Κύριοι, πάρτε την ομολογία μου, και βάλτε την εκεί που ξέρετε. Με συγχωρείτε, δεν ήθελα να φανώ υπαινικτικός. Να, βλέπετε; Απολογούμαι για κάτι που είπα, μη τυχόν κι ακουστεί λάθος στ’ αυτιά ενός υπερευαίσθητου ελέφαντα! Ούτε εδώ, κανένα υπονοούμενο.
Kαταγράψτε ό,τι θέλετε στους κιτρινιασμένους σας τόμους· ποσώς μ’ ενδιαφέρει.
Εσύ κυρία; Ναι, εσύ, η στενογράφος με το κεφάλι σαν κουνουπίδι. Πάρε το χρόνο σου, μην βιάζεσαι. Γιατί αν χρειαστεί, θα το πω και θα το ξαναπώ μέχρι να μαλλιάσει η γλώσσα μου: Εγώ τον σκότωσα.
Γνωρίζω– γνώριζα, τον κύριο Γουώλρους απ’ όταν αρχίσαμε την διαδικασία της επιμέλειας για το πρώτο μου βιβλίο. Μετά από είκοσι τρεις συνεχόμενες απορρίψεις, ο εκδοτικός οίκος στον οποίο εργαζόταν, με δέχτηκε.
Παράτησα δουλειά κι οικογένεια γι’ αυτό. Ξέρετε πώς είναι η διαδικασία της γραφής. Μάλλον, πού να ξέρετε; Μονάχα ο συγγραφέας γνωρίζει τον μόχθο που απαιτείται για να γράψει αυτή τη μία σελίδα· αυτή που οι αναγνώστες του θα ξεπετάξουν σαν μισοφαγωμένο κόκκαλο για να φτάσουν ταχύτερα στο φιλέτο.
Αναπλάθοντας τα γεγονότα, θα έλεγα ότι αυτό ακριβώς αδυνατούσε να καταλάβει ο κύριος Γουώλρους. Την αξία που είχε αυτή η παράγραφος στην αρχή του βιβλίου για την σκιαγράφηση του πρωταγωνιστή. Την αξία που είχε για μένα. Δεν θέλω να μακρηγορήσω για θέματα που πιθανότατα δεν σας αφορούν αλλά εμένα με συναρπάζουν όσο τίποτε άλλο σ’ αυτή την άθλια Γη. Ως εκ τούτου, θα σας διαβάσω το εν λόγω απόσπασμα, την αφετηρία της αρχικής διαφωνίας με τον επιμελητή του βιβλίου μου:
«Με το που την είδε, ο Σκίνι αναγούλιασε. Ήταν κάτι το εντελώς αντανακλαστικό. Τα μπούτια της έμοιαζαν με φιάλες γκαζιού. Τα μπράτσα παραμορφωμένα, ξεχειλωμένα ζυμάρια που έχουν παραφουσκώσει. Το δε φόρεμα, σατέν κι αμετανόητα προκλητικό, έδινε την εντύπωση ότι ανά πάσα στιγμή θα σχιζόταν στα δύο, αποκαλύπτοντας την φρίκη με τη μορφή της παραίτησης του εαυτού. Ο Σκίνι πέταξε τις ορχιδέες στον κάδο κι έφυγε τρέχοντας. Ήταν το πρώτο του, και τελευταίο τυφλό ραντεβού».
Στην αρχή, δεν του άρεσε η σύνταξη. Την αποκάλεσε ‘’παλαιομοδίτικη’’. Υπάκουσα, υποτίθεται εκμοντερνίζοντας τον λόγο μου. Στην ουσία, απλά αντέστρεψα ουσιαστικό και ρήμα σε δύο σημεία. Ιδέα δεν είχα τι εννοούσε, ούτε και είχε την παραμικρή σημασία, γιατί κατόπιν του έφταιγε το λεξιλόγιο.
Όταν απλοποίησα το λεξιλόγιο, με κατηγόρησε πως γινόμουν υπερβολικά περιγραφικός. Του απάντησα με το πασίγνωστο γνωμικό του Τσέχωφ: ‘’Μη μου πεις ότι λάμπει το φεγγάρι. Δείξε μου τη λάμψη του φωτός στα σπασμένα γυαλιά’’. Με μια χειρονομία μ’ ακύρωσε. Όταν του ζήτησα περισσότερες εξηγήσεις, γαβγίζοντας μου απάντησε πως δύο από τα πιο θανάσιμα αμαρτήματα ενός συγγραφέα είναι να χρησιμοποιεί αλλονών λόγια και να κάνει το κοινό του να χασμουριέται από τις περιγραφές.
Κύριοι, θα σας πω εγώ γιατί ο κύριος Γουώλρους κήρυξε πόλεμο στην παράγραφό μου. Οι λέξεις μου κατόπτριζαν την αποκρουστική του εμφάνιση. Την τσιτωμένη, μόνιμα ιδρωμένη μπλούζα. Τα σαν τσουρέκια προγούλια.
Την επόμενη μέρα, κέρασα εγώ φαγητό. Παρήγγειλα οκτώ οικογενειακές πίτσες. Του είπα, ότι αν καταφέρει να τις φάει όλες, θα σβήσω την παράγραφο.
Τις έφαγε όλες και πέθανε.
Εγώ σκότωσα τον κύριο Γουώλρους;
Κάπως έτσι θριάμβευσα σε διαγωνισμό με θέμα την ελευθερία του λόγου (84η θέση).
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι καθαρά συμπτωματική
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κυριαζόπουλος
Αν σου άρεσε το κείμενο, μην ξεχάσεις να εγγραφείς στο newsletter για ένα τέτοιο κάθε μήνα, ν’ αφήσεις σχόλιο, να το μοιραστείς, ή να μου στείλεις απευθείας μήνυμα, όλα μέσω των παρακάτω κουμπιών.
Πολύ μου άρεσε!! Ειρωνεία και πίκρο χιούμορ στις σωστές αναλογίες!! Μπράβο!!