Ο καφενές είναι για τσ’ αργόσχολ’ς.
Έτσι έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα του. Τον πατέρα του πάντως, δεν τον θυμόταν να βγαίνει από καφενέδες. Όσες μνήμες του αποτυπώθηκαν πριν χαθεί στον πόλεμο του 40’, με τα χρόνια θάμπωσαν όπως και η ιδέα πως κάποτε είχε πατέρα.
Έκανε νόημα στο παλικάρι, πίσω από την μπάρα. Τίποτα. Είχε αλληθωρίσει παίζοντας μ’ αυτό το διαολόπραμα το κινητό.
«Ε, παλικάρι!».
Έρωτα του κάνει, που να πάρει η ευχή;
«Γκαρσόν!», φώναξε.
Τελικά ο νεαρός σήκωσε το βλέμμα του, και γεμάτος σαστιμάρα παράτησε το κινητό λες και ήταν αλλουνού η δουλειά να σερβίρει.
«Ναι κύριε Αντώνη. Τι θα θέλατε;».
«Γιόμισέ το», είπε δείχνοντας το στενόμακρο ποτήρι του ούζου. «Και φέρε άλλη μία γύρα απ’ αυτά τα μεζεκλίκια που φτιάχνεις. Α, και που’ σαι, μην βάλεις τα κεφτεδόμπαλα. Σαν ντουβάρια μου πέφτουν στο στομάχι».
Ο νεαρός κατένευσε, κι έπιασε ξανά το κινητό.
«Αν ήμουν πατέρας σου…», μουρμούρισε.
Αισθάνθηκε τον ίδιο κόμπο στο στομάχι, σαν αυτόν που τον έπιανε όποτε περνούσε έξω από παιδικές χαρές και σχολεία. Μέρα με τη μέρα το καντηλάκι του έσβηνε, και δεν υπήρχαν παιδιά να τον φροντίζουν στα βαθιά γεράματα, ούτε να του αφήνουν λουλούδια στην ταφόπλακα.
«Ορίστε το ουζάκι σας. Τα μεζεδάκια θα τα φέρω σε λιγάκι».
Λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια.
«Να σου πω ρε παλικάρι μου, πού είναι ο Γιώργης, χρόνια και ζαμάνια έχω να τονε δω».
«Το αφεντικό λέτε;».
«Ποιον άλλο;».
«Σωστά. Είναι κι ένα ασυνήθιστο όνομα».
Δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Μόλις τον ειρωνεύτηκε ένα μυξιάρικο, με σκισμένα πανταλόνια και χαλκάδες στη μύτη;
«Σπάνια έρχεται».
«Τυχερός είσαι. Το ξέρεις ε; Το προηγούμενο παλικάρι εξαιτίας του έφυγε. Σήκω σήκω, κάτσε κάτσε τον είχε», είπε, κι έριξε μια σβούρα με το μπεγλέρι του.
«Το ξέρω. Έχω κάνει βάρδια με το αφεντικό».
«Παλικάρι μου εγώ για το καλό θα σου στο πω. Μην παίζεις με το κινητό μπροστά στον Γιώργη. Ή θα μακελέψει εσένα, ή το κινητό».
Ο σερβιτόρος χαμογέλασε. «Δεν είναι έτσι όπως τον θυμάστε. Έχει αλλάξει».
«Δεν το πιστεύω».
«Αλήθεια σας λέω. Από τότε που ήρθαν αυτοί οι πλασιέ, απ’ το γραφείο δεύτερων ευκαιριών, έχει γίνει άλλος άνθρωπος».
«Τ’ είν’ τούτο;».
«Μάλλον δεν ήσασταν εδώ όταν ήρθαν».
Ο σερβιτόρος έβαλε τον δίσκο παραμάσχαλα, και κοίταξε τριγύρω συνωμοτικά, λες και θα ξεφούρνιζε το επτασφράγιστο μυστικό.
Και είρωνας, και κουτσομπόλης.
«Πριν κάνα δίμηνο, είχαν έρθει κάτι τύποι με κοστούμια και χαρτοφύλακες. Έπιασαν κουβέντα στους γέρους του μαγαζιού». Δηλαδή σε όλους τους πελάτες.
«Και τι τους είπαν οι χαρτογιακάδες;».
Το σιχαινόταν αυτό το σινάφι. Όποτε έβλεπε έναν κοστουμάτο, αυτόματα θεωρούσε ότι δούλευε ελάχιστα και πληρωνόταν πλουσιοπάροχα. Όχι σαν τον ίδιο, που μια ζωή έσπαγε τη μέση του για ψωροδίφραγκα σε μια δουλειά που αποστρεφόταν.
«Δυστυχώς δεν πρόλαβα ν’ ακούσω πολλά. Είχα δουλειά εκείνη την ημέρα».
Ο Αντώνης μόρφασε. Για δεύτερη φορά, δεν πίστευε στ’ αυτιά του.
«Όμως, χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρος, άκουσα να λένε σ’ έναν κύριο με αναπηρική καρέκλα, πως θα του έδιναν πίσω τα πόδια του».
«Απατεώνες!», φώναξε καγχάζοντας.
«Δεν ξέρω, μπορεί. Από την άλλη, το αφεντικό μεταμορφώθηκε μετά απ’ αυτό. Λέτε να πήγε;».
«Αμφιβάλλω…».
«Πάντως άφησαν κάρτες. Κάπου θα βρω μία, αν σας ενδιαφέρει».
Παραλίγο να του πέσουν τα γυαλιά, έτσι απότομα όπως έστρεψε το κεφάλι του. «Εμένανε; Δεν είσαι με τα καλά σου».
Ο σερβιτόρος έφυγε, και μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά, ο Αντώνης είχε σουρώσει το ούζο. Όταν έφτασε η ποικιλία, την καταβρόχθισε κι αυτή. Όχι πως βιαζόταν να πάει πουθενά, συνταξιούχος άνθρωπος. Ήταν που αντιπάθησε τρομερά αυτόν τον καινούργιο σερβιτόρο, και ξέσπασε στο φαγητό και στο πιοτό.
Τελικά είχε δίκιο η μάνα του. Κακώς χασομερούσε στους καφενέδες.
Φρόντισε να μην αφήσει ούτε δεκάρα για φιλοδώρημα στον νεολαίο, ιδίως όταν του ακούμπησε την κάρτα μαζί με τον λογαριασμό. Από ευγένεια, έπρεπε να την πάρει μαζί του, κι ας την πέταγε στον επόμενο κάδο που θα έβρισκε. Την έχωσε βιαστικά στην τσέπη κι επιτέλους άφησε τον σερβιτόρο να χαμουρευτεί με το κινητό του.
Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το μετρό, αναμασούσε την ίδια σκέψη. Οι άντρες στη γενιά του δεν ήταν έτσι, αποβλακωμένοι, μαλθακοί. Φορούσαν πανταλόνια, άρπαζαν τον ταύρο απ’ τα αρχίδια και δεν χρειάζονταν δεύτερες ευκαιρίες, γιατί δέχονταν τα λάθη τους σαν… άντρες.
Μάλιστα έτσι αφηρημένος όπως ήταν, η σκέψη μετουσιώθηκε σε λόγια, τα οποία σιγοψιθύριζε σαν τσίχλα που είχε χάσει τη γεύση της, και παρέμενε στο στόμα λόγω λησμονιάς της ύπαρξής της.
Προσπέρασε μπόλικους κάδους, και ούτε που του πέρασε απ’ το μυαλό να πετάξει την κάρτα.
Όταν πέρασε το εισιτήριο στο μηχάνημα για τις μπάρες του μετρό, εκείνες δεν άνοιγαν. Την έσερνε μπρος πίσω στον σαρωτή, μην κατανοώντας τι πήγαινε στραβά. Έπρεπε να τον σκουντήξει ο από πίσω για να ξυπνήσει απ’ τον λήθαργο.
«Γέρο, χτυπάς λάθος κάρτα».
Ο Αντώνης τραύλισε. «Α, ναι, συγνώμη». Πράγματι αντί για το εισιτήριο είχε τραβήξει την κάρτα που του έδωσε ο σερβιτόρος. Σαστισμένος, έψαχνε το εισιτήριο από τσέπη σε τσέπη. Από την βιασύνη, του έπεσε το κασκέτο σ’ ένα από τα πιο βρώμικα μέρη της πόλης. Λίγο πριν χώσει ξανά την κάρτα στην τσέπη, πρόλαβε και είδε ένα περίεργο σχήμα πάνω από τα γράμματα, κάτι που δεν είχε παρατηρήσει προηγουμένως. Είχε χρώμα μωβ και άστραφτε.
«Τι θα γίνει ρε γέρο;».
«Στο πορτοφόλι θα την έχω, εκεί… μισό λεπτάκι δώστε μου. Ναι εδώ είναι… συγνώμη και πάλι».
«Γαμώ την άνοια», ψιθύρισε ο άγνωστος στο φευγιό του.
Ο Αντώνης έκανε πως δεν τον άκουσε. Παραλίγο να πείσει και τον εαυτό του.
Όλα τα βαγόνια ήταν φίσκα. Ο Αντώνης κάθε λίγο και λιγάκι ξερόβηχε ή αναστέναζε, περιμένοντας να τον προσέξει κάποιος νεαρός και να του προσφέρει τη θέση του. Τίποτα. Κανένα γαϊδούρι δεν σήκωσε τον κώλο του. Έπρεπε να υπομείνει γι’ άλλα δέκα λεπτά τις πρόκες στα γόνατα, τα σφυριά στη μέση. Η ευγένεια που είχε συνηθίσει μεγαλώνοντας δεν υπήρχε πια, και ο σεβασμός απέναντι στους γέρους κάθε άλλο παρά δεδομένος θεωρούνταν.
Έβγαλε την κάρτα από την τσέπη. Δεν το έκανε για να ξοδέψει τα δέκα λεπτά στο μετρό, ούτε για να δώσει θάρρος στους απατεωνίσκους χαρτογιακάδες. Ήταν το σχήμα στην κάρτα. Άγνωστο πώς, τον μάγευε.
Φόρεσε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας του, τα οποία είχε πάντα εύκαιρα στην εμπρόσθια τσέπη του πουκάμισου του.
Ήταν ένα τριγωνικό σχήμα με τέμνουσες γραμμές στις κορυφές και στις πλευρές του. Δεν έβγαζε κανένα νόημα ούτε έμοιαζε με κάτι που είχε ξαναδεί στο παρελθόν. Τον έλκυε το χρώμα – αυτό το τέλειο ιριδίζον μωβ που άλλαζε ένταση, ίσως και απόχρωση, ανάλογα με την γωνία θέασης. Είχε χρόνια να αντικρύσει ένα τόσο όμορφο χρώμα. Κρίμα που αδυνατούσε να το ονομάσει διαφορετικά από απλά, «μωβ», κι ας θεωρούσε τη γνώση των αποχρώσεων μια γυναικεία υπόθεση.
Το κείμενο που συνόδευε το οφθαλμόλουτρο φαινόταν αρκετά λιτό προς έκπληξή του. Μαύρα ανάγλυφα γράμματα, όμορφα κι αυτά, αλλά καμία σχέση με το σχήμα.
Γραφείο δεύτερων ευκαιριών.
Γιατί όλοι την αξίζουν.
Έλα να μας βρεις.
Την ήξερε τη διεύθυνση. Ήταν κοντά στην προηγούμενη στάση απ’ αυτή που κατέβαινε για το σπίτι του.
Αποφάσισε να πάει μόνο και μόνο από περιέργεια, αλλά και για να τους ξεμπροστιάσει. Εξάλλου, μια μικρή παράκαμψη θα έκανε, δεν θα πήγαινε και στην άλλη άκρη της πόλης. Ο καθιερωμένος απογευματινός καφές με τον γείτονα μπορούσε να περιμένει. Οι μέρες του λιγόστευαν και μια φορά είχε την ευκαιρία να βάλει στην θέση του έναν αληθινό χαρτογιακά, και δη απατεώνα.
Το κτίριο που έβλεπε μπροστά του δεν έμοιαζε καθόλου με το λημέρι των απατεώνων που είχε στο μυαλό του. Ένα μεγαθήριο από μπετόν και τζαμαρίες, με κήπους και σιντριβάνια. Πώς και δεν το είχε παρατηρήσει ποτέ, τόσο κοντά στη γειτονιά του;
Όμως, μια παλιά καραβάνα σαν τον Αντώνη δεν ψάρωνε με τις φανταχτερές βιτρίνες. Θα έδινε ένα καλό μάθημα στους εκεί μέσα, κι ας ήταν όλο το κτίριο φτιαγμένο από χρυσό.
Χτύπησε το κουδούνι, και μετά από λίγο η βαριά μεταλλική πόρτα άνοιξε με μια κλαγγή. Τον καλωσόρισε – ποιος το περίμενε – ένας κοστουμάτος με καπέλο και λευκά γάντια. Σιωπηλός και μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά, τον καθοδήγησε ίσαμε την κύρια είσοδο του κτιρίου.
Σ’ όλη τη διαδρομή ανάμεσα από παρτέρια και πίδακες νερού, ο θυρωρός δεν έβγαλε άχνα. Ο Αντώνης τον ακολουθούσε ζαρωμένος. Δεν μπορούσε ν’ αποβάλλει τη σκέψη πως ο θυρωρός τον περίμενε να έρθει. Άλλωστε η στάση του αυτό έδειχνε.
Τον άφησε μπροστά στην κύρια είσοδο του κτιρίου πάλι χωρίς να πει τίποτα. Ήταν ευγενικά αλλόκοτος ή αλλόκοτα ευγενικός αυτός ο θυρωρός;
Οι συρόμενες τζαμαρίες άνοιξαν αυτόματα και ο Αντώνης βρέθηκε σ’ έναν κλιματιζόμενο χώρο εντελώς απαλλαγμένο από αντικείμενα και έπιπλα. Μόνο κάτι περίεργα αναρριχώμενα φυτά στόλιζαν τους τέσσερις τοίχους, που έμοιαζαν να φυτρώνουν από το πάτωμα, και να διαπερνούν το ταβάνι. Ούτε γραφείο, ούτε κάποια νοστιμούλα ρεσεπτιονίστα ν’ ανοίξει το μάτι, να καλμάρει την ταραχή που κάλπαζε στο μέσα του.
Τράβηξε για το ασανσέρ, με την κάρτα να μουσκεύει στην ιδρωμένη του παλάμη. Τα θυρόφυλλα άνοιξαν μόνα τους, φανερώνοντας τον πιο καλογυαλισμένο θάλαμο ανελκυστήρα που είχε δει ποτέ του. Μέχρι και οι βίδες άστραφταν. Όρμησε μέσα με τσαμπουκά, μα κοντοστάθηκε στην είσοδο όταν είδε πως υπήρχε μονάχα ένα κουμπί ορόφου. Τι κοροϊδία και τούτη!
Αφού είχε φάει τον γάιδαρο αποφάσισε να φάει και την ουρά. Ήταν πραγματικά περίεργος να δει τι είδους απατεωνιές πουλούσαν. Ζούληξε το κουμπάκι, και το μακρουλό νύχι του δείκτη, που το άφηνε να μακραίνει για χρηστικούς λόγους, ξύστηκε στο λείο σαν πάγο παρκέ του θαλάμου, παράγοντας έναν ήχο που τον έκανε ν’ ανατριχιάσει σύγκορμος.
Ο Αντώνης δεν μπορούσε να διακρίνει αν το ασανσέρ πήγαινε πάνω ή κάτω. Μετά από παράλογα αρκετή ώρα, εκτός αν έτσι του φάνηκε λόγω αδημονίας, έφτασε στον προορισμό του. Πετάχτηκε έξω σαν χείμαρρος έτοιμος να κατσαδιάσει τον πρώτο χαρτογιακά που θα έβρισκε μπροστά του.
«Γεια σου Αντώνη».
Έχασε τα λόγια του. Όχι τόσο γιατί η γυναίκα που καθόταν πίσω από το πελώριο και άδειο γρανιτένιο γραφείο, γνώριζε τ’ όνομά του. Το ύφος της, οικείο και φιλικό, σαν να τον ήξερε μια ζωή ολόκληρη, αφόπλισε κάθε του διάθεση για τσαμπουκά.
«Θέλεις να κάτσεις;», του είπε, δείχνοντάς τον καναπέ απέναντι απ’ το γραφείο.
Ο Αντώνης δέχτηκε αβίαστα. Άλλωστε ήταν αδύνατο να κρατηθεί όρθιος.
Μόνο όταν έκατσε, παρατήρησε για τα καλά τη γυναίκα. Ήταν σκέτο χάρμα οφθαλμών, κι ας μην είχε τη διάθεση ν’ αναγνωρίσει οτιδήποτε όμορφο γύρω του. Μια μελαχρινή γαζέλα. Αν βρισκόταν υπό κανονικές συνθήκες, σίγουρα θ’ άπλωνε τα δίχτυα του.
Η γυναίκα έγειρε μπροστά, παίζοντας με το στυλό στα χέρια της.
«Αντώνη, γιατί ήρθες εδώ;».
«Περνούσα, και ανέβηκα να δω τι σκαρώνετε», είπε, αναθαρρεύοντας.
«Δεν νομίζω να ήρθες γι’ αυτό. Μήπως ψάχνεις την χαμένη σου ζωή;».
Ο Αντώνης κατάλαβε αμέσως τι είδους απατεώνες ήταν.
«Αυτό το κολπάκι που εσείς οι ψυχολόγες πετάτε ‘κει δυο-τρείς σοφιστικέ αρλούμπες για την ψυχή, ε, μπορεί να πιάνει σε κάποιους κακομοίρηδες, αλλά όχι σε μένα», είπε κορδωμένος.
Η γαζέλα ούτε που σάλεψε. «Δεν είμαστε ψυχολόγοι».
«Και τι είστε τότενες;».
«Γραφείο δεύτερων ευκαιριών».
«Δεν χρειάζομαι δεύτερες ευκαιρίες».
«Είσαι σίγουρος; Πηγαίνεις στο ίδιο καφενείο, σχεδόν κάθε μέρα, εδώ και χρόνια».
Ο γερόλυκος της ζωής-Αντώναρος δεν μάσησε. Έτσι είναι οι απατεώνες ψυχολόγοι, σκέφτηκε. Με λίγη μελέτη, και πολύ περισσότερο ψάρεμα, παγιδεύουν τις κουτές μύγες στον ιστό τους. Αυτό κάνουν τα μέντιουμ, αυτό έκαναν κι εκείνοι.
«Ξέρω τι κάμετε εσείς εδώ πέρα. Προσφέρετε τάχαμου συμβουλές σε γερόντια για να τους ρουφάτε σαν βδέλλες τις συντάξεις. Απατεώνες!», φώναξε, εκτοξεύοντας μερικά σταγονίδια σάλιου στο στρογγυλό τραπεζάκι μπροστά του.
Η γυναίκα χαμογέλασε. «Πράγματι χρεώνουμε για τις υπηρεσίες μας, αλλά θα φτάσουμε σε αυτό», είπε και ανακάθισε στην δερμάτινη καρέκλα. «Ίσως, μια δοκιμή να σε έπειθε πως δεν είμαστε αυτό που νομίζεις».
Ο Αντώνης γέλασε. «Θα βγάλεις την τράπουλα;».
«Ο καφενές είναι για τσ’ αργόσχολ’ς, αν το λέω σωστά. Έτσι δεν έλεγε η μητέρα σου;».
Η γνάθος του κρέμασε.
«Ο πατέρας σου ‘‘χάθηκε’’ στον πόλεμο του 40’, αλλά το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Δεν έπαψες ποτέ να σκέφτεσαι ότι μπορεί να σας εγκατέλειψε», είπε πλέκοντας τα δάκτυλα.
«Μια ζωή εξασκούσες το επάγγελμα του υδραυλικού. Δεν έμαθες να κάνεις τίποτε άλλο, παρότι το μισούσες. Κυρίως σιχαινόσουν την ιδέα. ‘‘Δουλεύω εκεί που ο άλλος χέζει’’, έτσι δεν το έλεγες; Γυρόφερνες από εταιρεία σ’ εταιρεία, ενώ ήξερες πως αν είχες μια ευκαιρία να ξεφύγεις απ’ τα μπάνια και τις κουζίνες, θα ήταν αν ξεκινούσες δικιά σου. Τελικά η σύνταξη σε βρήκε πρώτη».
Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Ποιος απατεώνας θα μπορούσε να ξέρει τόσες προσωπικές λεπτομέρειες για τη ζωή του;
«Μακροχρόνια σχέση με γυναίκα δεν είχες ποτέ. Προσπάθησες μια φορά γύρω στα 35, με μια πρώην πελάτισσά σου, την Αναστασία Μπέκα. Σου άρεσε να τη φωνάζεις Άννα, μολονότι το σιχαινόταν, καθώς θεωρούσε πως είναι όνομα για θείτσες. Ήσουν ερωτευμένος μαζί της, μα σε άφησε γι’ άλλον. Δεν την αδικώ», είπε και έστρωσε μια τούφα πίσω απ’ τα αυτιά της. «Ζήλευες με το παραμικρό, ακόμη κι όταν πήγαινε σε άντρα οδοντίατρο. Γιατί δεν πας κοντά της μια τελευταία φορά; Δεν έχει πολύ χρόνο ακόμη…».
Ξαφνικά, το δωμάτιο έγινε ανυπόφορα ασφυκτικό. Ακόμη και τα φυτά εσωτερικού χώρου, που προσέφεραν μια αίσθηση δροσιάς και ζωντάνιας, έμοιαζαν να του ρουφάνε το οξυγόνο από τους πνεύμονες. Έγειρε πίσω στην πλάτη του καναπέ, και έπιασε το στήθος του. Η Άννα…
Ήξερε από κοινό γνωστό πως τους τελευταίους μήνες νοσηλευόταν σε νοσοκομείο, στην ογκολογική πτέρυγα. Όλο έλεγε να την επισκεφτεί κι όλο το ανέβαλε.
«Δεν νιώθω καλά…», της είπε.
Εκείνη έχασε το αυστηρό της ύφος και πήρε ένα πιο εγκάρδιο, σαν αυτό που είχε όταν πρωτομπήκε.
«Αντώνη μου, δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω».
«Πώς… πώς τα ξέρεις όλα αυτά;», είπε μ’ έναν ρόγχο.
«Απ’ αυτό που κρατάς στο χέρι σου».
Ο Αντώνης άνοιξε την παλάμη του. Είχε ξεχάσει ότι κρατούσε ακόμη την κάρτα, πια – μουσκεμένο μπαλάκι από χαρτί. Του ήταν αδιανόητο να σκεφτεί πώς μια κάρτα έδινε τόσες πληροφορίες για τη ζωή του. Το κεφάλι του βάρυνε κι άλλο και τον έπιασε ναυτία. Η γυναίκα, μάλλον, αντιλαμβανόμενη την κατάστασή του, χάθηκε για λίγο από το δωμάτιο και επέστρεψε μ’ ένα ποτήρι νερό. Ο Αντώνης το ήπιε μονορούφι.
Η γυναίκα στάθηκε στην άκρη του γραφείου.
«Θα στο εξηγήσω όσο πιο απλά μπορώ. Το μωβ σχήμα που είδες στην κάρτα, είναι ένα ιδεόγραμμα. Ξέρεις τι είναι ένα ιδεόγραμμα;».
Ο Αντώνης είχε αρχίσει να συνέρχεται. Ένευσε μετά δυσκολίας για όχι.
«Είναι ένα σχήμα που μέσα του εμπεριέχεται μια ολόκληρη ιδέα. Αν κοιτάξεις το κάδρο από πάνω σου, θα δεις περισσότερα».
Έστριψε λες και το κεφάλι του ήταν ένα σκουριασμένο πηδάλιο. Όντως η γυναίκα δεν έλεγε ψέματα. Το κάδρο έβριθε από σχήματα παρόμοια με αυτό στην κάρτα.
«Τι είναι τούτα;».
«Κάτι σαν αλφάβητο. Είναι ένας… τρόπος επικοινωνίας».
«Επικοινωνίας με ποιον;».
Η μελαχρινή γαζέλα άφησε το γραφείο κι έκατσε δίπλα του. Ο Αντώνης πρόλαβε να πάρει μια κλεφτή ματιά στους μηρούς της πριν κατεβάσει τη φούστα. Τα σωθικά του δονήθηκαν μ’ έναν τρόπο που είχε καιρό να του συμβεί.
«Τον λέμε Σχοινοβάτη. Είναι… ον που ακροβατεί μεταξύ της δικής μας διάστασης, και της διάστασης των νεκρών».
Ο Αντώνης τινάχτηκε όρθιος, κοντεύοντας να χάσει την ισορροπία του και να πέσει, κατά έναν ειρωνικό τρόπο όπως κι ένας σχοινοβάτης.
«Τι αρλούμπες είναι αυτές; Διαστάσεις και παπαριές!».
«Σε παρακαλώ Αντώνη μου, κάτσε, και θα σου εξηγήσω», του είπε ακουμπώντας τον απαλά στο μπράτσο. Εκείνος έκατσε πειθήνια. Ακριβώς έτσι τον έπιανε η Άννα.
«Εγώ είμαι ένας αγωγός. Ουσιαστικά δέκτης και μέσο έκφρασης των πληροφοριών που έμαθε για σένα».
«Πώς; Πώς το έκανε αυτό;», φώναξε.
«Ένιωσες μια παράξενη έλξη για το ιδεόγραμμα στην κάρτα έτσι δεν είναι; Αυτό σημαίνει πώς υπήρχε συμβατότητα».
Δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Στο μετρό, ο Αντώνης δεν μπορούσε τα μάτια από πάνω του.
«Το ιδεόγραμμα στην κάρτα αυτό καθ’ αυτό, συμβολίζει την συνουσία χωρίς συναίνεση».
Ο Αντώνης στραβομουτσούνιασε. «Μου λες ότι ο Σχοινοβάτης σου με βίασε;».
«Είναι πιο πολύ σαν σχήμα λόγου. Αλλά η ιδέα πίσω απ’ αυτό είναι ίδια. Εισχωρεί στο κεφάλι σου χωρίς συναίνεση. Βλέπεις, ο Σχοινοβάτης έχει περίεργη αίσθηση του χιούμορ».
Ο Αντώνης ξεδίπλωσε το κουβάρι που είχε στην παλάμη του. Λεπτές αυλακιές διέτρεχαν το σχήμα που ούτε μία ώρα πριν τον έκανε να παρατηρήσει την αίγλη των χρωμάτων για πρώτη φορά στη ζωή του. Του ήταν αδύνατο να πιστέψει πως το τρίγωνο με τις γραμμές σήμαινε βιασμός, όπως και οτιδήποτε απ’ όλα αυτά που τον βρήκαν σαν λαίλαπα την τελευταία ώρα.
Πώς ξέρει τόσα πράγματα για μένα, πράγματα που δεν έχω πει σε κανέναν;
«Αν υπάρχει συμβατότητα αρκεί μόνο ν’ ακουμπήσεις το ιδεόγραμμα. Δεν θέλω να σε μπερδέψω με περισσότερες πληροφορίες, γιατί πίστεψέ με, θα μπορούσα να μιλάω μέρες ολόκληρες για τον Σχοινοβάτη. Ο λόγος που ήρθες εδώ, συνειδητά ή μη δεν έχει σημασία, είναι για μια δεύτερη ευκαιρία, και ο Σχοινοβάτης μπορεί να σου τη δώσει».
Τα σκασμένα του χείλη πήραν το σχήμα της λέξης που πήγε να ξεστομίσει, και η ταχυκαρδία του δεν άφηνε. Η γυναίκα τον άγγιξε ξανά στο χέρι. Του μίλησε γλυκά, όπως έκανε η Άννα.
«Μπορείς να γεννηθείς ξανά, Αντώνη. Κυριολεκτικά».
Ξέσπασε σε κλάματα. Ήταν η μόνη φυσική αντίδραση.
Του έτριψε μαλακά τα πτερύγια των αυτιών του, κι αμέσως ηρέμησε. «Σς τώρα, πριγκηπάκομ». Ακριβώς έτσι τον έπιανε και τον έλεγε η μητέρα του. Κατάφερε να υιοθετήσει ακόμη και τη χροιά της.
«Θέλω. Θέλω να ξαναγεννηθώ», ψέλλισε.
Η γυναίκα αποτραβήχτηκε, και ο Αντώνης ένιωσε σαν μωρό που του πήραν τον μαστό από το στόμα. Δάκρυα συνέχιζαν να ρέουν στις αυλακιές των ρυτίδων του.
Πήγε στο γραφείο της, κι απ’ το συρτάρι έβγαλε μια δεσμίδα με χαρτιά.
«Αυτό είναι το συμφωνητικό».
Ο Αντώνης πήρε στα χέρια του το συμφωνητικό. «Ιδιωτικό συμφωνητικό Μετενσάρκωσης», ψιθύρισε.
«Ακριβώς. Διάβασε το καλά. Βασικά χρειάζεται να κάνεις μονάχα δύο πραγματάκια. Έχεις κάνεις διαθήκη;».
«Όχι», μουρμούρισε.
«Ωραία. Θα κάνεις μία ιδιόγραφη διαθήκη στην οποία θα αφήνεις όλα σου τα περιουσιακά στοιχεία στην επωνυμία της εταιρείας. Την αναγράφει στην πρώτη σελίδα. Το δεύτερο που απαιτείται, λόγω της ιδιαίτερης φύσης του, εξηγείται αναλυτικά στις τρεις τελευταίες σελίδες».
Έριξε ένα γρήγορο ξεφύλλισμα. Ήταν πάρα πολλές οι σελίδες, πάρα πολλές οι λέξεις για έναν άνθρωπο που διάβαζε μόνο τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
«Κράτα την ουσία. Έχεις την ευκαιρία να ξαναζήσεις μια δεύτερη ζωή».
«Και δεν θα θυμάμαι τίποτα απ’ αυτή εδώ;», είπε μορφάζοντας.
«Τίποτα απολύτως».
«Και αυτό το κάνει ο Σχοινοβάτης; Γιατί;».
«Απ’ όσο γνωρίζουμε, για να μεταβάλλει την πληθυσμιακή ισορροπία μεταξύ των δύο κόσμων. Η ισορροπία πάντα αποκαθίσταται, όπως θα καταλάβεις σύντομα».
«Και πώς μοιάζει… ο Σχοινοβάτης».
«Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα».
«Και πώς τον ανακαλύψατε; Πώς μοιάζει ο άλλος κόσμος;».
«Καταλαβαίνω ότι έχεις πολλές ερωτήσεις. Όμως για αρχή, ας μείνουμε στα εύκολα. Διάβασε το συμφωνητικό προσεκτικά. Φρόντισε για τους δύο όρους, κι εγώ εδώ θα είμαι».
Τον συνόδεψε αγκαζέ ως την πόρτα. Θα πρέπει να τον λυπήθηκε έτσι όπως πήγε να διασχίσει την απόσταση μόνος του, παραπαίοντας και βογκώντας.
«Αντίο Αντώνη».
Ο αποχαιρετισμός αυτός βρήκε έναν Αντώνη ολότελα διαφορετικό απ’ αυτόν που μπήκε στο δωμάτιο ούτε μισή ώρα πριν.
Με τα χαρτιά να πάλλονται στα χέρια του, πάτησε το κουμπάκι του ασανσέρ. Ο κόσμος του γύρισε τούμπα. Ίσως γι’ αυτό ο εγκέφαλός του, ξεζουμισμένος από 74 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας, έβαλε ένα πλαφόν στο πόση πληροφορία επεξεργαζόταν τη φορά.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η γυναίκα έλεγε αλήθεια, εκτός αν του έστησαν την πιο περίπλοκη και καλοδουλεμένη φάρσα που είχε ακούσει ποτέ. Όμως όσο περισσότερο το σκεφτόταν, του έμοιαζε απίθανο και κάπως στενάχωρο, μιας και δεν είχε επιτρέψει σε κανέναν να έρθει τόσο κοντά – ούτε καν στην Άννα – ώστε να γνωρίζει με τέτοια λεπτομέρεια τα πιο ενδόμυχα μυστικά του.
Η δροσιά του χώρου υποδοχής τον αναζωογόνησε. Παρέμενε άδειος και εκτυφλωτικά φωτεινός. Πλησίασε τα περίεργα αναρριχώμενα φυτά, κάτι που η φούρια του δεν τον άφησε να κάνει όταν πρωτομπήκε στον κτίριο. Πράγματι έμοιαζαν να φυτρώνουν από το πουθενά και να καταλήγουν στο άπειρο πουθενά. Σκέφτηκε μήπως αποτελούσαν χλωρίδα αυτού του άλλου κόσμου, και κατέληγαν στον φυσικό, τον πραγματικό. Αν ίσχυε αυτό, έρχονταν από πάνω ή κάτω; Και τι ήταν το πραγματικό, και το φυσικό εν τέλει; Τι ήταν ο Θεός, αν άλλος έδενε κι έλυνε στον κόσμο των νεκρών; Θα μπορούσε να δει την μητέρα του για μια τελευταία φορά, προτού ξαναγεννηθεί και την ξεχάσει εντελώς; Ίσως και τον πατέρα του, να τον ρωτήσει αν τελικά πέθανε στον πόλεμο ή το ‘σκασε για μιαν άλλη ζωή.
Είχε αμέτρητες ερωτήσεις να κάνει στην μελαχρινή γαζέλα την επόμενη φορά που θα την συναντούσε. Γιατί θα την συναντούσε, γι’ αυτό ήταν σίγουρος.
Προς το παρόν έπρεπε να βρει έναν συμβολαιογράφο.
Την εποχή του διαδικτύου ήταν πανεύκολο να βρεις συμβολαιογράφο, κι όμως ο Αντώνης το έκανε ξεφυλλίζοντας το ντουβάρι του χρυσού οδηγού. Ο επαγγελματίας που βρήκε τελικά, αποδείχτηκε ακόμη μεγαλύτερο ραμολιμέντο απ’ τον ίδιο, πράγμα αναμενόμενο, αφού το τηλέφωνό του υπήρχε σε χρυσό οδηγό του 2002. Ο Αντώνης αναρωτήθηκε γεμάτος απορία, πόση ευχαρίστηση θα πρέπει να βρίσκει κάποιος στην ανιαρή δουλειά του συμβολαιογράφου, για ν’ απαρνηθεί την γλυκιά στασιμότητα της σύνταξης, και ουσιαστικά, να δουλεύει μέχρι να τα τινάξει.
Ώρες-ώρες δεν καταλάβαινε τον κόσμο· όχι πως είχε σημασία πλέον. Για την ακρίβεια, ελάχιστα πράγματα είχαν σημασία. Ξαπλωμένος στα σύννεφα της ξεγνοιασιάς που του παρείχε το γραφείο δεύτερων ευκαιριών, έπλεε σε μια πρωτόγνωρη ευτυχία. Εκμηδενίστηκε ο καημός του για όλα όσα δεν κατάφερε να κάνει πριν αφήσει τον κόσμο, γιατί σε τελική ανάλυση, δεν χρειαζόταν να τον αφήσει. Τελικά, η απότομη εξημέρωση του Κέρβερου Γιώργη έβγαζε απόλυτο νόημα.
Γιατί να χαλάει τη ζαχαρένια του με την ρεμπελιά του κάθε σερβιτόρου όταν ξέρει ότι θα ξαναγεννηθεί…
Μονάχα η δυσκολία στον δεύτερο όρο της συμφωνίας απειλούσε να διαλύσει το συννεφάκι του.
Το απόγευμα μετά το ραντεβού του με τον κατάκοπο συμβολαιογράφο για τις τελευταίες υπογραφές, εκεί που έπινε τον καθιερωμένο ελληνικό ρεμβάζοντας την απλωμένη μπουγάδα του απέναντι μπαλκονιού, η λύση έφτασε ουρανοκατέβατη.
Παράτησε μισό τον καφέ και κίνησε για το μετρό. Αν πήγαινε έτσι όπως το φαντάστηκε, δεν θα χρειαζόταν να ματώσει, ούτε καν να ιδρώσει.
Έφτασε στην είσοδο του νοσοκομείου με μια ζωηράδα που θα τη ζήλευε και ο πιο αισιόδοξος νεολαίος. Ο βαριεστημένος φύλακας τον σταμάτησε μ’ ένα άψυχο νεύμα.
Αχ κακόμοιρε! Αχ κακόμοιρε και δύστυχε!
«Που πάτε;».
«Στο ογκολογικό. Θέλω να επισκεφτώ μια παλιά φίλη».
Ο φύλακας έσμιξε τα φρύδια. Μάλλον δεν είχε συνηθίσει τόσο χαρωπούς επισκέπτες στο νοσοκομείο.
Η φαρμακερή μπόχα του νοσοκομείου του περνούσε απαρατήρητη. Προσπέρασε τα επείγοντα, με τους ασθενείς και τους συνοδούς τους να τον χαζεύουν καταφανώς απορημένοι. Ο Αντώνης σιγομουρμούριζε τα λόγια ενός τραγουδιού που εμπνεύστηκε κατά τη διαδρομή του μέχρι το νοσοκομείο.
Ω Σχοινοβάτη, ω Σχοινοβάτη, το τραπέζι θα σου κάνω.
Σκυλί, πιστό σκυλί σου, αν θελήσεις θ’ απογίνω.
Τα ιδεό, τα ιδεό, τα γράμματά σου θα διαδίδω.
Αν για πά, αν για πάντα, στη ζωή θα παραμείνω.
Ο όροφος του ογκολογικού έδειχνε σαφώς πιο χρωματιστός και περιποιημένος από τους υπόλοιπους. Τους τοίχους στόλιζαν κάδρα που απεικόνιζαν ονειρικά τοπία ή ανθρώπους σε χαρούμενες οικογενειακές στιγμές. Περισσότερο, του έκαναν εντύπωση οι αφίσες με συμβουλές και αποφθέγματα που έσταζαν αισιοδοξία. Το προσωπικό φορούσε πολύχρωμες μπαντάνες και χαμογελούσε άνευ λόγου. Επιτέλους, κάτι πιο ταιριαστό στην ψυχολογία του.
Στον μακρόστενο διάδρομο των μονόκλινων θαλάμων, μέσα από τα στρογγυλά τζάμια των θυρών, εξέτασε κάμποσα χλωμά πρόσωπα και καραφλά κεφάλια. Αρκετοί ασθενείς, αδύνατο να καταλάβει αν ήταν γυναίκες ή άντρες, κάθονταν σε κάτι σπαστές πολυθρόνες σαν ντιβάνια, και λάμβαναν ενδοφλέβια τη χημειοθεραπεία τους.
Βλέποντάς τους έτσι, αισθάνθηκε οίκτο για λογαριασμό τους, και ανακούφιση, μπόλικη ανακούφιση. Αναρωτήθηκε βέβαια, γιατί το γραφείο δεν προσέγγισε τους συγκεκριμένους ανθρώπους, και επέλεξε έναν γεροξεκούτη σαν του λόγου του. Μπορεί να τον επέλεξε ο Σχοινοβάτης προσωπικά… Και γιατί όχι; Μια ζωή γεμάτη καημούς και στενοχώριες έζησε. Τούτοι εδώ, αν και άρρωστοι, μπορεί να μην μετάνιωναν για τίποτα.
Κάπου στο τέλος του σαν σκουληκιού διαδρόμου, διέκρινε το προφίλ ενός προσώπου που είχε δεκαετίες να αντικρύσει. Κόντεψε να μην το αναγνωρίσει. Κόλλησε το μούτρο του στο τζαμάκι, θολώνοντάς το με την ανάσα του. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν.
«Άννα… Αχ, Άννα», ψιθύρισε.
Αν και η σκηνή τον σόκαρε αρχικά, δεν στενοχωρήθηκε όσο ανέμενε ιδίως όταν κατάλαβε πως δεν ήταν μόνη της στο δωμάτιο. Η Άννα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κρατούσε το χέρι ενός μεσήλικα άντρα, που καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα της. Και οι δύο χάζευαν την τηλεόραση στον τοίχο.
Αυτός να είναι άραγε; Αυτός που μου την έκλεψε…
Θα περίμενε όσο χρειαζόταν, ακόμη και όλη τη μέρα μέχρι να έχει μια στιγμή μαζί της. Κάθισε σε μια καρέκλα στο τέλος του διαδρόμου, έχοντας τα μάτια στυλωμένα στην πόρτα.
Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να περιμένει τόσο. Ούτε δέκα λεπτά αργότερα ο άντρας βγήκε απ’ το δωμάτιο. Έδειχνε λουστραρισμένος απ’ την κορφή ως τα νύχια. Μαλλί χτενισμένο στην πένα, σακάκι ασορτί με παντελόνι και σκαρπίνι.
Συνταξιούχος χαρτογιακάς.
Πήγαινε να πάρει καφέ και να καπνίσει; Να ξεκουραστεί; Ένας Σχοινοβάτης ήξερε… Πάντως ο Αντώνης πόνταρε στην ξεκούραση.
Δίχως να χαραμίσει ούτε δευτερόλεπτο, μπούκαρε στο δωμάτιο όταν o άντρας χάθηκε απ’ το οπτικό πεδίο στο άλλο άκρο του διαδρόμου.
Η Άννα γύρισε νωχελικά στο μέρος του. «Τι ξέχασες αγάπη μου;». Αυτό τον χτύπησε σαν κλοτσιά στο στομάχι.
Μισόκλεισε τα μάτια της. «Ποιος είσαι εσύ;». Η φωνή της, βραχνή και απογυμνωμένη από ζωντάνια, παρέμενε αυτή η ίδια φωνή που κάποτε έκανε την καθημερινότητα υποφερτή.
Ο Αντώνης δεν απάντησε, παρά πλησίασε. Στάθηκε στην άκρη του κρεβατιού, κοντά στα σκεπασμένα με κουβέρτα πόδια της. Τα μαλλιά της, κυρίως γκρίζα με καστανές τούφες εδώ κι εκεί, είχαν υποστεί σημαντική αραίωση. Το σαστισμένο ύφος που πήρε εξαρχής δεν είχε αλλάξει, παρ’ όλα αυτά.
Πώς γίνεται να μην με αναγνωρίζει;
«Γεια σου Άννα», είπε τελικά.
«Αναστασία με λένε».
«Μόνο εγώ σε φώναζα Άννα».
«Και ποιος είσαι εσύ;».
«Ο Αντώνης».
«Ποιος Αντώνης;», απάντησε κατάκοπη, λες και τούτο το παιχνίδι των ονομάτων στέρευε τις τελευταίες της δυνάμεις.
Ο Αντώνης ζαλίστηκε απ’ το σοκ. «Πώς γίνεται να μην σου βαράει καμπάνες τ’ όνομά μου; Ο Αντώνης είμαι, ο Χατζής! Ο Αντώνης σου».
Η Άννα γούρλωσε τα μάτια, και για μια στιγμή κοίταξε κλεφτά στην πόρτα.
«Αντώνη, τι κάνεις εσύ εδώ;».
«Θέλω να μου πεις μόνο ένα πράγμα. Γι’ αυτόν τον κοστουμάτο με χώρισες;».
«Τι μου λες, άνθρωπέ μου… δεν με βλέπεις πώς είμαι;».
«Απάντα μου!», της φώναξε, στραγγαλίζοντας το κάγκελο του κρεβατιού με τα χέρια του.
«Αυτό δεν σε αφορά. Αν θες να ξέρεις, έφυγα γιατί ήσουν μίζερος. Ένας μίζερος μαλάκας. Και απ’ ό,τι βλέπω, δεν άλλαξες καθόλου».
Την ζύγωσε με μια δρασκελιά, κάνοντάς την να τραβηχτεί στην άλλη μεριά του κρεβατιού. Την στιγμή που άνοιξε το στόμα της για να φωνάξει, ο Αντώνης άρπαξε το μαξιλάρι και το πίεσε στο πρόσωπό της. Τα βογκητά της ηχούσαν βουβά. Δεν υπήρχε περίπτωση να τους ακούσει κανείς άλλος εκτός του δωματίου. Στήριξε όλο του το βάρος σε αυτό μαξιλάρι.
«Δεν είναι προσωπικό. Το λέει το συμφωνητικό!».
Η Άννα, πραγματικά πάλευε σαν μην την έτρωγε ο καρκίνος.
«Πρέπει να πάρεις μια ζωή για να δώσεις πίσω μίαν άλλη».
Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Δάκρυα χαράς και λύπης.
«Εξάλλου η δικιά σου τελειώνει – σιγά του πράγμα! Έτσι όπως το βλέπω, χάρη σου κάνω».
Τα χέρια της, που μάταια πάλευαν ν’ αποσπάσουν τα δικά του, χαλάρωσαν τον αγώνα τους, κι έπεσαν άψυχα στο πλάι.
«Να μου φιλήσεις τον Σχοινοβάτη».
Όταν αφαίρεσε το μαξιλάρι, και είδε πόσο γαλήνια έμοιαζε, ανακουφίστηκε. Το μαρτύριό της τελείωσε επιτέλους.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε και φίλησε το ισχνό της κούτελο.
Έφυγε βιαστικά απ’ το δωμάτιο δίχως να σκουπίσει τα δάκρυά του. Σιγά το πράγμα. Ποιος θα παρεξηγούσε έναν κλαμένο γέροντα στον ογκολογικό όροφο.
Μετά το νοσοκομείο, ο Αντώνης πήγε καρφί στο γραφείο δεύτερων ευκαιριών. Προσπέρασε τον μουγκό φύλακα, λέγοντάς του πώς ήξερε τον δρόμο για την είσοδο.
Τούτη τη φορά αγνόησε τα αναρριχώμενα φυτά και μπήκε κατευθείαν στο ασανσέρ. Μέχρι να φτάσει σ’ αυτόν τον ένα προορισμό, ο Αντώνης γυρόφερνε στον θάλαμο σαν ποντίκι σε φάκα. Ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του.
Τα θυρόφυλλα άνοιξαν, και ο Αντώνης όρμησε μέσα.
«Το τελείωσα! Έκανα ό,τι έλεγε το συμφωνητικό!», φώναξε σε θρίαμβο.
Η γυναίκα καθόταν συνοφρυωμένη στην πολυθρόνα της, και σχεδίαζε κάτι σε μια κόλλα χαρτί. Σίγουρα δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του.
Του έδειξε το χαρτί. «Το βλέπεις αυτό;».
Ουσιαστικά ήταν δύο τρίγωνα που ενώνονταν κορυφή με κορυφή. Από τις βάσεις τους ξεκινούσαν από δύο παράλληλες γραμμές. Οι δύο αντιδιαμετρικές κατέληγαν σε σταυρούς μέσα στα τρίγωνα, ενώ οι άλλες έτεμναν τις πλευρές και ύστερα σκεδάζονταν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
«Είναι ένα ιδεόγραμμα», απάντησε γεμάτος περηφάνια.
«Όχι ένα οποιοδήποτε. Σημαίνει ‘’παίρνω τον εύκολο δρόμο’’. Κάτι που σύμφωνα με τον Σχοινοβάτη, έκανες εσύ».
Ο Αντώνης δεν καταλάβαινε. Καθόλου εύκολος δεν ήταν ο δρόμος του. Ίδρωσε για να φτάσει έως εδώ.
«Δεν σε πιάνω…».
Έβγαλε τη δεσμίδα με τα χαρτιά από το συρτάρι, έγλυψε το δάχτυλο, και έφτασε σε μία σελίδα κάπου στο τέλος.
«Διάβασε εδώ», του είπε, δείχνοντας ένα σημείο με ψιλά γράμματα στο κάτω μέρος της σελίδας.
Ο Αντώνης φόρεσε τα γυαλιά του, και πήρε διστακτικά τη δεσμίδα στο μέρος του. Μα αυτό απαιτούσε μεγεθυντικό φακό για να διαβαστεί. Έπρεπε να συγκεντρωθεί ξεχωριστά σε κάθε λέξη. Καθαρίζοντας τον λαιμό του, ξεκίνησε:
«Σε περίπτωση που ο υποψήφιος προσφέρει στον Σχοινοβάτη ψυχή ανθρώπου που δύναται να πεθάνει στο εγγύς μέλλον, όπως: υπέργηρους, ασθενείς θανατηφόρων τροχαίων, θανατοποινίτες, κωματώδεις ασθενείς, καρκινοπαθείς τελευταίου σταδίου…».
Ο Αντώνης έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του.
«Συνέχισε, σε παρακαλώ».
«Τότε…», είπε κομπιάζοντας. Το στόμα του είχε στεγνώσει. «Ο Σχοινοβάτης και ως εκ τούτου το γραφείο, έχει το δικαίωμα να τροποποιήσει το συμβόλαιο».
«Ακριβώς. Σε προειδοποίησα. Σου είπα να διαβάσεις προσεκτικά το συμφωνητικό».
Έγειρε πίσω στην πολυθρόνα της.
«Αντώνη, ξέρεις πώς επιβιώνουν οι κατσαρίδες;».
«Όχι… όχι… όχι…», είπε τραβώντας τα μαλλιά του.
«Βασικά τρώνε οτιδήποτε είναι ζωντανό, νεκρό, ή ετοιμοθάνατο».
Ο Αντώνης έπεσε στα γόνατα, κλαίγοντας με λυγμούς. «Σε παρακαλώ συγχώρα με, δεν ήξερα! Θα κάνω ό,τι μου ζητήσει, ειλικρινά!».
«Ο Σχοινοβάτης μίλησε».
Και ο Αντώνης ούρλιαξε.
«Στο είπα. Διαθέτει περίεργη αίσθηση του χιούμορ».
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι καθαρά συμπτωματική.
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κυριαζόπουλος
Αν σου άρεσε το κείμενο, μην ξεχάσεις να εγγραφείς στο newsletter για ένα τέτοιο κάθε μήνα, ν’ αφήσεις σχόλιο, να το μοιραστείς, ή να μου στείλεις απευθείας μήνυμα, όλα μέσω των παρακάτω κουμπιών.
👏