Κανένας δεν νοιάζεται για τα δάση. Το κατάλαβα από πιτσιρικάς, όταν οδηγούσα για το Forest Escape, το πάλαι ποτέ Χάνι του Χρήστου, ένα από τα καλύτερα καταλύματα της βόρειας Εύβοιας. Δεν ήταν οι καρβουνιασμένες βουνοπλαγιές αυτές που μου εδραίωσαν την πεποίθηση. Τ’ απογυμνωμένα πεύκα που από μακριά μοιάζουν με τρίχες φαλάκρας. Μια εικόνα αποτροπιαστική και παράταιρη. Όχι, ήταν τα σκουπίδια στην άκρη του δρόμου, έμπρακτη απόδειξη πως για πολλούς, τα δάση υπάρχουν ως ευχάριστη προέκταση μιας πόλης πενταβρώμικης. Δεν θα μπορέσω ποτέ να κατανοήσω την ιδιοσυγκρασία εκείνου που ανοίγει το παράθυρο κι απερίσκεπτα ξεφορτώνεται ό,τι του είναι άχρηστο. Ποτέ.
Πρωτοπόροι για την εποχή τους, οι γονείς μου εισήγαγαν την ιδέα του εναλλακτικού τουρισμού στην βόρεια Εύβοια, μην πω σε ολόκληρη. Όταν οι υπόλοιποι ύψωναν πολυώροφα τετράγωνα από μπετό, οι γονείς μου σεβόμενοι το φυσικό τοπίο, ακολούθησαν τη λογική του πανδοχείου.
Για τους ντόπιους δεν ήμασταν απλά ένα ξενοδοχείο, κι ας παρείχαμε διαμονή και φαγητό επί χρήματι. Έλεγαν, «πάμε στο χάνι του Χρήστου για κάνα μεζέ στο τζάκι».
Με το γήρας των γονιών μου οι δυνάμεις τους εξαντλούνταν. Το διαμάντι της περιοχής θα περνούσε σε μένα – τον μοναχογιό τους ή θα πουλιόταν κοψοχρονιά στους βαρόνους του τουρισμού για να γίνει μπετοκολώνα με πισίνες και εξωτερικά τζακούζι.
Για λίγα χρόνια, μέχρι ν’ αποφασίσω κι εγώ τι θέλω να κάνω, τα Σαββατοκύριακα πηγαινοερχόμουν Αθήνα-Βλαχία και τους βοηθούσα. Το μαγαζάκι υπολειτουργούσε – καμιά σχέση με την αίγλη που ακτινοβολούσε κάποτε, αλλά τουλάχιστον δεν έμπαινε μέσα. Οκτώ ώρες επί πέντε, χαλούσα τα ματάκια μου μπροστά στον υπολογιστή, θησαυρίζοντας το εκάστοτε αφεντικό, και τις άλλες δύο γινόμουν εγώ το αφεντικό. Άξιζε τον κόπο, έτσι πίστευα τότε, κι ας έβλεπα τη γυναίκα μου μόνο τα βράδια κι όποτε αποφάσιζε να έρχεται μαζί μου τα μόνο και μόνο για να περνάμε χρόνο παρέα.
Μια μέρα το πήραμε απόφαση. Τα βροντήξαμε και φύγαμε απ’ την παλιόπολη. Εντάξει, δεν έγινε ακριβώς σε μία ημέρα – ένα πρωινό που ξυπνήσαμε πεφωτισμένοι κι αρχίσαμε να πακετάρουμε βαλίτσες. Θα έλεγα πως ο καρπός των συζητήσεων να ζήσουμε κάπου πιο ανθρώπινα, ωρίμασε κι έπεσε μόνος του απ’ το δέντρο.
Οι γονείς μου ξετρελάθηκαν. Όχι μόνο είχαν τον μοναχογιό τους σε απόσταση αγκαλιάς, επιπλέον έπαψε και ο καημός τους, να παρατηρούν άπραγοι την σταθερή παρακμή του μόχθου μιας ολόκληρης ζωής.
Έτσι, εγώ και η γυναίκα μου αναλάβαμε εξ’ ολοκλήρου το χάνι. Στην αρχή ξεκινήσαμε με μικρές αλλαγές. Ενσωματώσαμε πρωινό στο πρόγραμμα με μια αμελητέα αύξηση στη τιμή. Αυγά μάτια, ομελέτα, μπέικον, μαρμελάδα με ψωμί – εύκολα πράγματα που μπορούσαμε να φτιάξουμε γρήγορα. Οι πελάτες εκτίμησαν την κίνηση, ακόμη και οι σταθεροί πεζοπόροι που έρχονταν κάθε τόσο για να διασχίσουν την οροσειρά της Δίρφυος. Ποιος αρνείται ένα γερό πρωινό πριν δρασκελίσει τα βουνά και τα λαγκάδια;
Αργότερα, η γυναίκα μου έβαλε στο τραπέζι την ιδέα της ανακαίνισης. Οι γονείς μου καταψήφισαν την πρόταση. Υποστήριζαν πως η ανακαίνιση θα αλλοίωνε τον ρουστίκ χαρακτήρα του χανιού. Το μετέφρασαν ως μπουλντόζα στο ξεχωριστό τους οικοδόμημα, ως αχαριστία απέναντι σε ό,τι μας δόθηκε απλόχερα.
Κατά βάθος, φοβόμουν το ίδιο πράγμα. Γνωρίζω καλά τη γυναίκα μου. Διαθέτει από την οικογένειά της καλλιτεχνικό υπόστρωμα. Για εκείνη το μοντέρνο θεωρείται παρωχημένο, το παλιομοδίτικο αρχαίο, κι επίσης βαριέται εύκολα.
Παρά την ανησυχία, σαν σωστός γιος και σύζυγος υιοθέτησα κατευναστικό ρόλο στην αντιπαράθεση. Τους διαβεβαίωσα ότι μόνο μικρές αλλαγές θα πραγματοποιούσε, σαν τελειωτικές πινελιές σ’ έναν πανέμορφο πίνακα – έτσι ακριβώς τους είπα.
Η γυναίκα μου υποσχέθηκε πως θα κρατούσε το καλλιτεχνικό δαιμόνιο με κοντό λουρί, πράγμα που έκανε ως ένα βαθμό. Διατήρησε τα γήινα χρώματα του σαλονιού και της τραπεζαρίας, όμως δεν της άρεσε το ουδέτερο λευκό στα υπνοδωμάτια. Οπότε ο αποκαμωμένος πεζοπόρος ξεκουραζόταν ανάμεσα σε κρεμ, φιστικί ή ροδακινί τοίχους. Απαλά και ταιριαστά μεν, ξένα για τους γονείς μου δε.
Μεταξύ αρκετών αλλαγών που δεν θέλω να θυμάμαι, κράτησε τα παλιά ξύλινα κουφώματα, τοποθετώντας μόνο διπλά τζάμια για μόνωση. Αντικατέστησε τα παλιά σιδερένια κρεβάτια, με καινούργια από μπαμπού. Μ’ αυτά και μ’ αυτά το κομπόδεμα χρόνων αποταμίευσης είχε κατέβει στο μισό.
Όχι πολύ αργότερα, το χάνι του Χρήστου απόκτησε ψηφιακή υπόσταση, κάτι που οι γονείς μου, και δικαιολογημένα, δεν έκαναν ποτέ. Φωτογραφίσαμε κι ανεβάσαμε το κουκλί μας στις δύο γνωστότερες πλατφόρμες bed and breakfast υπό νέο όνομα: Forest Escape.
Για τον επόμενο χρόνο, η δουλειά πήγαινε σφαίρα. Σε δώδεκα και κάτι μήνες καταφέραμε να μπαλώσουμε όσες καινούργιες τρύπες έφτιαξε η ανακαίνιση. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της νεκρής σαιζόν είχαμε πάνω από 50% πληρότητα.
Κόσμος και κοσμάκης ερχόταν κι έφευγε κατευχαριστημένος, αξιολογώντας το χάνι μας ποτέ λιγότερο από 4.5 αστέρια. Από τους πρώτους κιόλας ανοιξιάτικους μήνες, δουλεύαμε μέρα με νύχτα μέχρι να έρθει το φθινόπωρο, όπου η δουλειά καταλάγιαζε. Γινόμασταν μάγειρες τα χαράματα, καμαριέρηδες το πρωί, ταμίες το μεσημέρι, καθαρίστριες το απόγευμα, κοινωνικοί μπαρτέντερς το βράδυ. Τα μεσάνυχτα επιστρέφαμε στους εαυτούς μας, στο διά του γάμου ενωμένο ζευγάρι. Μόνο ελάχιστες νύχτες απολαμβάναμε τα συζυγικά οφέλη, όποτε δεν πέφταμε σαν ντουβάρια για ύπνο.
Αλλά ήμουν πανευτυχής. Αγαπούσα αυτό το χάνι. Δεν ήταν μόνο η νησίδα των αναμνήσεών μας ως οικογένεια, αλλά το μέρος που μ’ έκανε να ερωτευτώ το δάσος.
Έβλεπα και τους γονείς μου ανάλαφρους, γεγονός που με χαροποιούσε ιδιαιτέρως. Είμαι σίγουρος πως όσες αμφιβολίες τους απέμεναν για τις κινήσεις μας, και πρωτίστως για τις εκκεντρικές ιδέες της γυναίκας, εξανεμίζονταν όταν έβλεπαν το ζεστό κασέρι να εισρέει στην ταμιακή.
Προσλάβαμε μία νεαρή κοπέλα απ’ την Αθήνα να μας φτιάξει σελίδα στα social media και να την τρέχει. Ήταν μια από τις καλές ιδέες της γυναίκας μου, δεδομένου ότι δεν είχαμε μήτε τον χρόνο μήτε τις γνώσεις του χώρου.
Η κίνηση αποδείχτηκε λιγότερο προσοδοφόρα απ’ όσο περιμέναμε. Με αμελητέα διαφορά στις κρατήσεις, επιβαρύναμε το ήδη φορτωμένο εξοδολόγιο μ’ έναν μηνιαίο μισθό διόλου ευκαταφρόνητο.
Άλλωστε, και τη δουλειά της να έκανε, υπήρχε ταβάνι στα έσοδα. Όταν το χάνι σου χωράει 53 άτομα ακριβώς, ή θα βρεις τρόπο να κοιμίσεις περισσότερους, ή θα σκαρφιστείς άλλον τρόπο να βγάλεις χρήματα. Δεν είχαμε το κεφάλαιο για επέκταση, ούτε θέλαμε να τους βολέψουμε στην αποθήκη, δίπλα στον καυστήρα, στο πλυσταριό και στη σκεπή.
Το δαιμόνιο της συζύγου ήρθε να μας ξελασπώσει.
Επικοινώνησε με παλιούς, φίλους; Συντρόφους; Συμπορευτές; Συνκαλλιτέχνες; Πώς αποκαλείς τα μέλη μιας ομάδας φιλόμουσων που περιστασιακά γρατζουνάνε κιθάρες και βιολιά για φραγκοδίφραγκα; Γνωστούς θα τους λέμε εφεξής. Λοιπόν, επικοινώνησε με δαύτους, κάτι μουζικάντηδες ρεμπέτες στων οποίων το σχήμα τραγουδούσε κάποτε. Καλά παιδιά, και αξιοπρεπείς μουσικοί, αλλά κάπως φτερά στον άνεμο. Τους έκανε πρόταση να έρθουν να παίξουν ένα Σάββατο στο Forest Escape. Δέχτηκαν, με την προϋπόθεση να τους πληρώσουμε τα ναύλα. Φτωχομπινέδες…
Έτσι θα διαφημιζόταν το χάνι έστω και σ’ αυτό τον περιορισμένο κύκλο θαυμαστών που είχε το σχήμα. Κυρίως θέλαμε να δείξουμε στον κόσμο ότι ήμασταν, ναι, ένα απλό bed and breakfast, και παράλληλα, φάρος πολιτισμού.
Πάνω στον ενθουσιασμό μας, δεν σκεφτήκαμε πώς θα βγάζαμε έξτρα παραδάκι, που υπήρξε ο πρωταρχικός στόχος της κίνησης. Εκεί μπήκε στη μέση η μάνα μου, και πέταξε στο τραπέζι την ιδέα του φαγητού. Ποτό και μεζέδες! Μα πώς δεν το σκεφτήκαμε νωρίτερα;
Παραγγείλαμε περισσότερο κρασί και τσίπουρο απ’ όσο χρειαζόμασταν και προτρέψαμε στην κοπέλα των social να παρευρεθεί στη συναυλία του Σαββάτου. Οδηγήσαμε σε γειτονικά χωριά καρφιτσώνοντας χαρτιά με το πού και το πότε. Αγοράσαμε πλαστικές καρέκλες από τον γύφτο της περιοχής και τις οργανώσαμε γύρω από μια πρόχειρη σκηνή. Σκαρφάλωσα μέχρι και στα πλατάνια που πλαισίωναν την αυλή, για να κρεμάσω τα πολύχρωμα λαμπιόνια μας.
Κάτι ο κόσμος που μαζευόταν στην αυλή, κάτι η μενεξεδένια δύση, τα βλέφαρά μου ποτίστηκαν με δάκρυα συγκίνησης. Μέχρι κι ένα μισάωρο πριν τη συναυλία, ο αριθμός των κεφαλιών ξεπέρασε και την πιο μεγαλεπήβολη προσδοκία. Και τι όμορφα κεφάλια… Μελαχρινά, ξανθά, κοκκινομάλλικα – ό,τι τραβάει η όρεξη. Αεράτα φορέματα, λουλούδια στ’ αυτιά, κάτι άγγελοι εξ ουρανού, ολόδροσα θηλυκά μ’ ηλιοκαμένα κορμιά, που τραβούσαν το βλέμμα ακόμη και του πιο μαραμένου ραμολιμέντου. Αν έτσι μοιάζουν οι «φασέες» όπως τις αποκαλούν, Θεέ μου, τι έχανα τόσα χρόνια αιχμάλωτος στο μπουντρούμι της παντρειάς;
Κατάφερα να καταπνίξω το γενετήσιο κάλεσμα των μποέμ καλλονών, που άγνωστο γιατί, δεν συνοδεύονταν. Γιατί στον γάμο αυτό είμαι εθελούσια φυλακισμένος, και στη γυναίκα μου πιστός σαν πιγκουίνος. Μακάρι να ίσχυε κι απ’ τη μεριά τη γυναίκας μου. Εγώ, τουλάχιστον, περιορίστηκα σ’ εφηβικές φαντασιώσεις. Εκείνη, όλο χαριεντιζόταν με τους μουσικούς· με τα φιλαράκια απ’ τα παλιά.
Πάντως οι τελευταίοι έκαναν καλά τη δουλειά τους. Κράτησαν το κέφι στα ύψη για τρεις ολόκληρες ώρες, και σταμάτησαν επειδή ο μπουζουξής άρχισε να χάνει τις νότες απ’ τα τσίπουρα.
Η κοπέλα των social τράβηξε μπόλικο υλικό με την κάμερα, και πέρασε εξίσου θεσπέσια με τους υπόλοιπους. Οι γονείς μου; Ναι, φαίνονταν εξουθενωμένοι, αλλά εμφανώς ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα.
Να το πω απλά: επιτυχία.
Για το επόμενο Σάββατο, ζήτησα από την κοπέλα των social να έρθει λίγο νωρίτερα. Έπρεπε να φωτογραφήσει κάποια απ’ τα πιάτα. Δέχτηκε μόνο όταν προσφέρθηκα να την πληρώσω έξτρα. Τι ψώνιο! Όλοι καταλάβαμε πού τα ξόδεψε όταν εμφανίστηκε με πρασινωπές ανταύγειες, θέλοντας να μοιάζει περισσότερο στις «φασέες» που φωτογράφιζε.
Κάπου στη μία μετά τα μεσάνυχτα ο περισσότερος κόσμος είχε φύγει. Ο μπουζουξής σόλαρε μ’ ένα μισοκαμένο τσιγάρο στο στόμα, κι εγώ μάζευα τα τραπέζια, προσπαθώντας να είμαι διακριτικός, μην νομίζουν ότι βγάζω σκούπα.
Η δεύτερη φορά μάζεψε περισσότερο κόσμο απ’ την πρώτη. Αισθάνθηκα απύθμενη ντροπή όταν αναγκάστηκα να βολέψω κάνα δυο παρέες σε πτυσσόμενα τραπέζια. Για να μην αδικώ τελείως τη βαψομαλλού, το ότι αναγνώρισα ελάχιστες φάτσες ανάμεσα στον κόσμο, σημαίνει πως άξιζε τα λεφτά της. To πρόβλημα παρέμενε μπροστά μας, και η λύση δύσκολη. Έπρεπε να βρούμε τρόπο να χωρέσουμε περισσότερα από 53 άτομα στο Forest Escape.
Η λύση ήρθε, κατόπιν μιας κουβέντας που κάναμε με τον πατέρα μου για τα αγροτεμάχια που του άφησε ο παππούς. Αυτό στα Ψαχνά, το νοίκιαζε σ’ ένα μεσαίο αγρότη για θερμοκήπια με ντομάτες. Από το δεύτερο στην ίδια περιοχή, έβγαζε το λάδι του. Το τρίτο και δύσχρηστο ήταν το παραδιπλανό οικόπεδο. Μια σταλιά έκταση μέσα στο δάσος, που τίποτα δεν μπορούσε να σπείρει. Σκέφτηκε μήπως το πωλούσε σε κάποιον που θα διέθετε το κεφάλαιο για να χτίσει.
Το ίδιο βράδυ, εκεί που καθόμασταν στο κρεβάτι με τη γυναίκα μου, χαζεύοντας ο καθένας το κινητό του, της ανέφερα τη κουβέντα με τον πατέρα. Με κοίταξε μ’ αυτό το επιτιμητικό ύφος που παίρνει όταν ρεύομαι στο φαγητό ή όταν ξεχνάω κάτι από το σούπερ-μάρκετ. Αυτόματα, πήρα θέση άμυνας, κι όμως, εκείνη σώπασε. Για λίγα δευτερόλεπτα το βλέμμα της καρφώθηκε στην ταινία που έπαιζε η τηλεόραση, και το κινητό γλίστρησε απ’ τα χέρια της. Ύστερα τέντωσε τον λαιμό, γούρλωσε τα μάτια σαν χαρακτήρας καρτούν με μια κίτρινη λάμπα στο πλάι του. «Το βρήκα», μου είπε, «Θα σου πω το πρωί. Πρέπει να ζυμωθεί με τον ύπνο».
Έτσι έκανε πάντα· περίμενε μέχρι να κοιμηθεί για να αποφασίσει οτιδήποτε σημαντικό. Έτσι ήταν, η γυναίκα μου.
Την επομένη έστειλα στην κοπέλα με τις σμαραγδένιες φαντασιώσεις. Της είπα να ενημερώσει τους ακόλουθους του Forest Escape, πως για τις συναυλίες του Σαββάτου, μπορούν να μένουν με σκηνή στο παραδιπλανό οικόπεδο έναντι μικρού αντίτιμου. Ήταν άλλη μία καταπληκτική ιδέα της γυναίκας μου. Δέκα λεπτά με τα πόδια από τη θάλασσα, πρωινό και καφέ στα δύο βήματα – ο παράδεισος του κατασκηνωτή. Τυφλωμένοι από ενθουσιασμό, αγνοήσαμε το θέμα της τουαλέτας. Θεωρήσαμε ότι μέχρι να βρούμε λύση, ο κόσμος θα βολευόταν στα W.C του Forest Escape ή στον μεγάλο καμπινέ που λέγεται ύπαιθρο.
Οι γονείς μου δεν άργησαν να εκφράσουν την καχυποψία τους για την ιδέα της οργανωμένης κατασκήνωσης. «Κάτι τέτοιο χρειάζεται άδεια», μας έλεγαν, «θα χαλάσει τον χαρακτήρα του χανιού», μας έλεγαν. Είχαν δίκιο ν’ ανησυχούν – και τα επιχειρήματά τους υπήρξαν ως ένα βαθμό στιβαρά. Μόνο που αρνούνταν να κατανοήσουν το εξής: Από τη στιγμή που μας παρέδωσαν τα ηνία, το χάνι του Χρήστου έγινε ασπρόμαυρη φωτογραφία στον τοίχο των αναμνήσεων.
Πρότρεψα τη γυναίκα μου να χρησιμοποιήσει όλες τις καλλιτεχνικές επαφές που διέθετε, για να φέρουμε περισσότερους και διαφορετικών ειδών μουσικούς. Αλλά ακόμη και μη μουσικούς. Χειροτέχνες, χορευτές, ζογκλέρ, ξυλοπόδαρους. Η Εδέμ της τέχνης!
Ανέβασα ψηλά τον πήχη, όμως δεν με απογοήτευσε. Την Κυριακή μετά τους ρεμπέτες, κάλεσε μια άλλη μπάντα που τους είχα ακούσει κι εγώ. Μάλιστα είχαν δικά τους κομμάτια και θεωρούνταν σχετικά γνωστοί.
Εκείνο το Σαββατοκύριακο ξεπατωθήκαμε στη δουλειά. Είχαμε τόσο κόσμο που αναγκάστηκα να φέρω κάτι παλικάρια από το χωριό να μας βοηθήσουν στο σέρβις.
Κατά την άποψή μου, η αυξημένη απήχηση οφειλόταν στη δουλειά της πρασινούλας. Ο τρόπος που διαχειριζόταν την ψηφιακή μας εικόνα εμπεριείχε τη ζωηράδα της προσωπικότητάς της, δίχως ν’ απουσιάζει ο επαγγελματισμός. Εκμεταλλεύτηκε πλήρως την φήμη της δεύτερης μπάντας και το νέο στοιχείο της υπαίθριας διανυκτέρευσης.
Στο μέχρι πρότινος ανεκμετάλλευτο οικόπεδο, φιλοξενήσαμε και τις δύο ημέρες, περίπου 15 διαφορετικές σκηνές.
Όντες ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι και κυρίως ευέλικτοι, πολλαπλασιάσαμε τη μέγιστη πληρότητα του Forest Escape. Θα το καταφέρναμε αυτό, αν συνεχίζαμε να βερνικώνουμε τα κειμήλια μιας εποχής που είχε προ πολλού παρέλθει;
Το ερώτημα βρήκε απάντηση στο ειρωνικό μειδίαμα του πατέρα όταν με είδε να τσεπώνω λεφτά από χώμα που του άφησε ο δικός του πατέρας. Και η μητέρα σώπασε. Αφοσιώθηκε στην προετοιμασία του επόμενου Σαββατοκύριακου. Στο αρνί στη γάστρα, στα κεφτεδάκια, στην πορτοκαλόπιτα σε συνταγές που και ο κόσμος να χαλάσει, δεν αλλάζουν.
Η δε λατρεμένη μου γυναίκα δόθηκε πλήρως στην καλλιτεχνική επιμέλεια των διήμερων αποδράσεων του Forest Escape από τη ρουτίνα της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Σε συνεννόηση με την πράσινη λαίλαπα, κατάφεραν να προσκαλέσουν χειροτέχνες με πάγκους που φιλοξενούσαν δημιουργήματα παντός είδους. Φακίρηδες που έπαιζαν με αντικείμενα λουσμένα στη φλόγα. Ξυλοπόδαρους με φανταχτερές στολές και κορύνες στα χέρια. Ποιητές που πουλούσαν τις αυτοέκδοτες συλλογές τους. Εικαστικούς που διαφήμιζαν δείγματα της δουλειάς τους. Όλα αυτά, από το μεσημέρι και κατά τη διάρκεια των συναυλιών.
Δουλεύαμε νυχθημερόν για να κυλούν ομαλά τα διήμερα χωρίς αβλεψίες, ενώ παράλληλα να διατηρήσουμε το προφίλ του αψεγάδιαστου οικοδεσπότη στους πελάτες μας, που ήταν και η κύρια πηγή εισοδήματος. Για περίπου 2 μήνες καθόμασταν στο ψηλότερο σημείο της οικονομικής μας ευημερίας.
Δεν κράτησε για πολύ.
Στην αρχή, ορισμένοι σταθεροί νοικάρηδες, κυρίως πεζοπόροι και ορειβάτες, άρχισαν να παραπονιούνται για τη φασαρία. Εκτιμούσαν την παροχή υπηρεσιών χωρίς να χρεώνονται έξτρα, την ειδοποιό διαφορά μας από τα υπόλοιπα ξενοδοχεία. Περνούσαν, όπως έλεγαν, αξέχαστες στιγμές στις συναυλίες του Σαββάτου, όμως τη Κυριακή, ήθελαν απλά να ξεκουραστούν.
Τουρίστες εξωτερικού κι εσωτερικού, διαμαρτύρονταν για τον «ξένο» κόσμο. «Πληρώνουμε δωμάτιο κύριε. Δεν γουστάρουμε να περιμένουμε μισή ώρα για την πρωινή μας ανάγκη, λες και βρισκόμαστε σε οργανωμένο κάμπινγκ χιλίων ατόμων». Άλλοι παραπονιόνταν για τη βρωμιά στις τουαλέτες που όσο και να τις καθαρίζαμε, με τον περίσσιο κόσμο μαγαρίζονταν στο πι και φι.
Οι πελάτες δεν άργησαν να εκδηλώσουν το δράμα τους και έμπρακτα. Πρωτοφανείς καθυστερήσεις στο check-out. Αμήχανες απαντήσεις και δαγκώματα στα χείλη όταν τους ρωτούσαμε αν πέρασαν όμορφα. Και το χειρότερο: Τα «ναι μεν αλλά» ψηφιακά σχόλια, συνοδευόμενα από το πολύ τέσσερα αστέρια. Καταραμένο δίκοπο μαχαίρι αυτό το σύστημα με τ’ αστεράκια. Γκιλοτίνα κανονική, με τον επιχειρηματία στο ξύλο, και τον πελάτη για δήμιο.
Με καταράστηκαν – δεν εξηγείται αλλιώς. Αθηναίοι θα ήταν, είμαι σίγουρος. Τους έφαγε η ζήλια για το φευγιό μου, για την απόφασή μου να ξεκινήσω μια καινούργια ζωή, πιο υγιή, πιο ποιοτική. Θέλουν όλοι να σέρνονται στο μπετό όπως κάνουν εκείνοι.
Το ήξερα ότι ήταν κακή ιδέα να βάλουμε ξένο κόσμο στο οικόπεδό μας. Οι γονείς μου προσπάθησαν να το πουν με τον τρόπο τους. Πού να φανταζόμουν ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο; Κοιμόμουν. Κοιμόμουν τον ύπνο του δικαίου. Αμέριμνος, αισιόδοξος, πεισμένος ότι θα καταφέρουμε να δρασκελίσουμε την ανηφόρα. Εξάλλου η επιτυχία δεν είναι ποτέ μια ευθεία γραμμή.
Ήταν Δευτέρα, αρκετά μετά τα μεσάνυχτα. Το γλέντι άργησε αρκετά να τελειώσει, αλλά δεν μας ένοιαζε. Είχαμε κάνει καλό τζίρο, ίσως καλύτερο από κάθε άλλη φορά. Καθότι περασμένη ώρα για ηλικιωμένους, στείλαμε τους γονείς μου για ύπνο. Εγώ και η γυναίκα μου συμμαζέψαμε, τακτοποιήσαμε, καθαρίσαμε και το τελευταίο βρωμερό τεκμήριο που θα χρησιμοποιούσε ο τουρίστας για το τεσσάρι του. Καμιά φορά, αν τραβούσε πολύ το μάζεμα, ανεβαίναμε με το αμάξι σ’ ένα ψηλό σημείο με θέα, και πίναμε τον καφέ μας περιμένοντας τον ήλιο ν’ ανατείλει. Εκείνο το βράδυ, τελειώσαμε νωρίς και πήγαμε κατευθείαν για ύπνο. Αν επιλέγαμε να πιούμε τον καφέ μας στη θέα παρά την εξουθένωση, ίσως προλαβαίναμε το κακό. Ίσως…
Κάπου μέσα στο βράδυ σηκώθηκα για τουαλέτα. Υπόλογισα την ώρα από την πορτοκαλιά απόχρωση στο σαγρέ γυαλί του παράθυρου. Ξημερώνει, σκέφτηκα.
Ζαβλακωμένος όπως ήμουν από τον ύπνο, δεν θυμόμουν αν κλείδωσα την πόρτα την πόρτα του γραφείου, εκεί που κρατάμε τα μετρητά μέχρι να τα καταθέσουμε.
Γνώριζα πως αν δεν έλεγχα την κλειδαριά το τελώνιο της αμφιβολίας θα με κρατούσε ξάγρυπνο.
Τρέκλισα ως το γραφείο, μαντεύοντας κατά προσέγγιση τη θέση των επίπλων στο ημισκόταδο του διαδρόμου. Αφού έλεγξα τρεις φορές το πόμολο της πόρτας, αποφάσισα να επιστρέψω στη φωλιά μου. Δεν έκανα δύο βήματα και κοντοστάθηκα. Από το δίφυλλο παράθυρο του διαδρόμου, εισέρρεαν οι ίδιες πορτοκαλόχρωμες ακτίνες. Τρεμόπαιζαν στον λευκό τοίχο, λες και ο ήλιος ο ίδιος μεταμορφώθηκε σε καντήλι που αργόσβηνε.
Από περιέργεια και μόνο στάθηκα μπροστά στο τζάμι. Ένα σεντόνι πυκνής αχλής αγκάλιαζε τις πευκοκορφές. Άνοιξα το παράθυρο ίσαμε μια σχισμή και μια καυστική μπόχα ήρθε να μου κάψει τα ρουθούνια. Σφάλισα αμέσως το παραθυρόφυλλο κι έτρεξα στο υπνοδωμάτιο, απόλυτα πεπεισμένος ότι έβλεπα εφιάλτη.
Κόντεψα να σπάσω την πόρτα. Θα πρέπει ν’ άκουσε το ποδοβολητό στον διάδρομο, καθώς είχε ξυπνήσει. «Τι συμβαίνει;», μου φώναξε. «Δεν ξέρω», της απαντάω. Όμως με το που τράβηξα τις κουρτίνες, πείστηκα για τα καλά.
«Ξύπνα! Καίγεται το δάσος!».
Λένε ότι κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς τα μεγαλύτερα και πιο γρήγορα ζώα απομακρύνονται ή βρίσκουν καταφύγιο κοντά σε νερό. Τα πιο μικρά, χώνονται μέσα σε κουφάλες, κάτω από πέτρες, και στα λαγούμια τους. Οι θηρευτές εκμεταλλεύονται την αναμπουμπούλα και κυνηγούν τα τραυματισμένα ζώα, τα μικρότερα σε ηλικία που αδυνατούν ν’ ακολουθήσουν τον ρυθμό των γονιών τους. Πολλά, πεθαίνουν λόγω έλλειψης οξυγόνου. Όχι όμως η χελώνα. Η κάπνα δεν τη βρίσκει εκεί στα χαμηλά, και τρέχει, τρέχει η κακομοίρα να ξεφύγει από τις φλόγες. Μα η φωτιά πάντα την προλαβαίνει, και η χελώνα βράζει στο καβούκι της. Αναρωτιέμαι, αν ήμουν ζώο, σε ποια κατηγορία θ’ άνηκα εγώ, και σε ποια ο άντρας μου.
Ολική καταστροφή. Πάνω από 20000 στρέμματα καμένα, με το Forest Escape το πρώτο θύμα ανάμεσα σε δεκάδες άλλα κτίσματα. Ανθρώπινα θύματα ευτυχώς δεν υπήρξαν, τουλάχιστον όχι από φωτιά. Ο πεθερός μου πέθανε από ανακοπή λίγες μέρες αργότερα, όταν βρήκε το χάνι του στάχτες κι αποκαΐδια. Δεν το βάσταξε η καρδιά του. Η γυναίκα του, χήρα κι άστεγη, μένει με την ανιψιά της στην Αθήνα. Περνά μέρες ολόκληρες μπροστά στην τηλεόραση. Ζωντανή, νεκρή, διαφορά δεν έχει.
Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, αιτία υπήρξε μια μικρή εστία φωτιάς στην άκρη ενός οικοπέδου που χρησιμοποιούνταν για οργανωμένη κατασκήνωση άνευ άδειας, από την επιχείρηση μ’ επωνυμία Forest Escape. Όχι δα και καινούργιο νέο. Η καρφωτή έπεσε μια βδομάδα πριν την πυρκαγιά – όλοι το ξέραμε, και όλοι ανησυχούσαμε εκτός από τον άντρα μου. Είχε σκοπό να υποβάλει ένσταση ενώπιον του Δήμου, και να γλιτώσουμε το πρόστιμο. Για το μέγεθος του οικοπέδου και τον αριθμό των κατασκηνωτών, το πρόστιμο ξεπερνούσε τα 15000 ευρώ· ποσό που προκαλεί σοβαρές αϋπνίες σε κάτι άσημους μαγαζάτορες σαν του λόγου μας.
Εφόσον εγώ, η γυναίκα του ιδιοκτήτη της επιχείρησης, κατά τα λεγόμενά του πρότεινα να επεκτείνουμε την επιχείρηση δια της κατασκήνωσης, δεν είναι δίκαιο να πούμε πως εμμέσως, ευθύνομαι για τη φωτιά; Μπορεί να μην ανήκα στην παρέα των ανεύθυνων κατασκηνωτών που σύμφωνα με το πόρισμα, άναψαν ρομαντική φωτίτσα καταμεσής του πευκοδάσους, αλλά ήμουν εγώ αυτή που τους προσκάλεσε. Αυτά και πολλά παρόμοια μου έφτυσε ο άντρας μου την ημέρα που δακρύβρεχτος μου ανακοίνωσε τον χωρισμό μας. Αφορμή έψαχνε για να ζευγαρώσει μαζί της!
Τελευταία, όλο εγκώμια έπλεκε για την πρασινομάλλα τσούλα κι ας της τα έσερνε όλη μέρα. Όλο δικαιολογίες έψαχνε για να της μιλήσει στο τηλέφωνο, και όταν την έβρισκε, χανόταν από προσώπου γης. Καμιά φορά η κυρία ερχόταν από την Αθήνα για να μαζέψει υλικό. Βολόδερνε στα μονοπάτια τάχα για να βγάλει φωτογραφίες, για να «αφουγκραστεί» τη φύση, όπως έλεγε. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο άντρας μου έφευγε για τη Βλαχία, με αφορμές τα πιο ασήμαντα θελήματα. Κι εγώ η βλαμμένη τον πίστευα. Το τρεχαλητό της δουλειάς θόλωνε την κρίση μου, η πίστη στο ιδεατό του γάμου φίμωσε το κτήνος μέσα μου.
Η αλήθεια είναι σχετική. Πειθήνια σύζυγος για μένα, αδάμαστο πνεύμα για τον άντρα μου. Με παρουσίασε στους γονείς του ως την εκκεντρική καλλιτέχνιδα με τις τολμηρές ιδέες, παρά το γεγονός ότι στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου μου κατοικούσαν αράχνες. Είχα να ασχοληθώ με το τραγούδι από τους Rebete Way, ήτοι τουλάχιστον 7 χρόνια.
Η κακομοίρα η πεθερά μου, να ‘ναι καλά η γυναίκα, μετά την καταστροφή μου αποκάλυψε πως πάντα με αγαπούσε παρά τον «υπερφίαλο» χαρακτήρα μου. Έπεσα απ’ τα σύννεφα όταν τη ρώτησα τι ακριβώς εννοούσε. Μην θέλοντας να τον κρίνουν για τις αλλαγές που εκείνος ήθελε, τις μεταμφίεζε ως δικές μου προτάσεις με τον πιο υποχθόνιο τρόπο. «Το καλλιτεχνικό της δαιμόνιο θα μας σώσει!». Τους ζητούσε διακριτικότητα και υπομονή για τις παράδοξες ιδέες μου, τις στην πραγματικότητα δικές του. Πιστός γιος στα μάτια των γονιών του, ηθικά καλυμμένος καπετάνιος σ’ ένα καράβι που βούλιαζε.
Η μεγαλειώδης χίμαιρα ενός Forest Escape που θα περισυλλέξει και εκπολιτίσει τους απογοητευμένους των εργοστασίων παραγωγής διακοπών, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα πρόσχημα. Ποτέ δεν νοιάστηκε πραγματικά για το χάνι, μόνο για το εξόγκωμα που δημιουργούσε στη τσέπη. Ούτε για τη φύση ίδρωνε τ’ αυτάκι του, όσο κι αν αγόρευε υπέρ της, φλυαρώντας γι’ ανεμογεννήτριες και προμελετημένες πυρκαγιές. Για χρόνια αμέτρητα κι αγύριστα της ζωής μου κοιμόμουν πλάι σ’ έναν διπρόσωπο φιλάργυρο, εγκληματία, δυνητικά ψυχοπαθή. Τώρα, στη νηνεμία της μοναξιάς μου, είμαι σε θέση να ξεδιαλύνω την ομίχλη του περασμένου χρόνου στο Forest Escape, αυτή που προκαλούσε η θυελλώδης καθημερινότητα και σ’ ένα βαθμό η εθελοτυφλία μου. Να διαμορφώσω μια αλήθεια δικιά μου, αλλιώτικη από το επίσημο πόρισμα της πυροσβεστικής.
Δεν υπάρχει μέρα που να μην εξετάζω καρέ προς καρέ τις τελευταίες ώρες πριν την πυρκαγιά. Είμαι σίγουρη ότι τον άκουσα να σηκώνεται λίγο μετά αφότου ξαπλώσαμε. Κατούρημα, σκέφτηκα, και με πήρε ο ύπνος το επόμενο δευτερόλεπτο. Ύστερα από κάμποση ώρα, αδύνατο να προσδιορίσω ακριβώς πόση, γύρισα πλευρό για ν’ ανταμώσω ένα ανύπαρκτο σώμα. Ήμουν σίγουρη πως δεν είχα αποκοιμηθεί για δύο λεπτά μόνο, εξαιτίας μιας μολυβένιας ιδέας ξημερώματος στο εσωτερικού του δωματίου. Περίμενα στο κρεβάτι να επιστρέψει, θεωρώντας ότι καταπιάστηκε με κάποια δουλειά, να προλάβει τον λεκέ στο πάτωμα που θα του στερούσε τ’ αστέρια του. Έτσι παραμόνευα στο ημίφως μέχρι να επιστρέψει, όσο ανήσυχη χρειαζόταν για να μην με παίρνει ο ύπνος.
Θυμάμαι να βλασφημώ, να τον βρίζω από μέσα μου, και ν’ απορώ πώς γίνεται να ξημέρωσε μέσα σε δέκα λεπτά.
Μπούκαρε φορτσάτος στο δωμάτιο να με ειδοποιήσει, και τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία. Όπως η αλήθεια, έτσι και η ιστορία είναι σχετική, ανάλογα με το χέρι που τη γράφει. Το δε χέρι του άντρα μου εκείνο το μοιραίο ξημέρωμα, ήταν γεμάτο καπνιά κι εξέλυε μια φευγαλέα οσμή πετρελαίου. Τα καβούρια στις τσέπες του πάλλονταν σ’ έκσταση, με τ’ αδηφάγα στόματα ορθάνοιχτα, έτοιμα να υποδεχτούν τα λεφτά της ασφάλειας. Υπέγραψε συμφωνητικό με ασφαλιστική ερήμην μου, ένα μήνα πριν την πυρκαγιά, περίπου όταν αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε το οικόπεδο. Μου το ξεφούρνισε η πεθερά μου. Μου είπε επίσης ότι σκέφτεται ν’ αγοράσει καινούργιο χάνι, με συνέταιρο την κάμπια των social.
Λένε ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές. Όταν μιλάμε για τη μάχη με τον πλανήτη, ο νικητής δεν θα έχει στόμα να μιλήσει, χέρι για να γράψει, κέρδος ν’ αποσπάσει. Ο τροχός γυρνάει από την μια μέρα στην άλλη, το βάθρο της πρωτιάς συνθλίβεται σε θρύψαλα, και ο νικητής γκρεμοτσακίζεται.
Στο τέλος, ο νικητής θα βράζει στο καβούκι του όπως η δύσμοιρη χελώνα.
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κυριαζόπουλος
Αν σου άρεσε το κείμενο, μην ξεχάσεις να εγγραφείς στο newsletter για ένα τέτοιο κάθε μήνα, ν’ αφήσεις σχόλιο, να το μοιραστείς, ή να μου στείλεις απευθείας μήνυμα, όλα μέσω των παρακάτω κουμπιών.