Τρία Άλφα
Όπως πολλοί από εσάς γνωρίζετε, έχω γράψει ένα μετα-αποκαλυπτικό μυθιστόρημα (Κρικ) το οποίο θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία μέσα στον Μάιο από τις εκδόσεις Άνω Τελεία, αλλά είναι ήδη διαθέσιμο για προπαραγγελία. Μετά το τέλος του διηγήματος, θα βρείτε έναν σύνδεσμο που θα σας παραπέμψει στο βιβλίο.
Ο ανθυπαστυνόμος Αλέξανδρος Αλεξιάδης στάθηκε πάνω από το πτώμα του ηλικιωμένου άντρα, και αναστέναξε. Η εικόνα ενός γέρου που απεβίωσε ολομόναχος σ’ ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, μόνο και μόνο για να ανακαλυφτεί μία εβδομάδα αργότερα λόγω της μπόχας, υπήρξε συνηθισμένη και ταυτόχρονα ξένη στα μάτια του έμπειρου αστυνομικού. Τη δε δυσωδία του πτώματος σε σήψη, δε θα τη συνήθιζε ποτέ του.
«Ο κόσμος μας θεωρεί γουρούνια, στις περισσότερες περιπτώσεις δικαιολογημένα. Εγώ όμως ξέρεις τι βλέπω; Βλέπω έναν παππού παρατημένο από τα παιδιά του, να πορεύεται μόνος στη ζωή, και τελικά στον θάνατο. Κανείς δε φιλοτιμήθηκε να πάρει ένα τηλέφωνο, να δει τι κάνει; Έπρεπε να τον βρει η γειτόνισσα από το διπλανό διαμέρισμα; Δεν ξέρω για τη δικιά σου, μα αυτή τη στιγμή η καρδιά μου σκιρτά διαφορετικά από του μέσου γουρουνιού».
«Και πού ξέρεις ότι είχε παιδιά ο μακαρίτης;», είπε ο συνοδός του, ο υπαρχιφύλακας Λιόντης.
«Είχε σίγουρα έναν γιο. Με το που μπαίνεις, στα δεξιά σου θα δεις ένα σεκρετέρ με μία κορνίζα πάνω. Ο άντρας είναι φτυστός ο γέρος. Η γυναίκα δεν του μοιάζει».
«Σεκρετέρ;»
«Τ’ ορθογώνιο έπιπλο με τα συρτάρια».
«Δεν το πρόσεξα. Πάντως, μπορούμε να μιλάμε για φυσικά αίτια τόσο νωρίς;» είπε ο υπαρχιφύλακας.
«Ναι. Αλλιώς πρόκειται για αυτοκτονία, μάλλον με χρήση ουσιών. Όμως γι’ αυτό θα πρέπει να περιμένουμε τον ιατροδικαστή. Γι’ ανθρωποκτονία εξ αμελείας ή εκ προ μελέτης, το θεωρώ απίθανο. Η πόρτα δεν ήταν παραβιασμένη, ούτε οι μπαλκονόπορτες. Με μια πρόχειρη ματιά, δεν βρήκα σημάδια πάλης στο πτώμα, ούτε κάτι που έστω να υποδεικνύει βία· σπασμένα γυαλικά, ριγμένα αντικείμενα, διπλωμένα χαλιά – τέτοια πράγματα. Όχι, ο άνθρωπος σηκώθηκε από τον καναπέ, ίσως για να κάνει την ανάγκη του, και κατέρρευσε στην πορεία. Κοίτα το βαθούλωμα στον καναπέ. Οι φτηνοί καναπέδες από δερματίνη, κρατάνε το σχήμα των οπίσθιων έως ότου κάποιος σιάξει την επιφάνεια ή κάτσει παραδίπλα».
Ο υπαρχιφύλακας έλεγξε το ρολόι του. «Και όλα αυτά τα παρατήρησες κοντά στο ένα λεπτό που βρισκόμαστε εδώ μέσα; Κι άκουγα ότι ο Τρία Άλφα είναι λαγωνικό αλλά δεν το πίστευα μέχρι που το είδα στην πράξη! Πολλά λένε για πολλούς από εμάς, όπως πολύ καλά είπες, αλλά τι να πρωτοπιστέψεις!»
«Από εδώ και πέρα, όσο βρίσκεσαι εν ώρα υπηρεσίας, οφείλεις να μου απευθύνεις τον λόγο όπως ακριβώς αρμόζει σ’ έναν ανώτερο, με όλες τις τυπικότητες που τον συνοδεύει. Εντάξει υπαρχιφύλακα Λιόντη;»
Το πρόσωπο του υπαρχιφύλακα έχασε ραγδαία το πρότερο τσαλάκωμα της χαλαρότητας, ενώ το χέρι έκανε μια φευγαλέα κίνηση να βαρέσει προσοχή, διστάζοντας την τελευταία στιγμή. «Μάλιστα, κύριε Αλεξιάδη», είπε κομπιάζοντας.
Ο Τρία Άλφα ψηλάφισε τις τσέπες του ηλικιωμένου άντρα, βρίσκοντάς τες αδειανές. Τότε παρατήρησε το ντύσιμο του γέρου. Έμοιαζε αταίριαστο σε άνθρωπο της ηλικίας του. «Υπαρχιφύλακα Λιόντη, κάνε μου μια χάρη και ψάξε για πορτοφόλι, μπας και δώσουμε όνομα στον μακαρίτη».
«Μάλιστα».
Ο Τρία Άλφα σιχαινόταν να κατσαδιάζει κατώτερους στον βαθμό, μα σίγουρα όχι περισσότερο από το ψευδώνυμο που του είχαν δώσει στο τμήμα όπου υπηρετούσε. Όποτε το άκουγε, ο νους του πήγαινε κατευθείαν στη μάρκα των οσπρίων, και τη φασολάδα την οποία απεχθανόταν. Τρία Άλφα συνήθως τον αποκαλούσαν οι γαλονάδες όταν του φόρτωναν δουλειά που αναλογούσε σε τρεις αστυνομικούς. «Θα το αναλάβει ο Τρία Άλφα αυτό. Είναι λαγωνικό». Ούτε λόγος για συγχαρητήρια, μόνο προσταγές από ανθρώπους που δεν καταλάβαινε γιατί όφειλε να τους υπακούει άκριτα λόγω μιας καθορισμένης ιεραρχίας επίσης ακατανόητης.
Ο Υπαρχιφύλακας επανήλθε τάχιστα. Είτε δε χασομέρησε καθόλου, είτε έκανε πασαλείμματα, ενδεχόμενα που στο Σώμα συνεισφέρουν ισόποσα σε μια πιθανή προαγωγή. «Δε βρήκα το πορτοφόλι. Βρήκα όμως τις ηλεκτρονικές του συσκευές, λάπτοπ, τάμπλετ και κινητό τηλέφωνο. Και τα τρία κλειδωμένα».
«Κάμποση τεχνολογία για έναν άνθρωπο της ηλικίας του, δε νομίζεις;»
Ο Λιόντης κατένευσε. «Είμαστε σίγουροι ότι ο γέρος έμενε εδώ;».
Ο Τρία Άλφα θυμήθηκε το σπίτι των παππούδων του· το δίχως άλλο έδειχνε λιγότερο μοντέρνο. Επίσης, σύμφωνα με τα κάδρα που κρέμονταν στους τοίχους του σαλονιού, ο ένοικος πρέπει να λάτρευε την τέχνη του 19ου αιώνα. Συμπέρασμα που ντρεπόταν να μοιραστεί με τον συνάδελφό του.
«Η γειτόνισσα έκανε την κλήση, σωστά;»
«Μάλιστα, κύριε ανθυπαστυνόμε».
«Μίλησες μαζί της;»
«Ναι. Μου είπε ότι είναι-ήταν καινούργιος ένοικος, και δεν τον είχε δει ποτέ να μπαίνει ή να βγαίνει από το διαμέρισμα».
«Παράξενο…»
«Δεν είναι;» είπε ο Λιόντης. «Πώς γίνεται να μην τον έχει δει ούτε μια φορά;»
«Εγώ άλλο θα έλεγα. Γιατί κάποιος να μετακομίσει στα γεράματά του;»
«Έχετε δίκιο».
«Με την πρώτη ευκαιρία, βρες την ηχογράφηση της κλήσης, και στείλε τις συσκευές στο τεχνικό άμεσα μπας και καταφέρουν να τις ξεκλειδώσουν πριν μας πιάσει νύχτα. Ψάξε για τηλέφωνα, ονόματα οτιδήποτε γραμμένο που να μας υποδεικνύει τ’ όνομά του ή κάποιο γνωστό του πρόσωπο. Τον νου σου στο πρωτόκολλο κακομοίρη μου – ό,τι κάνεις, ακόμη και να βήξεις κοντά σε πιθανό πειστήριο, θα το καταγράψεις. Η πιθανότητα για φυσικό θάνατο, αν και μεγάλη, γίνεται βεβαιότητα μόνο όταν το υπογράψουν οι λευκές ρόμπες. Άντε, πού στο καλό είναι οι εκαβίτες; Κοντεύω να χάσω την όσφρησή μου εδώ μέσα!»
«Έχω βουλωμένη μύτη κύριε Αλεξιάδη. Δε μυρίζω σχεδόν καθόλου–». Ο Τρία Άλφα τον λοξοκοίταξε. «Θα επικοινωνήσω με το κέντρο, να δω πού βρίσκεται το ασθενοφόρο». Ο Λιόντης χαιρέτησε φιλικά τον αστυφύλακα που φυλούσε την είσοδο κι έφυγε τρεχάτος.
Ο Τρία Άλφα κινήθηκε κατά το καλοσυντηρημένο σεκρετέρ, σίγουρα αγορασμένο από μαγαζί αντικών. Το σφιχταγκαλιασμένο ζευγάρι της φωτογραφίας χαμογελούσε στον φακό με φόντο την καταγάλανη θάλασσα και κάμποσα λευκά πλεούμενα να αιωρούνται στα ήρεμα νερά. Οποιοσδήποτε θα παραδεχόταν ότι πρόκειται για ένα τρισευτυχισμένο αντρόγυνο κατά τον μήνα του μέλιτος στη Μασσαλία – ενδεχομένως; Μόνο ένα πιο διεισδυτικό μάτι, όμως, θα παρατηρούσε τις ρωγμές στο πορσελάνινο χαμόγελο του άντρα. Μια φευγαλέα αίσθηση μελαγχολίας στο αγκίστρωμα των χειλιών, ίσως και αμφιβολίας στο άγγιγμά του. Ξαφνικά, μα όχι αδικαιολόγητα, ο Τρία Άλφα θυμήθηκε τη σύζυγό του, με την οποία υπήρξαν κοντά δύο χρόνια διαζευγμένοι. Παράτησε την κορνίζα όπως όπως, κι άνοιξε μηχανικά το συρτάρι. Σάστισε όταν το βρήκε αδειανό πλην μιας ορθογώνιας – σαν τηλεκοντρόλ – συσκευής υπαγόρευσης, μ’ ένα σημείωμα στο πίσω μέρος της που έγραφε: ΠΡΟΣΟΧΗ – ΑΚΡΩΣ ΕΘΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΔΥΝΗΤΙΚΑ ΕΠΙΒΛΑΒΕΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ. Ποιος γράφει τέτοια ταμπέλα στο, ουσιαστικά προφορικό του ημερολόγιο, περιμένοντας να μην σκανδαλίσει τον ξένο; Ο ανθυπαστυνόμος έχωσε βιαστικά τη συσκευή στη πλαστική σακούλα των αποδεικτικών στοιχείων, συνεχίζοντας την έρευνα του διαμερίσματος. Ομολογουμένως, η υπόθεση είχε αρχίσει να του ερεθίζει την περιέργεια.
Από τη συστοιχία των πινάκων στο διαμέρισμα, ένας συγκεκριμένος του Κλιμτ χαράκτηκε ανάγλυφα στις σκέψεις του· και όχι τυχαία. Καθώς οδηγούσε για το τμήμα, αναλογιζόταν τις τρεις ηλικίες της γυναίκας*, του ανθρώπου εν γένει, τη φεγγοβολιά των νιάτων που αργοσβήνει έως τα γηρατειά. Η ύπαρξη φάνταζε άδικη ξαφνικά, ιδίως για όσους είχαν την τύχη να ζουν τα όνειρά τους. Πόσο ανελέητα θα τους συνέθλιβε την ψυχή η κατάπτωση του σώματος, η αναπόφευκτη άφιξη του θανάτου; Αναρωτήθηκε αν ο ίδιος ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που κάρφωσαν τις ράγες τους στον χερσότοπο της ύπαρξης και όλα πια ήταν θέμα πορείας. Ερωτήματα με δύσκολες αν όχι ανύπαρκτες απαντήσεις, και το χειρότερο: υπήρξε αδύνατο να τα συζητήσει με οποιονδήποτε κοντά του. Φίλους δεν είχε, και η πλειοψηφία των συναδέλφων του, ακόμη και των αξιωματικών, αδιαφορούσαν για οτιδήποτε δεν αφορούσε τη δουλειά, την μπάλα ή τον διαδικτυακό τζόγο. Ούτε θεωρούσε κάποιον επαρκώς εχέμυθο ώστε να του ξεράσει τις αμφιβολίες του πάνω στην επιλογή της καριέρας. Όφειλε να κρατήσει τέτοιες σκέψεις για τον εαυτό του, όπως άλλωστε είχε συνηθίσει να κάνει, ζώντας μια δεύτερη, μυστική ζωή.
Κόντευαν μεσάνυχτα όταν τελείωσε με την καταγραφή και καταμέτρηση πιθανών στοιχείων γύρω από τον θάνατο του – ακόμη – άγνωστης ταυτότητας γέρου. Κράτησε τη συσκευή υπαγόρευσης από τα στοιχεία με σκοπό να την ακούσει σπίτι, το οποίο σε γενικές γραμμές θεωρούνταν παράτυπο, μα επιτρεπτό αν είσαι ο Τρία Άλφα το λαγωνικό, και σημαντικότερο: γλιτώνεις δουλειά από τεμπέληδες αστυνομικούς.
Με το αμάξι του οδήγησε στα στενά του Βοτανικού, σε σκοτεινές παρόδους γύρω από μάντρες αμαξιών, και γραφεία μεταφορών. Εκείνη την ώρα, οι σεξεργάτριες ξεκινούσαν δουλειά, και όσες τον ήξεραν – δηλαδή οι περισσότερες – τον χαιρετούσαν με το μικρό του κάτι που πάντα του έκανε εντύπωση, αφού λόγω του ψευδωνύμου του είχε καταλήξει να το ακούει σπάνια. Μετά από κάμποσες γύρες, βρήκε τον λόγο για τον οποίο μία φορά την εβδομάδα επισκεπτόταν τούτο το κατά γενική ομολογία, ανίερο μέρος. Η ψηλή γυναίκα ξεχώρισε από μακριά με την κόκκινη μίνι φούστα και τα ασορτί ψηλοτάκουνα, ν’ ανακλούν τη λευκή δέσμη των προβολέων του αμαξιού. Ο Τρία Άλφα σταμάτησε δίπλα της, έχοντας αυτό το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι, όπως κάθε άλλη φορά.
«Γεια σου Αλέξανδρε» είπε η γυναίκα κάπως σαν να τον περίμενε, γέρνοντας στο κατεβασμένο παράθυρο του συνοδηγού.
«Γεια σου και ‘σένα. Ήρθα να δω αν είσαι καλά».
«Το ξέρω» είπε η γυναίκα και αναστέναξε. «Μια χαρά είμαι. Σφύζω από υγεία, δε με βλέπεις;» συμπλήρωσε εκτελώντας μια θεατρινίστικη περιστροφή.
«Χαίρομαι που είσαι καλά. Πώς πάνε τα πράγματα;»
«Ε, τον χειμώνα πέφτει λίγο η δουλειά».
Ο Τρία Άλφα χάρηκε που ήταν χειμώνας κι ας μισούσε το κρύο. Τότε, ένα άλλο αμάξι σταμάτησε πίσω από τη γυναίκα. Άκουσε χαχανητά και αυτή την απαίσια μουσική των νέων, την τραπ. Παρότι αδυνατούσε να δει καθαρά, διέκρινε τουλάχιστον τρία άτομα.
«Κούκλα, πόσα θες για να σε πάρουμε ταυτόχρονα;», είπε τότε μια νεανική, σχεδόν εφηβική φωνή, και ο Τρία Άλφα αισθάνθηκε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Η γυναίκα υπήρξε πιο ψύχραιμη, γυρνώντας με περίτεχνη τσαχπινιά προς το μέρος τους.
«Μαλάκες! Είναι τραβέλι! Μπρο, πάμε να φύγουμε, μπρο!» φώναξε ένας και το αμάξι απομακρύνθηκε μαρσάροντας.
Η γυναίκα τίναξε τα μαλλιά της, κι επανήλθε στο παράθυρο του συνοδηγού. «Άλλη μια μέρα στη δουλειά».
«Εσύ μπορεί να λες ότι είσαι μια χαρά, αλλά εγώ βλέπω ότι αυτή η δουλειά δε σου κάνει καλό» είπε ο Τρία Άλφα στραγγαλίζοντας το τιμόνι.
«Τι έπαθες;»
«Τι έπαθα;» φώναξε. «Ως πότε θ’ αφήνεις τον κάθε μαλάκα να σου μιλάει σου όπως θέλει; Να… να… σε κάνει ό,τι θέλει;». Η γυναίκα απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Τα κακοβαμμένα κόκκινα χείλη σχημάτιζαν ένα ολοστρόγγυλο όμικρον. «Δεν αντέχω άλλο να το κάνω αυτό», ψέλλισε ο Τρία Άλφα.
«Το ξέρω γλυκέ μου. Αλλά τι να κάνω; Να παρατήσω τη δουλειά μου για να είμαστε μαζί; Και πώς θα ζω;»
«Δουλειά το λες αυτό;» φώναξε ο Τρία Άλφα.
«Ηρέμησε, σε παρακαλώ».
Τώρα στραγγάλιζε και τον λεβιέ πέρα από το τιμόνι «Συγνώμη. Στα λέω αυτά γιατί–». Η γυναίκα γούρλωσε τα βουρκωμένα της μάτια. «Γιατί σε–».
«Γιατί με; Ολοκλήρωσε αυτό που θέλεις να πεις, σε παρακαλώ» είπε η γυναίκα.
«Τίποτα. Γάμα το».
Ο Τρία Άλφα έβαλε μπρος και μάρσαρε, αφήνοντας το είδωλο της γυναίκας με τα κόκκινα να μικραίνει στον καθρέφτη, κάτι που ευχόταν να συμβεί και μέσα του, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Γι’ αυτό άλλωστε το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να πάρει έναν τετραπλό καφέ και να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά.
«Υπάρχουν πολλοί τρόποι ν’ αποτυπώσει και ν’ αποθηκεύσει κανείς τις σκέψεις του. Προσωπικά, βαριέμαι το γράψιμο και θεωρώ ότι ακόμη και οι ελάχιστοι που κρατούν ημερολόγια σήμερα, διαθέτουν άπλετο ελεύθερο χρόνο. Αλλά ας μη μακρηγορώ, δεν έχει απεριόριστη μνήμη αυτό το πράγμα. Λοιπόν, σε περίπτωση που η συγκεκριμένη συσκευή ηχογράφησης πέσει σε χέρια ξένου, τότε κατά πάσα πιθανότητα έχω πεθάνει».
Ο ανθυπαστυνόμος πάτησε το κουμπί της παύσης και κατέβασε μια καλή τζούρα από τον καμένο εσπρέσο που του πούλησαν σε μια μεταμεσονύχτια καντίνα στη Λεωφόρο Αθηνών. Ο αργός ρυθμός, όπως και η βραχνή χροιά υποδείκνυαν ότι ο ομιλητής μάλλον ήταν ο γέρος που απεβίωσε. Είχε παρκάρει κοντά σ’ ένα μισοσκότεινο ξέφωτο του Πάρκου Ακαδημίας Πλάτωνος. Χαλάρωσε στη θέση του οδηγού, χαζεύοντας τον ρυθμικό χορό των φυλλωμάτων, τα σκιερά κενά ανάμεσα στους κορμούς. Είχε αρκετό κρύο και αέρα για να βρίσκεται κάποιος στον δρόμο. Αποτίναξε τα απολειφάδια των ζοφερών σκέψεων, έσβησε τη μηχανή και πάτησε το τριγωνάκι της έναρξης.
«Θα περάσω κατευθείαν στο ψητό, μιλώντας για τον άνθρωπο που με σκότωσε, τον Κωνσταντίνο Μίχο. Στην πορεία, ίσως να καταλάβεις λίγα πράγματα και για μένα· ίσως όχι. Μετά το πέρας της αφήγησής μου, ενδεχομένως νιώσεις μια παράξενη έλξη να σε περιβάλλει. Αν τυχόν σου συμβεί, πάλεψε να της αντισταθείς με οποιοδήποτε μέσο μπορείς. Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να την υποκαταστήσεις, να προσπαθήσεις έστω, με ναρκωτικά. Ναι, αν χρειαστεί να μουδιάσεις τον εγκέφαλό σου με χάπια, πέφτοντας σ’ έναν λήθαργο όπου τίποτα δε θα σε συγκινεί πια, παρακαλώ κάνε το. Από τον εθισμό στις ουσίες υπάρχει επιστροφή. Και ποιος ξέρει, αν περάσει αρκετός καιρός δίχως να παίζεις τα παιχνίδια του, ίσως ο Σχοινοβάτης βαρεθεί και πάψει ν’ ασχολείται μαζί σου».
Από τη στιγμή που άκουσε το όνομα του δολοφόνου, ο Τρία Άλφα τρωγόταν να πάρει τηλέφωνο στο τμήμα για πληροφορίες, κι ας ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Το άλλο όνομα δε, του προκάλεσε δέος. Ο γέρος το πρόφερε ψιθυριστά, σάμπως φοβόταν μήπως τον ακούσουν.
«Όλα ξεκίνησαν όταν μια συνηθισμένη μέρα, ο Κωνσταντίνος Μίχος δεν έβρισκε το πορτοφόλι του. Άδειασε με βιασύνη τις εσωτερικές του τσέπες, αναποδογύρισε την τσάντα, αδιαφορώντας αν θα σπάσει το λάπτοπ της δουλειάς· μιας δουλειάς που από καιρό του ρουφούσε τη διάθεση για ζωή. Εν πάση περιπτώσει, πουθενά το πορτοφόλι. Απόκλεισε το σενάριο να το έχει ξεχάσει στο σπίτι, δεδομένου ότι μέσα στην ημέρα το χρησιμοποίησε για να πληρώσει τον καφέ και το μεσημεριανό. Έτσι κατέβηκε στην πιλοτή, θεωρώντας ότι είτε το ξέχασε στο αμάξι είτε του έπεσε στον δρόμο.
Διαβαίνοντας φουριόζος την εξώπορτα παραλίγο να πέσει πάνω σ’ έναν χαμογελαστό τύπο με κοστούμι και χαρτοφύλακα, ο οποίος τον ρώτησε αν είχε χάσει κάτι. Χαμένος στις σκέψεις του, ο Κωνσταντίνος ούτε που απάντησε, μα κοντοστάθηκε όταν στην πλάτη του άκουσε τα εξής λόγια: ‘’Μπορώ να βοηθήσω να βρείτε κι άλλα πράγματα πέρα από το πορτοφόλι σας’’.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Κωνσταντίνος γύρισε κάθιδρος και με άδεια χέρια, μόνο και μόνο για να βρει τον κοστουμάτο να περιμένει στην πιλοτή, χαμογελαστό και κορδωμένο. Τον ρώτησε πώς στην ευχή ήξερε ότι έψαχνε το πορτοφόλι του. Ο κοστουμάτος απάντησε αμέσως: ‘’Έκανα μια τυχερή μαντεψιά. Στη θέση σας πάντως, δε θ’ ανησυχούσα για το πορτοφόλι. Η ταυτότητα, το δίπλωμα, οι κάρτες, τα μετρητά – αν είχατε, όλα αυτά θα τα αποκτήσετε ξανά. Κάτι, που δεν ισχύει για τον γάμο σας, έτσι δεν είναι;’’. Ο Κωνσταντίνος σοβαρεύτηκε μεμιάς. Σάστισε, η γλώσσα του κόλλησε στο στόμα. Λες και εμπνεύστηκε από την αμηχανία, ο κοστουμάτος πήρε θάρρος, πλαταίνοντας κι άλλο το σαρδόνιο χαμόγελο.
‘’Αφήσατε τη γυναίκα σας για μία άλλη, η οποία αποδείχτηκε πως εκδιδόταν, και πολύ φθηνά μάλιστα. Συντετριμμένος όπως ήσασταν, δεν είχατε από πουθενά να πιαστείτε, ούτε καν από την δουλειά σας. Γιατί, παρότι διαπρέπετε στον τομέα σας, απεχθάνεστε το αντικείμενο. Παιδιά δεν έχετε, και με τα χρόνια παρατήσατε τους φίλους σας, απομονωθήκατε. Συνεπώς, αγκιστρωθήκατε εμμονικά στον μοναδικό άνθρωπο που σας έχει απομείνει, την πόρνη ερωμένη σας. Μόνο που ο χρόνος της είναι περιορισμένος και πρέπει να τη μοιράζεστε–‘’».
Ο Τρία Άλφα πάγωσε την αφήγηση του γέρου. Το χέρι του έτρεμε και ένιωθε τον λαιμό του ξερό. Έχοντας ξεχάσει εντελώς το επαγγελματικό του κίνητρο, συνέχισε την ακρόαση.
«‘’–Με τον αναμφίβολα υψηλό αριθμό αντρών που την επισκέπτονται καθημερινά’’. Ο Κωνσταντίνος μετά δυσκολίας κρατούσε το κορμί του όρθιο. Ο κοστουμάτος τον βοήθησε να κάτσει στο πεζούλι της πιλοτής, αρχίζοντας ν’ απαντά σ’ ερωτήσεις προτού καν αυτές ειπωθούν.
‘’Σίγουρα θ’ αναρωτιέστε πώς γίνεται να τα γνωρίζω όλα αυτά. Σας διαβεβαιώνω ότι δε διαθέτω την δυνατότητα να διαβάζω μυαλά. Αυτό είναι μία από τις πολλές ιδιότητες του Σχοινοβάτη. Εγώ είμαι απλά ένας από τους αγωγούς του – αγγελιοφόρος σαν να λέμε. Τώρα θ’ αναρωτιέστε ποιος είναι πάλι αυτός ο Σχοινοβάτης. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο να σας το εξηγήσω, και φοβάμαι πως δεν είμαι ο κατάλληλος. Κρατήστε μόνο ότι εκπροσωπώ το Γραφείο Δεύτερων Ευκαιριών, μια εταιρεία που συνεργάζεται στενά μαζί του, προσφέροντας όπως μάλλον θα μαντέψατε, δεύτερες ευκαιρίες σε ανθρώπους σαν εσάς. Να ξέρετε, είναι ελάχιστοι αυτοί που διαθέτουν το προνόμιο να τους έχει επιλέξει ο Σχοινοβάτης. Θα πρέπει να αισθάνεστε ευγνώμων. Λοιπόν, δέχεστε το χέρι που σας απλώνεται, ή θα συνεχίσετε να βουλιάζετε στον βάλτο των κακών επιλογών;’’
Ο Κωσταντίνος, πλήρως αποσβολωμένος, δέχτηκε πειθήνια και ασυζητητί την πρόταση του κοστουμάτου κράχτη».
Είσαι μαλάκας! Γιατί δέχτηκες; Πάρε τον έλεγχο της ζωής σου! φώναξε ο Τρία Άλφα, πλήρως απορροφημένος στη σαγηνευτική αφήγηση του γέρου.
«’’Θαυμάσια! Αυτή η κάρτα έχει τα στοιχεία μου, καθώς και τη διεύθυνση του γραφείου. Προτείνω να μας επισκεφτείτε το συντομότερο δυνατό για να ξεκινήσουμε τη διαδικασία. Αν στο μεταξύ, παρατηρήσετε οτιδήποτε αφύσικο ή ανώμαλο να το πω αλλιώς, αγνοήστε το εντελώς και ελάτε να μας βρείτε αμέσως. Ο Σχοινοβάτης, όντας ανυπόμονος, θα θέλει να ξεκινήσει πρόωρα τη διαδικασία και μάλιστα με δικούς του κανόνες. Είναι άκρως σημαντικό, να μην ενδώσετε στους πειρασμούς του. Κατανοητό; Ναι; Χαίρομαι. Λοιπόν, μακάρι να έχουμε μια καλή συνεργασία. Αντίο’’.
Τα λόγια του κοστουμάτου άφησαν τον Κωνσταντίνο παγωμένο και άκαμπτο, όπως το μάρμαρο στο οποίο καθόταν. Κατάφερε να σηκωθεί με τη δυσχέρεια ενός ανθρώπου των διπλάσιων χρόνων, και παραπαίοντας έφτασε στην πόρτα. Ολοκληρωτικά στραγγισμένος από ενέργεια πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι όπου έπεσε σαν το τούβλο. Ξύπνησε μετά από τρεις ώρες χειρότερα από προηγουμένως, ακόμη μην μπορώντας να αποσαφηνίσει το μπάχαλο στο κεφάλι του. Κατέβασε μονορούφι ένα εσπρεσάκι, πριν κάνει τον ποδαρόδρομο έως το αστυνομικό τμήμα. Στάθηκε μπροστά στον αγαπημένο του πίνακα, τις τρεις ηλικίες της γυναίκας. Πλέον του προκαλούσε απέχθεια».
Ο Τρία Άλφα πάγωσε για λίγο την αφήγηση, προσπαθώντας ν’ ακολουθήσει το νήμα των γεγονότων. Έως τώρα, τίποτα δεν έβγαζε ολοκληρωμένο νόημα.
«Ευτυχώς η δήλωση απώλειας τελείωσε νωρίτερα, και είχε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του για να βουλιάξει στον βάλτο των κακών επιλογών, όπως είπε και ο κύριος ‘’έχω λύση σε όλα σου τα προβλήματα’’. Ναι, ας ήταν εξαντλημένος θα τραβούσε για τις πιάτσες της Αθήνας αναζητώντας, τι ακριβώς, ένα ήπιο αναλγητικό για τις ανοιχτές του πληγές».
Πρόκειται γι’ απλές συμπτώσεις, σκέφτηκε ο Τρία Άλφα πιέζοντας τα μηνίγγια του.
«Μόνο που στο υπόγειο πάρκινγκ της πολυκατοικίας, κάτι του τράβηξε την προσοχή. Ακολουθούσε καθημερινά την ίδια διαδρομή από το ασανσέρ έως την καθορισμένη θέση του αυτοκινήτου του, κι όμως ποτέ δεν είχε παρατηρήσει τη φωτεινή τρύπα στον τοίχο. Η πηγή του φωτός δεν παρείχε σταθερή ροή, προκαλώντας έναν παράξενα γοητευτικό στροβιλισμό στις ακτίνες που ξεγλιστρούσαν από την τρύπα. Πλησίασε και σκύβοντας στο ύψος της, κόλλησε το μάτι του στην τρύπα. Η όρασή του πλημμύρισε με τυφώνες λευκού φωτός. Δεν κατασκόπευε την άλλη μεριά του τοίχου όπως θα έκανε ο ηδονοβλεψίας, μα βρισκόταν ολόκληρος σ’ έναν άλλο κόσμο, στον οποίο μάλιστα πρωταγωνιστούσε. Οτιδήποτε έπιανε το μάτι του έλαμπε αφύσικα έχοντας υφή ονειρική, ενώ οι χαρακτήρες του ονείρου έμοιαζαν να αγνοούν τον παρείσακτο παρατηρητή.
Ο Κωνσταντίνος Μίχος παρατηρούσε τον εαυτό του από ένα τρίτο, αθέατο πρόσωπο, από την κάμερα ενός κινηματογραφιστή που κάνει τη ζωή του ταινία. Κι εκεί ακριβώς έγκειτο το παράλογο, καθώς παρακολουθούσε τη ζωή του, αλλά όχι ακριβώς τη ζωή του. Μπρος στα μάτια του ξετυλίγονταν στιγμιότυπα από την καθημερινότητα ενός Κωνσταντίνου ο οποίος αγαπάει και χαίρεται τη δουλειά του. Χαμογελά στους συναδέλφους του, δείχνει ενδιαφέρον και ζήλο στις συναντήσεις για τους εβδομαδιαίους στόχους. Οι μαύρες σακούλες λείπουν από τα μάτια, όπως και η κοιλιά από το σφιχτό του σώμα. Στα διαλείμματά του δεν τρώει σφολιάτες και σάντουιτς, αλλά μαγειρεμένο φαγητό, πάντα με τη συνοδεία σαλάτας. Άραγε, ποιος του το ετοιμάζει; Μόνο και μόνο επειδή το σκέφτηκε, οι συγκεκριμένες σκηνές του ονείρου πνίγηκαν αστραπιαία στο λευκό φως που τις γέννησε, και ο παρατηρητής μεταφέρθηκε σ’ ένα γνώριμο και ταυτόχρονα διαφορετικό μέρος· στο διαμέρισμα όπου κατοικούσε, δηλαδή τέσσερα πατώματα ψηλότερα. Διέκρινε αμέσως την αντιδιαμετρική διαφορά με το δικό του σπίτι. Βλέπει ένα σπίτι άψογα διακοσμημένο, ζεστό, διάχυτο από θετική ενέργεια. Μα τη μελαγχολική αντίθεση με το δικό του διαμέρισμα, δεν την προκαλούν τα πάμπολλα φυτά εσωτερικού χώρου, ούτε οι προσεκτικά επιλεγμένοι συνδυασμοί χρωμάτων. Η πεμπτουσία της θαλπωρής προέρχεται από ένα και μόνο και πρόσωπο, τη γυναίκα της ζωής του. Στον κόσμο εντός της τρύπας του υπόγειου πάρκινγκ, η γυναίκα δε μοιράζεται το σώμα της στις πιάτσες την Αθήνας, παρά είναι αφοσιωμένη σ’ αυτήν την λαμπερή εκδοχή του Κωνσταντίνου Μίχου, που γυρνάει από τη δουλειά και τη σφιχταγκαλιάζει, ζώντας το όνειρο του πραγματικού Κωνσταντίνου Μίχου, του μαραζωμένου ‘’ηδονοβλεψία’’.
Ξεκόλλησε το πρόσωπό του από την τρύπα, μην μπορώντας να διαχειριστεί το κουβάρι των συναισθημάτων που του προκάλεσε το ταξίδι στον κόσμο της τρύπας. Πρωτίστως κυριαρχούσαν η απογοήτευση, η ζήλεια, η παράφορη επιθυμία γι’ αλλαγή. Χαστούκισε τα μάγουλά του, σκεπτόμενος πως ίσως έβλεπε εφιάλτη, κι έπρεπε να ξυπνήσει. Αφού σιγουρεύτηκε πως δεν έχασε το μυαλό του, ρίχνοντας άλλη μία κλεφτή ματιά στην τρύπα της αλλότριας ζωής, κίνησε για το αμάξι. Επιστρατεύοντας μια από καιρό ναρκωμένη τόλμη, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε τουλάχιστον να διεκδικήσει το δικαίωμά του στον έρωτα. Τότε τον έπιασαν τα κλάματα, συνειδητοποιώντας την ματαιότητα της πράξης του. Σάμπως δεν είχε προσπαθήσει στο παρελθόν κάτι παρόμοιο, παρακαλώντας τη γυναίκα της ζωής του να μην παραχωρεί το σώμα της στον κάθε βρωμιάρη;
Ξάφνου αισθάνθηκε βαρύς και εξαντλημένος. Όποτε έκλαιγε στο παρελθόν, απέφευγε και παράλληλα γύρευε κάποιον καθρέφτη, επιβεβαιώνοντας έτσι την ντροπή που του προκαλούσε η δακρύβρεχτη όψη του προσώπου του. Τώρα, στον καθρέφτη του οδηγού, πέρα από σταγόνες στα μάγουλα και στα λακκάκια, ανακάλυψε ολοκαίνουργιες ρυτίδες, γκρίζα μπαλώματα στους κροτάφους, σαν να είχε γεράσει τουλάχιστον δέκα χρόνια. Αλαφιασμένος κατευθύνθηκε στον ολόσωμο καθρέφτη του διαμερίσματος, αναζητώντας την επικύρωση αυτού που ούτως ή άλλως προμήνυε η νεόφερτη νωθρότητα στην κίνηση. Όταν βρήκε το είδωλο στον καθρέφτη, άρχισε να κλαίει με λυγμούς, να ουρλιάζει για τα χαμένα του χρόνια. Και πάνω στον θρήνο του, πάνω στην ταραχή που του προκαλούσε ο παραλογισμός των τελευταίων ωρών, ξέχασε ολότελα τα προειδοποιητικά λόγια του κοστουμάτου για τα παιχνίδια του Σχοινοβάτη. Έφυγε κλαμένος από το διαμέρισμα παίρνοντας το ασανσέρ για το υπόγειο. Τα λογικά του τα είχε ακόμη, ούτε αφελής ήταν· πλέον ήξερε πώς λειτουργούσε ο χρόνος εντός της τρύπας, όπως επίσης ήξερε ότι δε θα χόρταινε την πείνα του για μια άλλη ζωή, με το οφθαλμόλουτρο που του πρόσφερε ο Σχοινοβάτης. Όμως τουλάχιστον θα μπορούσε να του δώσει κάποια γραμμή για το πώς να πλησιάσει έστω μια απομίμηση ευτυχίας.
Έτσι κόλλησε ξανά το κατά δέκα χρόνια γηραιότερο μούτρο του στο κρύο μπετό, αναζητώντας τα χνάρια της ευτυχίας του εναλλακτικού Κωνσταντίνου Μίχου. Δηλαδή, πώς στην ευχή έφτασε στη νιρβάνα της αυτοπραγμάτωσης αυτός ο άντρας; Ποια βήματα ακολούθησε επαγγελματικά και συναισθηματικά; Παντρεύτηκε και χώρισε όπως ο ίδιος, ή μήπως ο πρώτος του γάμος ήταν με μία πρόωρα συνταξιοδοτημένη πόρνη; Άραγε υπήρξε ποτέ πόρνη στο σύμπαν εντός της τρύπας; Μονάχα ένα λεπτό της ώρας χρειαζόταν. Πόσο θα γερνούσε μέσα σε ένα λεπτό συμβουλευτικής;
Μα ο Σχοινοβάτης δεν του έκανε τη χάρη. Όσο χρόνο ξόδευε ψαχουλεύοντας στο παρελθόν του άλλου Κωνσταντίνου, άλλο τόσο – και περισσότερο – τον καθυστερούσε ο Σχοινοβάτης. Του έριχνε στάχτη στα μάτια προβάλλοντας ονειρικές σκηνές συζυγικής ευτυχίας, και επαγγελματικής καταξίωσης. Άγριο σεξ με την αγαπημένη του στο ζεστό δωμάτιο κάποιου σαλέ. Να καίει το τζάκι, κι έξω να μαίνεται η χιονοθύελλα σφυροκοπώντας το ελατοδάσος. Να δίνει συνεντεύξεις σε δημοσιογράφους, αναλύοντας με αστραφτερά μάτια το αντικείμενό του. Κουτσούβελα να τρέχουν πέρα δώθε στο σπίτι, κι εκείνος αγκαλιά με την αγαπημένη του στον καναπέ. Πόσο ευτυχισμένοι έμοιαζαν! Και ο Κωνσταντίνος εκτός της τρύπας; Ξερογλειφόταν σαν τον αδέσποτο σκύλο έξω από το χασάπικο, συνεπαρμένος, ναρκωμένος, έχοντας λησμονήσει τον σκοπό του, μα κυρίως έχοντας χάσει τον εαυτό του μέσα στην τρύπα. Όταν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, ήταν ήδη αργά. Τα χρόνια πέρασαν από πάνω σαν μπόρα στο κατακαλόκαιρο. Κάποια στιγμή ξεκόλλησε το μάτι του από την τρύπα, και έντρομος συνειδητοποίησε πως ένας οξύς πόνος στη μέση τον εμπόδιζε από το να τεντώσει το σώμα του. Αγκομαχώντας και τρεκλίζοντας, κατάφερε με τα χίλια ζόρια να φτάσει έως την πόρτα του ασανσέρ για το διαμέρισμά του. Όπως προείπα, ο Κωνσταντίνος Μίχος δεν ήταν κανένας αφελής. Ο καθρέφτης έδειξε αυτό που είχε υποψιαστεί ότι θα συνέβαινε κι ας εθελοτυφλούσε κυνηγώντας τις δικές του χίμαιρες. Ο καθρέφτης, φίλε ακροατή, έδειξε αυτό που μάλλον θ’ αντίκρυσες κι εσύ μπαίνοντας στο διαμέρισμα. Με πρόχειρους υπολογισμούς κατάλαβα πως ένα λεπτό στον κόσμο της τρύπας θα πρέπει να ισοδυναμεί με έναν χρόνο στον δικό μας. Μια δίκαιη ανταλλαγή, όπως το βλέπω τώρα.
Ο καθένας έχει το δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει. Έτσι και μένα, μου αρέσει να πιστεύω ότι ο Κωνσταντίνος Μίχος ήταν ένας άλλος εαυτός, όπως ακριβώς ο αψεγάδιαστος τζιτζιφιόγκος εντός της τρύπας, όπως ακριβώς μερικές φορές πιστεύει ο μαραμένος γέρος, για τον νεότερο εαυτό που τον οδήγησε στην δυστυχία του. Είναι βλέπεις, βολικό· και κανένας δε θέλει να φύγει από αυτή τη ζωή με την πικρία των κακών επιλογών.
Κλείνοντας, θα επαναλάβω το εξής: αν νιώθεις μόνος ή δυστυχισμένος, απογοητευμένος από τη ζωή σου εν γένει, και ανακαλύψεις μία τρύπα στο υπόγειο πάρκινγκ της πολυκατοικίας σου, μετακόμισε την ίδια μέρα ή βρες τρόπο ν’ αλλάξεις τη ζωή σου. Σε καμία περίπτωση μην κρυφοκοιτάξεις μέσα στην τρύπα».
Το τέλος της μαγνητοφώνησης βρήκε τον Τρία Άλφα να ατενίζει το ρυθμικό σάλεμα των πεύκων. Τα τελευταία λεπτά της αφήγησης του γέρου τον άφησαν αποσβολωμένο. Τι άκουσε πραγματικά; Την ομολογία ενός αυτόχειρα; Τα λοίσθια λόγια ενός παράφρονα; Την καταγγελία ενός θύματος εξαπάτησης από έναν υποχθόνιο οργανισμό ο οποίος εκμεταλλεύεται τον απλό κοσμάκη με τα φτηνά του κόλπα; Περισσότερο απ’ όλα του φαινόταν πως άκουγε την ιστορία ενός ανθρώπου, παράλογα παρόμοιας με τη δική του. Το κουδούνισμα του επαγγελματικού του τηλεφώνου διέκοψε το ταξίδι των σκέψεων. Ήταν ο Υπαρχιφύλακας Λιόντης.
«Καλησπέρα, κύριε Αλεξιάδη. Συγνώμη για την ώρα. Ελπίζω να μην σας ξύπνησα».
«Δεν κοιμόμουν», είπε.
«Πάλι καλά. Πριν από λίγο το τεχνικό με ενημέρωσε για τα αποτελέσματα. Ο λόγος σας έχει βαρύτητα κύριε ανθυπαστυνόμε. Ο προϊστάμενος τους βάρεσε υπερωρία».
«Μπες στο ψητό». Το τελευταίο πράγμα που ζητούσε τούτη τη στιγμή, ήταν το γλείψιμο του Λιόντη.
«Μάλιστα», είπε και ξερόβηξε. «Το λάπτοπ ανήκει σ’ έναν Κωνσταντίνο Μίχο. Επίσης, από τις ψηφιακές φωτογραφίες που βρήκαμε, είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για τον γιο του. Τον άντρα της κορνίζας στο… πώς το είπαμε;».
«Σεκρετέρ».
«Αυτό. Σε αντίθεση με τους τεχνικούς, οι λευκές ρόμπες σχόλασαν στην ώρα τους σήμερα. Τον έβαλαν στο ψυγείο τον μακαρίτη. Αύριο θα μας πουν τα νέα. Εγώ πάντως πιστεύω πως απλά έσβησε το καντήλι του. Α, παραλίγο να το ξεχάσω. Βρήκα την κλήση της γειτόνι–».
Ο Τρία Άλφα έκλεισε το τηλέφωνο. Ήξερε το πρωτόκολλο. Τίποτα δεν ήταν σίγουρο για το ποιος ήταν ο γέρος μέχρι να βρουν επίσημα έγγραφα ταυτοποίησης ή να έρθει κάποιος ν’ αναγνωρίσει το πτώμα. Παρ’ όλα αυτά μέσα του γνώριζε όλες τις απαντήσεις. Έβαλε μπρος τη μηχανή, και ξεκίνησε για το σπίτι του Κωνσταντίνου Μίχου υιοθετώντας μέσα του το πρόσχημα του υπερβάλλοντα επαγγελματικού ζήλου.
Πάρκαρε όπως όπως στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μια παρέα μεθυσμένων νεαρών τον κοιτούσαν με απορία να τρέχει προς την πόρτα ψάχνοντας τρύπες στην υπόθεση, ή τρύπες στο πάρκινγκ, δίνοντας μάλλον προτεραιότητα στο δεύτερο. Λαχτάρα ή περιέργεια αισθανόταν; Δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Κοντοστάθηκε στην εξώπορτα όταν ένας κοστουμάτος κύριος με χαρτοφύλακα ξεπρόβαλλε από τις σκιές. Χαμογελώντας του είπε:
«Φαίνεστε χαμένος. Μπορώ να σας βοηθήσω να βρείτε αυτό που ψάχνετε».
* Πρόκειται για το συγκεκριμένο έργο του Γκούσταφ Κλιμτ.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι καθαρά συμπτωματική.
Για το βιβλίο μου πατήστε εδώ
Ο Σχοινοβάτης έχει υπάρξει ξανά σε κείμενό μου. Για να το διαβάσεις, πάτα εδώ.
Αν σου άρεσε το κείμενο, μην ξεχάσεις να εγγραφείς στο newsletter, ν’ αφήσεις σχόλιο, να το μοιραστείς, ή να μου στείλεις απευθείας μήνυμα, όλα μέσω των παρακάτω κουμπιών.