέας, καθώς γνώριζε την απάντηση.
«Δεν είδες τις ειδήσεις;», είπε η γυναίκα.
«Ναι…», μουρμούρισε ο Αντρέας.
«Θες να είσαι εδώ όταν θα συμβεί και σε άλλους;».
«Δεν ξέρουμε αν μεταδίδεται. Δεν ξέρουμε καν αν είναι αλήθεια».
Ο άντρας, που μέχρι τώρα παρέμενε αμέτοχος έγειρε προς το παράθυρο του συνοδηγού.
«Άκου φιλαράκο. Από μια καλή μου άκρη στην αστυνομία έμαθα πως έχει ήδη συμβεί σε κάμποσους εδώ στην Αθήνα. Προφανώς θέλουν να το κουκουλώσουν για να μη φρικάρει ο κόσμος».
«Μα ο κόσμος έχει ήδη φρικάρει», απάντησε ο Αντρέας δείχνοντας την ουρά.
«Δε με νοιάζει τι κάνουν οι υπόλοιποι. Εμένα με νοιάζει μόνο η οικογένειά μου, και να σου πω την αλήθεια, έπρεπε να την κοπανήσουμε τρεις μήνες νωρίτερα».
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ, έτσι δε λένε;» είπε σε μια προσπάθειά του να ελαφρύνει το κλίμα.
«Σου προτείνω να κάνεις το ίδιο. Πάρε τους αγαπημένους σου και φύγε. Πήγαινε σε κάνα χωριό, δεν ξέρω. Όπου έχει λιγότερο κόσμο, τόσο το καλύτερο. Λοιπόν αδερφέ, καλή τύχη», είπε και ανέβασε το παράθυρο.
Η συγκεκριμένη αλληλεπίδραση τον αναστάτωσε περισσότερο από την είδηση το πρωί. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι φρόντιζαν για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, κάτι που ο Αντρέας ολοένα καθυστερούσε, κι ας μην έφταιγε ο ίδιος. Και τι να έκανε· δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει χωρίς την αδερφή του. Αμέσως πήρε τηλέφωνο το αγόρι της Μαρίας. Του απάντησε ακριβώς αυτό που φοβόταν, ότι δηλαδή δεν ήταν μαζί του και δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πού μπορεί να βρισκόταν. Ξαφνικά ίδρωσε, κι ας έβρισκε ο ψυχρός αέρας διόδους μέσα από τα κενά στα ρούχα του. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής τροχάδην. Πάντως όταν θα έφευγαν, έπρεπε να το κάνουν μέσω λιγότερο κεντρικών δρόμων. Το τελευταίο δεκάλεπτο τα αυτοκίνητα δεν είχαν καταφέρει να κινηθούν ούτε σπιθαμή. Ευχόταν μόνο η Μαρία να είχε γυρίσει όσο έλειπε ο ίδιος.
Για μια στιγμή χάρηκε όταν βρήκε την πόρτα ξεκλείδωτη, μα όταν φώναξε τ’ όνομά της έλαβε για απάντηση την παγερή ησυχία. Βρίσκοντας τις ελπίδες του φρούδες έβαλε τα δυνατά του να μην πανικοβληθεί. Έφτιαξε ένα τσάι, κι έκατσε στον καναπέ αποφασισμένος να κρατήσει τα μπόσικα, πιάνοντας ένα βιβλίο αντί για τηλεόραση ή κινητό. Έτσι έκανε, εκπλήσσοντας τον εαυτό του που κατάφερε να δραπετεύσει από τη δίνη των ζοφερών σκέψεων, ώσπου να πάρει τα ηνία ο ύπνος, πριν καν προλάβει να πιει μια γουλιά από το καυτό πράσινο τσάι με γεύση λεμόνι.
Ένας απόμακρος κρότος τον ξύπνησε στιγμές πριν ο ήλιος δύσει πίσω από τις πολυκατοικίες της Αθήνας. Με τις αισθήσεις του νωχελικές, άργησε να διακρίνει αν επρόκειτο για πυροβολισμό η πυροτέχνημα, παρότι τους τελευταίους μήνες, ουδείς είχε λόγο να γιορτάσει, πόσο μάλλον να στολίσει τον ουρανό με πολύχρωμες φωταψίες.
Αμέσως έλεγξε το κινητό του για αναπάντητες κλήσεις ή μηνύματα, βρίσκοντας μόνο ειδοποιήσεις για ανανέωση του λογισμικού. Απογοητευμένος άνοιξε την τηλεόραση. Τα μισόκλειστα μάτια του πάλευαν να προσαρμοστούν από το ημίφως του σαλονιού στη λευκή λάμψη της οθόνης. Κι αυτό ίσως ήταν καλό, καθώς τα αγουροξυπνημένα του αντανακλαστικά λειτούργησαν ως φίλτρο για ό,τι ξετυλιγόταν μπροστά του. Δύο κανάλια μετέδιδαν ζωντανή μετάδοση από στατικές κάμερες σε ψηλά σημεία κεντρικών λεωφόρων της Αθήνας. Σε όλα τα πλάνα, το ένα ρεύμα έμοιαζε μ’ ένα τεράστιο σπονδυλωτό σκουλήκι από αμάξια, ενώ το διπλανό έβριθε επίσης από οχήματα, μόνο που κάλυπταν το οδόστρωμα εντελώς άναρχα, δημιουργώντας συσσωματώματα σε πολλαπλά σημεία, τα οποία έκοβαν τον δρόμο στα δύο. Προφανώς κάποιοι (οι πιο ακριανοί του σκουληκιού) πήραν την πρωτοβουλία να παρακάμψουν την ουρά, δημιουργώντας καραμπόλες με τους διερχόμενους στο αντίθετο ρεύμα, ίσως με περιπολικά και ασθενοφόρα. Ανθρώπινες σειρές διέσχιζαν τα σταθμευμένα οχήματα με βιαστικό βήμα, αν και η κάμερα βρισκόταν αρκετά ψηλά για να μπορέσει να διακρίνει λεπτομέρειες. Τα κανάλια της ΕΡΤ έδειχναν το ίδιο ρεπορτάζ με λεζάντα: Στρατός και αστυνομία στους δρόμους για την επαναφορά της τάξης. Η κάμερα έδειχνε πλάνα από ένα μπλόκο στρατιωτικών οχημάτων, ένα χακί φράγμα απέναντι στον χείμαρρο ακινητοποιημένων αμαξιών. Το εν λόγω μπλόκο εντοπιζόταν στο Καπανδρίτι και ήταν ένα από τα πολλά που είχε στήσει ο στρατός στις μείζονες εξόδους της πόλης. Σύμφωνα δε με κάποιον ξιπασμένο συνταγματάρχη, δεν υπήρχε κανένας λόγος για ανησυχία, και ο στρατός είχε ρόλο επιτηρητή τουλάχιστον μέχρι να περιοριστεί η κρίση. Ποια ήταν η κρίση, όμως, κανείς δεν έλεγε.
Τινάχτηκε σύγκορμος όταν το κινητό του δονήθηκε, συνοδευόμενο με τον χαρακτηριστικό ήχο του μηνύματος. Η αναγνώριση του αποστολέα του προκάλεσε τον παράξενο συνδυασμό χαράς και απογοήτευσης, γιατί ενώ περίμενε εναγωνίως νέα από τη Μαρία, τελικά το μήνυμα προερχόταν από τον μοναδικό εναπομείναντα φίλο του. «ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ! ΔΕΣ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΟΥΝ ΞΑΝΑ!!!» Ο Αντρέας αντέδρασε πειθήνια στην εντολή του φίλου του κι ας μην ήθελε με τίποτα να δει κάτι που θα διέγειρε περισσότερο την ανησυχία του. Το βίντεο είχε χθεσινή ημερομηνία κι έδειχνε έναν ρεπόρτερ να μιλάει για τις συνθήκες στα κέντρα καραντίνας. Ξαφνικά πετάχτηκε από την είσοδο μία γυναίκα με φουσκωμένη κοιλιά, ακολουθούμενη από δύο αστυνομικούς. Η εγκυμονούσα έτρεξε κατευθείαν προς το συνεργείο αφήνοντας τον ρεπόρτερ με ανοιχτό το στόμα. Οι αστυνομικοί την άρπαξαν όπως-όπως αδιαφορώντας για την κατάστασή της, μα εκείνη κατάφερε να ξεγλιστρήσει. «Αφήστε με, κωλόμπατσοι», φώναξε. Ο ένας εκ των δύο αστυνομικών έβγαλε το υπηρεσιακό του όπλο, και την σημάδεψε. Τότε ο ρεπόρτερ, έχοντας αλλάξει εκατό χρώματα, ενεπλάκη ουρλιάζοντας στους αστυνομικούς: «Τι κάνετε ρε; Κατεβάστε το όπλο, είστε με τα καλά σας;». Η άμοιρη γυναίκα κοκκάλωσε, απλώνοντας τις παλάμες της προς τους αστυνομικούς. «Σας παρακαλώ, δεν μπορώ να κάτσω άλλο εκεί μέσα», είπε κλαίγοντας. «Έχουμε διαταγές να μην αφήσουμε κανέναν να φύγει». Το ύφος του αστυνομικού μαρτυρούσε ότι είχε ήδη πάρει την απόφασή του να υπακούσει τη διαταγή τυφλά και κατά γράμμα. Μ’ έναν πάταγο η γυναίκα σωριάστηκε καταγής. «Τη σκότωσε ο μαλάκας!», ούρλιαξε ο ρεπόρτερ. Κι άλλες κραυγές, προφανώς του εικονολήπτη· η εικόνα θάμπωσε από το κούνημα, μέχρι που μαύρισε εντελώς.
Άφησε το κινητό να γλιστρήσει απ’ τα ιδρωμένα του δάχτυλα. Τραβώντας τα μαλλιά του, μουρμούρισε, «Τι σκατά γίνεται στον κόσμο;» Έκανε να τηλεφωνήσει στον πατέρα του, όταν ένας γδούπος από το βάθος του σπιτιού τον μαρμάρωσε στη θέση του. Με το που εξατμίστηκε η τρομάρα της στιγμής, σκέφτηκε πιο ψύχραιμα την κατάσταση, και αποφάσισε ότι ένας θόρυβος από το εσωτερικό του σπιτιού δεν αποτελούσε απαραίτητα αφορμή για να εξετάσει ποιο οικιακό αντικείμενο σκοτώνει αν προσγειωθεί με δύναμη στο κεφάλι του ατσούμπαλου κλέφτη. Όχι, ο γδούπος σήμαινε ότι η αδερφή του γύρισε στο σπίτι όσο εκείνος έπαιρνε τους δρόμους ψάχνοντας για ίχνη της. Φυσικά και θα την κατσάδιαζε, μα προς το παρόν άφησε τον εαυτό του να βυθιστεί στα μαξιλάρια της ανακούφισης. Αφού αναστέναξε κάμποσες φορές σκεπτόμενος πόσο υπερβολικός υπήρξε στα σενάριά του, κίνησε για το υπνοδωμάτιο της αδερφής του, μουρμουρίζοντας, «α, ρε Μαρία. Ούτε τηλέφωνο, ούτε κουβέντα, τίποτα. Πέρα βρέχει!»
Βρήκε την πόρτα του υπνοδωματίου της ερμητικά κλειστή. Μετά το βίντεο στο κινητό, απλά χαιρόταν που η αδερφή του γύρισε σώα και αβλαβής, γιατί σε άλλη περίπτωση θα μπούκαρε απροσκάλεστος. Αντ’ αυτού, χτύπησε την πόρτα. «Μαρία! Να μπω;». Κάτι κροτάλισε τρεις φορές απανωτά, και ύστερα η πόρτα σείστηκε ολόκληρη σάμπως έπεσε κάτι με δύναμη πάνω της. Ο Αντρέας πισωπάτησε, χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο του στενού χολ. «Μαρία; Όλα καλά;». Τέρμα οι ευγένειες, σκέφτηκε, και γύρισε το πόμολο.
Αντίκρυσε μια γυναίκα με θολά μάτια και χλωμό δέρμα, κατά τ’ άλλα ολόιδια με την αδερφή του. Η αλλιώτικη Μαρία επανέλαβε τον αποκρουστικό θόρυβο κοπανώντας τα δόντια μεταξύ τους, πριν ορμήσει με λύσσα καταπάνω του. Ευτυχώς ο Αντρέας αντέδρασε ενστικτωδώς και έτρεξε προς την κουζίνα χωρίς να λογαριάσει ούτε στιγμή αν επρόκειτο για την αδερφή του ή κάποιο άλλο ον το οποίο την είχε κυριεύσει. Άρπαξε το πρώτο μαχαίρι που βρήκε στην ξύλινη βάση και το πρόταξε εναντίον της. Εκείνη (ή εκείνο) κοντοστάθηκε στο χολ, λαρυγγίζοντας και τρίζοντας τα σαγόνια. «Μαρία, δεν ξέρω τι έχεις πάθει, αλλά σ’ εκλιπαρώ, μην πλησιάσεις», ψέλλισε ο Αντρέας, μεταξύ των λυγμών του. «Μαρία! Μη!».
Τα δόντια της τον βρήκαν στον λαιμό, η λεπίδα του στην καρδιά· ένας τελευταίος ασπασμός. Σήκωσε από πάνω του το πτώμα της κάποτε αδερφής του μ’ ένα θρηνητικό αναστεναγμό. Παρότι νέος τον εικοστό πρώτο αιώνα, δε χρειαζόταν να μαντέψει τι σήμαινε η δαγκωματιά. Το αισθανόταν ότι κάτι άλλαζε μέσα του. Δεν υπήρχαν φανερά σημάδια, όπως εφίδρωση ή ταχυκαρδία – οπότε μάλλον διαίσθηση θα το λέγαμε. Ο Αντρέας αποχαιρέτησε την αδερφή του, με την οποία μέσα σε τρεις μήνες έζησε συμπυκνωμένα άλλα τριάντα χρόνια. Αποχαιρέτησε το σπίτι τους, το μοναδικό καταφύγιο για εκείνες τις εξαντλητικές Τετάρτες, τα μεσοδιαστήματα μεταξύ παραίτησης και της ανάπαυλας του Σαββατοκύριακου. Αποχαιρέτησε το βιβλίο του, το μισοτελειωμένο έργο που αν το ολοκλήρωνε, θα του χάριζε απλόχερα όσα δε θα του προσέφερε η δουλειά στην τράπεζα, ακόμη κι αν έφτανε ποτέ στο σημείο να τη διοικεί.
Αποφάσισε ν’ ανέβει στην ταράτσα· εκεί θ’ αποχαιρετούσε τον κόσμο στο σύνολό του. Τον πατέρα του δε του πήγαινε η καρδιά να τον πάρει ακόμη – ίσως στην κορυφή της δωδεκαώροφης πολυκατοικίας, αν έβρισκε το κουράγιο. Ο χρόνος είναι πράγματι σχετικός (και αδυσώπητος), φτάνει να ρωτήσει κανείς τον μελλοθάνατο πώς αντιλαμβάνεται τα λιγοστά δευτερόλεπτα που ξοδεύει σε μια τετριμμένη διαδικασία όπως το να χρησιμοποιεί το ασανσέρ. Πάλι καλά κουβαλούσε πάντα το κλειδί της ταράτσας και δε χρειάστηκε να κατέβει ξανά κάτω, πετώντας κι άλλο χρόνο στο ψάξιμο.
Σιγά σιγά το σούρουπο μάζευε τα πορτοκαλί και μωβ σεντόνια του, δίνοντας τη σειρά στη νύχτα με το σοβαροφανές της μπλε. Να και τι άλλο αντιλαμβάνεται διαφορετικά ο μελλοθάνατος: την ομορφιά. Ως παιδί της επαρχίας, ο Αντρέας πάντα έβρισκε την Αθήνα γοητευτική, όμως ποτέ του δεν την είδε όπως τώρα. Από κάπου μακριά άκουγε συναγερμούς και φωνές, ενώ στο βάθος του ορίζοντα, σε τουλάχιστον τρία σημεία, διέκρινε φευγαλέες λάμψεις. Ατένιζε το τέλος στην αρχή του. Με δάκρυα στα μάτια τρέκλισε ως το προστατευτικό κάγκελο. Η στρογγυλή πληγή τον πονούσε εσωτερικά, ενώ κάθε τόσο τ’ άκρα του τινάζονταν αυτόβουλα. Δίχως να χάνει άλλο χρόνο, τηλεφώνησε στον πατέρα του.
«Γεια σου παιδί μου».
«Μπαμπά, είμαι–».
«Αντρέα, δεν έχω πολύ χρόνο…»
«Τι εννοείς;»
«Να, ο Παναγιώτης, ξέρεις, της Τασίας ο γιος, μου επιτέθηκε – δεν ξέρω τι έπαθε, δε φαινόταν ο εαυτός του. Χάνω πολύ αίμα».
Ο Αντρέας έχασε τη μιλιά του.
«Δε χρειάζεται να πεις τίποτα. Εσύ είσαι καλά;»
«Ναι…»
«Η αδερφή σου;»
«Κι αυτή», συμπλήρωσε καταπίνοντας τον λυγμό.
«Σας αγαπάω».
«Κι εμείς μπαμπά».
«Να προσέχεις τη Μαρία. Αντίο τώρα, πάω να βρω τη μητέρα σου».
Ο Αντρέας βολεύτηκε στο μαλακό μονωτικό στρώμα της ταράτσας, χαζεύοντας το καλωσόρισμα των άστρων. Τουλάχιστον αυτά θα παραμείνουν ανεξάρτητα από το μέλλον του ανθρώπου. Τουλάχιστον ο μπαμπάς του θα έφευγε με την πλάνη ότι τα παιδιά του γλίτωσαν. Στη περίπτωση που υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, ο γέρος θα με αποκληρώσει, σκέφτηκε με μια χαρμολύπη.
Ξαφνικά, μια παρουσία από πίσω του τράβηξε την προσοχή. Ο εγκέφαλός του έδωσε το σήμα για την κραυγή μα μιλιά δεν βγήκε από μέσα του. Ο παραλυτικός όγκος είχε ύψος τουλάχιστον δυόμισι μέτρα και η επιφάνειά του ιρίδιζε – όπως το λάδι μηχανής στο οδόστρωμα. Μονάχα αυτά πρόλαβε να δει, πριν γίνει ένα με τα άστρα.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι καθαρά συμπτωματική.
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κυριαζόπουλος
Για την παρουσίαση:
Αν σου άρεσε το κείμενο, μην ξεχάσεις να εγγραφείς στο newsletter για ένα τέτοιο κάθε μήνα, ν’ αφήσεις σχόλιο, να το μοιραστείς, ή να μου στείλεις απευθείας μήνυμα, όλα μέσω των παρακάτω κουμπιών




Μολονότι ξέχασα να το γράψω, εννοείται θα χαρώ πολύ να σας δω όλες και όλους στην παρουσίαση!